Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Το άρωμα η Κατερίνα

βασισμένο επάνω
στην δημώδη παράδοση
της Λέρου,
σε ένα τραγουδάκι

Πριν τον χαμό υπήρξαν κορνίζες, μπαλκόνια και διακοσμήσεις. Και ωραία παιδιά με φλογισμένες, ευέξαπτες καρδιές. Η επίθεση όλα τα πάγωσε. Ο άγγελος καθοδηγεί την ψυχή αυτού του τόπου. Μια ιστορία από τις πολλές που εκτυλίχθηκαν εκείνες τις νύχτες σώζεται σε τούτο το σημείωμα. Και αν νομίζει κανείς πως την αφήγηση που ακολουθεί την έχει κάπου συναντήσει, μάθετε πως το καλύτερο και ομορφότερο στοιχείο της είναι η Κατερίνα  που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα ως τους καιρούς μας, κάτω από τις ανταύγειες του ηλεκτρικού και την άρρυθμη, την παράξενη βοή. Όλα συνέβησαν κάποτε στο Ντόρτμουντ, κάποιος ναύτης τα εμπιστεύτηκε μια νύχτα σε έναν Έλληνα. Τώρα ο καιρός έχει μπολιάσει την ιστορία με μύθους. Καμιά δεν υπήρξε τόσο όμορφη όσο εκείνη.

Νωρίς το πρωί ξεκίνησε η επίθεση. Δεκάδες αεροσκάφη βρέθηκαν πάνω από το νησί. Πριν σωθεί το λάδι που σιγοκαίει μες στου αυγερινού τα μάτια η Λέρος θα έχει χαθεί. Όσοι γνωρίζουν τις σπηλιές και τα πατήματα τα πιο απόκρημνα, ίσως σωθούνε. Μα για τους άλλους που θρηνούν στην προκυμαία ετούτος ο κόσμος χάθηκε. Κοιτούν κατά την πλευρά της χώρας και κλαίνε βουβά. Τους είπαν πως το πολεμικό θα φανεί το απόγευμα. Πρώτα θα φορτώσει τις γυναίκες και τα παιδιά. Και ύστερα θα έρθουν ξανά να πάρουν τους άνδρες και τους τραυματίες, νεαρούς στρατιώτες που έμειναν μισοί, όχι από έρωτα, όχι από έρωτα.

Η Κατερίνα κατηφορίζει τον μικρό λόφο. Τραβάει κατά το σπίτι της, να δει για στερνή φορά τις αυλές, τα γιασεμιά, τα ωραία κρίνα με το ζωηρό χρώμα που ξέρουν το μυστικό της αγάπης. Τα γόνατά της είναι μες στο αίμα, μες στο αίμα και όμως η Κατερίνα κυλά σαν πέτρα πάνω στο πλάτωμα. Γύρω της νεκροί και ορφανά και ο συριστικός της βολής ήχος.

Δεν φοβάσαι Κατερίνα, δεν φοβάσει μην χαθείς γιατί είσαι από το πρωινό φτιαγμένη και σε εκείνο μια μέρα θα γυρίσεις. Δεν φοβάσαι Κατερίνα, μου το είπαν χίλια πουλιά καρφωμένα επάνω στο πεντάγραμμο του ήλιου. Μου το είπαν οι ζωγραφιές που μέχρι σήμερα προσμένουν αμίλητες μες στις κορνίζες τους. Η πριγκιποπούλα που δραπέτευσε για πάντα από την ωραία κορνίζα. Μου το ψιθύρισε η κυρά με το περιστέρι και ο γέρος με το ελεφάντινο μάτι που τριγυρνά εδώ και αιώνες μες στην άδεια πολιτεία. Δεν φοβάσαι Κατερίνα και είναι ρίγος, άνεμος, δειλή αγάπη το ροβόλημά σου. Να ήταν άλλοι καιροί Κατερίνα, να ήταν λυράρηδες στον δρόμο σου που λένε τα πάθη αυτού του κόσμου, να σε κάνουν τραγούδι, εσένα και το ελαφρύ σου, του θανάτου σου το  βήμα.

Το σπίτι είναι σκοτεινό. Τα μάτια του νύχτες και απάνω στο τραπέζι τα σύνεργα της ζωής. Όχι, όχι, τίποτε δεν θα κρατήσει από τούτο το σύμπαν. Μόνο να δει μια φορά ακόμη, μια τελευταία φορά την φορεσιά της την νυφική που ήταν της μάνας της και ακόμη πιο παλιά. Την κρατούν μες στο ερμάρι μαζί με ένα σωρό εποχές που πέρασαν και πάνε. Σκύβει και φιλεί τους ταφτάδες, πλάθει με μια ιδέα ολόκληρη την ομορφιά αυτού του κόσμου. Πρώτα την πουκαμίσα και το ταφταδένιο  αντερί με το σαλουβάρι. Έπειτα τον λιμπαντέ με τα αγριολούδουδα τα κεντητά που θυμίζουν την Πόλη. Μα τώρα πια όλα χάθηκαν και απόψε πέφτει το νησί.

Δεν φοβάσαι Κατερίνα ετούτη την ζωή που σε καταβροχθίζει, μικρή μου πλανεμένη Αζτέκα, με το χιόνι στο πρόσωπο και με το μέλι. Δεν φοβάσαι, μόνο κοιτάς με επιμέλεια την όμορφη στολή. Όταν θα φορεθεί και το ψηλό, κίτρινο τσεμπέρι στολισμένο με μικρολούλουδα του κάμπου η Κατερίνα θα βγει έξω στους δρόμους της έρημης πολιτείας. Και όλοι θα πουν, κοίταξέ την πώς τα έφερε η ζωή, ανήμερα του πολέμου να γίνει γυναίκα της πλάσης και του κόσμου. Και ο γέρος με το ελεφάντινο μάτι  που ως γνωστόν πάντα νιώθει την πολλή θλίψη του κόσμου, τραγουδά λίγα, μονάχα λόγια και λέει,

Ήθελα να ‘μουν άρωμα που βάνεις στα μαλλιά σου
σε κάθε σου αναπνοή
 να μπαίνω στη καρδιά σου.
Ολου του κόσμου τα καλά
να τα ‘χα δεν τα θέλω ας
 έχει ο κόσμος τα καλά
κι εγώ αυτόν που θέλω.

Και η Κατερίνα με το τραγικό πνεύμα της ζωής, μονάχη ζωντανή ανάμεσα στα σπίτια που πεθαίνουν, πριν την φωτιά του κόσμου φθάνει. Και έχει εντός της νιώσει τι πράγμα είναι αυτό το ωραίο έπος της ζωής και τι πλάση αρχιτεκτονική ανοίγεται μες στην καρδιά της θαλάσσης και στην λαμπρή σιένα που στολίζει τις παριές των παιδιών.

Άμα πέφτει η Κατερίνα, τούτος ο κόσμος γίνεται τρομερός και όμορφος. Εκείνο το πρωί, κορίτσι πράμα, ανάμεσα στο λευκό που γεωμετρεί τον κόσμο, με μια φαρδιά ζώνη και το ανατολίτικο πολύχρωμο μαντίλι τραγουδά και πεθαίνει, αφήνοντας μια κατακόκκινη γραμμή στα ουράνια, σαν να λέμε χαράζουν τα χείλη του κόσμου για χάρη της. Δωρικό, ωραίο κορίτσι από τ΄άστρα.

Χρόνια μετά, με ένα διακριτικό λίκνισμα τριγυρνά ανάμεσα στα τραπέζια. Οι θαμώνες έχουν πλανευτεί πια για πάντα. Οι πλούσιοι έμποροι απλώνουν στα πόδια της λουλούδια, ο μαγαζάτορας τρίβει τα χέρια του, το κέρδος του είναι βέβαιο. Όμως η Κατερίνα, εκεί στο τέλος του μαγαζιού, πίσω από τις κουίντες, προτού ξημερώσει λυπάται με την ψυχή της. Για όσα έχασε, για την αβέβαιη ζωή της, για την νύχτα και τους εφήμερους εραστές, για τις αγάπες του λιμανιού που αναχωρούν κάποιο πρωί. Τζακάρτα, Λίβερπουλ, Αμβούργο, μακριά.

Κατερίνα, ελάτε, θέλουν να σας χειροκροτήσουν, φωνάζουν επίμονα το όνομά σας. Ελάτε, Κατερίνα, σας φωνάζουν. Καταλαβαίνω Κατερίνα, όμως εκείνα τα χρόνια πέρασαν πια, ελάτε. Θέλουν να σας χειροκροτήσουν, απόψε υπήρξατε τόσο αληθινή, τόσο τρυφερή η φωνή σας. Σας αγαπούν με την καρδιά τους, να ξέρετε. Τι όμορφη και παραδοσιακή η αποψινή σας φορεσιά. Κατερίνα.

Κάθε νύχτα βρώμικα φώτα, τυχοδιωκτικά, πλούσιοι έμποροι, κουίντες, κλάματα. Ξέρεις τι είναι να γερνάς στο Ντόρτμουντ, Κατερίνα;

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→