✤
Η μικρή αμοιβάδα που είναι
των πλανητών ο ήσκιος
διαβάζει δίχως χείλη
τις Ώρες του Αυτόχειρα
φοράει
τη μεμβράνη της σαν αίμα
μα κι αυτό
το αίμα ακόμη
είναι υδαρό
ο άνεμος ανοίγει
για να τη χωρέσει·
έτσι ακριβώς παράγεται το χνάρι της
σαν ένα εμπόδιο δίχως τριβή
κι αυτό το πάτωμα
γλιστράει·
όμως βαδίζει
με τις παντόφλες
και διώχνει τα χνούδια
όπως διώχνει τις ρυτίδες
τα δοχεία με τον υδράργυρο
και τους ναρκωμένους κηπουρούς
μια λιβελούλα τραβεστί
συγκεντρώνεται στο ακριβές δευτερόλεπτο
που είχε έναν οργασμό
δωδεκάτη του Σεπτέμβρη
χίλια εννιακόσια ογδόντα επτά
δροσερή λαμινάτα
και το σώμα
ανατρίχιαζε
― σας διέκοψα;
(βλέπουν κι οι άλλοι)
αυτή η διακοπή
είναι ο κόσμος που φύεται
για τα χαριτωμένα αμφίβια
τους έλους σας
που γίνονται απλά ψάρια
όλοι στρέφεστε προς την απλότητα
λες και γεννηθήκατε απλοί·
τέσσερα τρισεκατοιμμύρια κύτταρα
οργανωμένο έμβρυο
απλοϊκοί μου.
*
©Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος. Από την τελευταία ποιητική συλλογή του, «Ενύπνια τα μεθεόρτια», εκδόσεις Έναστρον, 2020
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.