Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Εξ αδιαθέτου

Αρχείο 08/06/2017

Ερχόντουσαν συχνά στο γραφείο για δουλειές. Ζούσαν μόνοι στο μεγάλο εξοχικό τους. Τα παιδιά τους είχαν μείνει στην Αθήνα, εκείνα έφτιαξαν τις δικές τους ζωές, ενδεχομένως να τις χάλασαν κιόλας, κρατώ επιφυλάξεις γιατί δεν γνωρίζω. Ο κυρ Χρήστος ήταν μηχανικός του πολυτεχνείου, είχε θέση στο δημόσιο με καλό μισθό κι όταν αποχώρησε, λόγω γήρατος, έπαιρνε καλές συντάξεις, κύρια και επικουρική. Πράος κι ανοιχτοχέρης ο κυρ Χρήστος, το εντελώς αντίθετο η κυρά Tασία, γκρινιάρα και παραδόπιστη. Αυτός πλησίαζε τα ογδόντα κι εκείνη λίγο παρακάτω.

Τον παίδευε πολύ τον κυρ Χρήστο με τις παραξενιές της κι εκείνος έτρεχε πρόθυμα, κερί αναμμένο. Για ψύλλου πήδημα του έβαζε τις φωνές κι εκείνος παρών, ό,τι θέλει η Τασία. Όλα τα υπάρχοντά τους, σπίτι, οικόπεδα, χωράφια, αυτοκίνητο ήταν γραμμένα στ΄ όνομά της, εκατό τις εκατό, κανένα μερίδιο αυτός.

Ανικανοποίητη η κυρά Τασία. Της άρεσε ν΄ αγοράζει χωράφια, αγόραζε συνέχεια ότι πουλιόταν και ήταν του χεριού της. Όλα στ΄ όνομά της, μόνο κάτι αγροί ξερικοί εξ αδιαιρέτου, κληρονομιά από τον πατέρα του, κάπου στην ορεινή Ακαρνανία, είχαν απομείνει στον κυρ Χρήστο.

Ακόμα και την τελευταία χρονιά πριν το συμβάν η κυρά Τασία αγόρασε ένα κτήμα. Μου έφεραν το συμβόλαιο για τις διαδικασίες και τότε μου είπαν ότι είχε ένα πρόβλημα υγείας, που την είχε καταβάλει κάπως.

Πέρασε καιρός κι ένα βράδυ μου τηλεφώνησε ο κυρ Χρήστος. Ξέρεις, μου λέει κλαίγοντας, το και το. Πότε του λέω, εδώ κι ένα μήνα, μου λέει. «Με την περιουσία τι γίνεται;», τον ρώτησα, όχι από περιέργεια, αλλά το επάγγελμα βλέπετε. «Θα ΄ρθω από εκεί να σου τα πω», μου είπε. Μετά από λίγες μέρες ήρθε, έδειχνε στεναχωρημένος και αρκετά γερασμένος​.
Όταν τον συλλυπήθηκα και συνήλθε ελαφρώς, ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το πουκάμισό του κι έβγαλε έναν ταχυδρομικό φάκελο, ορίστε, μου λέει, ο φάκελος έγραφε απέξω: «Η διαθήκη μου», τον άνοιξα και το χαρτί που ήταν μέσα είχε τον ίδιο τίτλο.

Άρχισα να διαβάζω σιωπηλά. «Εγώ η Αναστασία …, επιθυμώ όπως, μετά το θάνατό μου, ολόκληρη η κινητή και ακίνητη περιουσία μου, περιέλθει στον σύζυγό μου Χρήστο …» και αράδιαζε ένα ένα τα ακίνητα και τα κινητά στη μπροστινή και στην πίσω σελίδα του χαρτιού. Στο τέλος είχε βάλει ημερομηνία κι από κάτω υπογραφή δυσανάγνωστη και ολογράφως με καθαρά γράμματα δίπλα.

«Σ’ αγαπούσε η κυρά Τασία κυρ Χρήστο», του λέω, εκείνος δε μίλησε, κοίταζε αφηρημένος μακριά, ταξίδευε, αναπολούσε ίσως. «Θα τη δώσουμε να δημοσιευθεί;» Τον ρώτησα και του επέστρεψα το φάκελο. Πήρε το φάκελο και τον έβαλε ξανά μέσα στο πουκάμισο. «Τι να τα κάνω», είπε. «Έχω καμιά ευθύνη αν δεν τη δημοσιεύσω;», ρώτησε μετά από λίγο. «Καμία», του λέω αμέσως. «Αν τη χάσω;» Ρώτησε ξανά, «ούτε», του λέω. Του έδωσα τις απαντήσεις αμέσως, χωρίς ν΄ ανοίξω να συμβουλευτώ είτε τον αστικό, μηδέ τον ποινικό κώδικα, μάλλον μου είχε μεταδώσει εκείνος τον άγραφο κανόνα της ματαιότητας των εγκοσμίων.

Ο κυρ Χρήστος έζησε κάπου ένα χρόνο ακόμα, η διαθήκη δεν εκτελέστηκε ποτέ, ίσως χάθηκε, κάηκε, που να ξέρεις. Η τελευταία επιθυμία της κυρά Τασίας δεν πραγματοποιήθηκε, ενδεχομένως δε να ήταν και η πρώτη επιθυμία της, που δεν υλοποίησε ο κυρ Χρήστος ενσυνειδήτως.

Η περιουσία, μετά το θάνατό του, περιήλθε στους νόμιμους κληρονόμους, εξ αδιαθέτου, όλα τα βρίσκουν εκείνοι μέχρι κεραίας. Τα παλιοχώραφα δε μένουν ορφανά.

[εξ αδιαθέτου = χωρίς διαθήκη, με τη νόμιμο μοίρα]

©Γιώργος Παπαθανασόπουλος

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε