Σωτήρης Παστάκας -Αποκαΐδια: Η φωτογραφία του γράφοντος

Αρχείο 09/06/2017

Ζητάω το πρόσωπο της γραφής. Έχω μόλις δει μια φωτογραφία του Σελίν, και ψάχνω απεγνωσμένα τα κείμενά του. Γράφω, δεν γράφω, το πρόσωπό μου γράφει εν αγνοία μου τα χαρακτηριστικά μου. Επισημαίνει την απόκλιση του βλέμματος, υπογραμμίζει τη φορά των χειλιών μου, χρησιμοποιεί άλλοτε την πλάγια κι άλλοτε την έντονη γραφή για τις ρυτίδες, την κορυφογραμμή του τριχωτού της κεφαλής, την προέκταση του πώγωνος και την καμπύλη των παρειών. Προσδίδει στο βλέμμα την ταπείνωση, την ειρωνική διάθεση και τον εμπαιγμό, την επιθετικότητα, τον περισσό τσαμπουκά.
Η γραφή είναι ο μέγιστος τσαμπουκάς. Χρειάζεται περισσό θράσος για να καθίσεις να γράψεις. Ο στοιχειώδης αναγνώστης, αισθάνεται όλο το δέος και το άτοπον του εγχειρήματος. Άλλοι πριν από εμάς, τα είπαν καλλίτερα. Γιατί να γεμίζουμε τον κόσμο με τα δικά μας ορνιθοσκαλίσματα;
Όποιος γράφει, σβήνει μονοκονδυλιά τα προηγούμενα. Λες κι ανακάλυψε τη γραφή, τη χειρίζεται τις περισσότερες φορές σαν προσωπική του εφεύρεση. Αγνοεί κατ’ εμάς, ανακαλύπτει για τον ίδιο, τους κανόνες ορθογραφίας και σύνταξης. Πιστεύοντας πως κάθε μεγάλος συγγραφέας είναι και δημιουργός γλώσσας, φαντάζεται την προσωπική του γλώσσα ως μήτρα των επόμενων γενεών. Χωρίς σύνταξη, χωρίς γνώση του εργαλείου που χρησιμοποιεί, χωρίς τη γλώσσα που του δίδαξαν στο σχολείο, αισθάνεται ιδρυτής μιας παράδοσης που θα τον μνημονεύει ως πατριάρχη, εις τους αιώνες των αιώνων. Στην πιο μετριόφρονα εκδοχή του, ο ανάλογος συγγραφέας αισθάνεται τουλάχιστον ανανεωτής της παράδοσης.
Ο Σελίν στην σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού του (Villa Maitou), στα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μεουντόν, πένητας, φτωχός και ταλαίπωρος να παλεύει με τους πρόχειρους σύρτες από κακοφτιαγμένο σύρμα. Ο Σελίν στα σύρματα, τα συρματοπλέγματα, τα άρρυθμα πλήκτρα της γραφομηχανής του με τις τρεις τελίτσες της κομμένης του ζωής, τα αποσιωπητικά της αναπνοής του. Ο γέρος γιατρός δίχως πελατεία, ο γιατρός δίχως ιατρείο, ο γιατρός που ενημερώνεται για τα καινούρια φάρμακα από τα διαφημίστηκα των εταιρειών ανάμεσα στους παπαγάλους και τις γάτες του. Διαβάζει με θέρμη σπουδαστή τις ενδείξεις-αντενδείξεις και τις παρενέργειες γνωρίζοντας πως δεν θα του δοθεί ίσως η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσει ποτέ. Αν και βλέπει δωρεάν τους αρρώστους, ξέρει πως για να τον επισκεφθούν θα πρέπει να σκαρφαλώσουν με βροχή και χιόνι ως την απομονωμένη του κατοικία. Ο Σελίν στα 1960, υψώνει το αριστερό του χέρι για να διώξει τα φαντάσματα, να απομακρύνει τους επισκέπτες, να καλωσορίσει τους άρρωστους, να δείξει τον δρόμο του μαρτυρίου, το αρχέγονο πρόσωπο της γραφής: με μια σκοροφαγωμένη ζακέτα, ένα φουλάρι δεμένο όπως κι όπως στο λαιμό από μια σακατεμένη πολυθρόνα κι ένα τριμμένο παντελόνι, σε μια ηλικία που θα έπρεπε να απολαμβάνει τουλάχιστον τα ποσοστά των κεφαλαίων που χαίρονται ανερυθρίαστα οι εκδότες του. Τίποτα. Ούτε χρήμα, ούτε δόξα, ούτε καν σεβαστή πελατεία, κι όμως τόσα ζώα: γάτοι, σκύλοι, παπαγάλοι, χειρόγραφα γεμάτα από τις τρεις τελίτσες που κρατούν ως δια μαγείας την οργή στην αρμύρα, την αντίσταση στον σύγχρονο τρόπο ζωής, τις καθιερωμένες αξίες, τα συμβατικά πρόσωπα της επιτυχίας στο χώρο των καλών γραμμάτων, της πολιτικής, της εξουσίας.
Ο Σελίν στο Μεουντόν, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μου μίλησε με την φυσιογνωμία του, τις ρυτίδες του προσώπου του, την πλήρη του αποστροφή για την κοινότητα των συνανθρώπων μας, την άρνηση που προέταξε, την καταδίκη της ανθρώπινης κατάστασης του εικοστού αιώνα, πολύ πριν διαβάσω τα βιβλία του. Στην περίπτωσή μου είναι ίσως ο μοναδικός συγγραφέας που ερωτεύθηκα από το πρόσωπό του κι όχι από τα κείμενά του. Μόλις πρόσφατα ολοκλήρωσα την “τριλογία του Βορρά” και η ανάγνωσή της επαλήθευσε ακριβώς την αίσθηση που μου είχαν προκαλέσει οι φωτογραφίες του που είχα πρωτοδεί το 1981. Η αληθινή γραφή διαβάζεται στο πρόσωπό μας. Η μικρή μουσική του Σελίν αποτυπώθηκε όχι μόνον στις σελίδες του αλλά και στην έκφραση του προσώπου του.
Αντιθέτως η αγάπη μου για τον Σάλιντζερ διατρανώθηκε ερήμην των φωτογραφιών του, αποκλειστικώς μέσα από τα κείμενα του έως την καταλυτική εκείνη στιγμή που το οργισμένο πρόσωπο ενός γέρου αμερικάνου αγρότη στρέφεται επιθετικά προς τον φωτορεπόρτερ. Σύμφωνα με τον μύθο, ο φωτογράφος πέτυχε τον Σάλιντζερ στην έξοδο ενός σούπερ-μάρκετ καθώς φόρτωνε τα ψώνια του σε ένα καταλασπωμένο Dodge φορτηγάκι. Οι φωτογραφίες του αργότερα αμφισβητήθηκαν, αλλά δεν διέψευσαν την απόλυτη εντύπωση πως “έτσι πρέπει να είναι ο Σάλιντζερ” στους φανατικούς αναγνώστες του και σε μένα. Ίσως κι ο φωτογράφος θα είναι φανατικός του αναγνώστης, κι είναι ωραία να συναντάς την προσωπική σου εντύπωση στο βλέμμα κάποιου ξένου.
Με αυτά και με αυτά, ονειρεύομαι μια ανθολογία όχι κειμένων, αλλά φωτογραφιών: την οριστική ανθολογία του εικοστού αιώνα, όπου οι συγγραφείς θα παρελαύνουν με τα πρόσωπα που δημιούργησαν κατά κόσμον απεκδυόμενοι τον μανδύα των λέξεων, κρατώντας μόνον τις λέξεις που επέφεραν κάποια αλλοίωση στα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, στην καμπύλη των παρειών, την έκταση του μετώπου, την προέκταση της σιαγόνας, την απόκλιση των χειλιών και του βλέμματος. Το οριστικό πρόσωπο της γραφής.

*

©Σωτήρης Παστάκας

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε