Παιδική Ηλικία 1
Στο κατηφοράκι πίσω απ’ το Νοσοκομείο,
Νοσο ειον Αμα αδος εκεί|
όπου με τσίμπησε στη γλώσσα η σφθίνγκα
και μου δώσε η νοσοκόμα με τον αντιτετανικό
ένα ψωμί κατάλευκο με γλυκό πάνω
ψάχναμε πεταμένες σύριγγες από υαλί
με διαγράμμιση επάνω και βελόνες
και πτυελοδοχεία και σωλήνες ορών
και πατούσαμε τα σπασμένα που έλαμπαν
κάτω από ένα ήλιο όπως είπανε τροπαιοφόρο
ξέραμε από βατσίνες κι από μόλυνση
από παρατημένες νάρκες σε αφίσσες στην τάξη
από ντακότες που έριχναν χαρτιά με ειδοποιήσεις
απ’ τον τυφλό με το ακορντεόν μες τις παντόφλες
ψάθινες και ροζ και με το σύστημα Μπράϊγ
τον παιδίατρο Μαλεβίτη το σωτήρα άγγελο
και το γιατρό Λούκα που έσωζε ζωές
ξέραμε τον τέτανο την ανεμοβλογιά και το κοκίτη
πως ξύνεις το σπυρί που έχει πύον να ξαναματώσει
και πως φυσάς τον οινόπνευμα για να μην τσούζει
όλες εκείνες τις μικρές σκληρότητες πάνω στο σώμα μας
της αυτοθεραπείας γιατί έπρεπε να ζήσουμε
γιατί κι ο κύριος απ’ το υπουργείο του φαινόταν
όταν μας έδωσε το ροζ χαπάκι πως ήθελε να ζήσουμε
να συνεχίσουμε τη μπάλα στο οικόπεδο
μ’ ένα μόνο δοκάρι την κολώνα του ηλεκτρικού
να τραβάμε με τις σύριγγες νερό από τις λούμπες
και να βρέχουμε ο ένας τον άλλον
γιατί το ξέραμε πως το κουτάλι το γεμάτο ζάχαρη
ακολουθούσε εκείνο της τεραμυκίνης
κι είμαστε αλάθητοι στη δόση από γλυκό κι από πικρό
που είχε ακόμα η ζωή να δώσει.
*
Παιδική Ηλικία 2
Με χαστούκια, με τη βέργα, με το καλάμι
με κλωτσιές, με πέτρες, με τη σφεντόνα
με τη ζωστήρα με λοστό, ο πόνος ήταν
σύντροφος καθημερινός, μα δεν πονούσαμε
γιατί ήμασταν αγρίμια μέσα μας
και δεν υπήρχε καμιά σύγκριση, δεν υπήρχε η λέξη
δικαιοσύνη αξιοπρέπεια δικαιώματα
όλα αυτά που κάμπτουν τους ανθρώπους
προς την ελεημοσύνη των μη κυβερνητικών
οργανώσεων, εδώ το θέμα ήταν επιβίωση
πόνος κλάμα και μια σκληρότητα
που πήγαινε όλο και πιο βαθιά να μείνει
ανέγγιχτη από το καθημερινό τρελάδικο
όπου η ράβδος ήτανε πρώτη πριν το λόγο
κι έπεφτε. Μα ακόμη αναρωτιέμαι
τί εφευρετικότητα να θέλει από το δάσκαλο
να σε σταυρώσει στον πίνακα
με την πλάτη στην τάξη, τι μένος από εκείνον
που τον κρέμασε στη μυγδαλιά
κι έβαλε στο κεφάλι του το δίκανο αποκάτω.
Κι έπειτα κάτι επίδεσμοι πρόχειροι
στα πόδια με κρεμμύδι στουμπηγμένο
να φύγουνε οι μελανιές. Μα όλους τους κουράσαμε
κι ακόμα φτάσαμε να ονειρευτούμε
ένα κόσμο όπου δε χτυπάς παιδιά
και τους τον δείξαμε κατάματα και σαν
παλιοί βασανιστές είπανε τα «δεν ήξερα» τους
γιατί το είχαμε εμπεδώσει πια
πως δίνοντας αυτό που δεν είχες τότε
μόνο το κερδίζεις τώρα κι από τον εφιάλτη
που μας φτιάξαν κάναμε ένα κήπο
όπου το δάκρυ έγινε άνθος κι εμείς οι νικητές.
*
Παιδική Hλικία 3
Θα πας στο εμπορικό υπάλληλος
και θα σκουπίζεις πρώτη μέρα
κάτι ποντίκια νεογνά και κόκκινα, μα θα μάθεις
ν’ αντέχεις την ορθοστασία
το τί θα πάρετε που θα γινόταν πως τον παίρνετε
ολιγομέτριο στο ψιλόχοντρο, περί καφέ ομιλούμε
να σκίζεις το ρεγιόν της φόδρας μα και το χασέ
σαν να γυμνώνεις ανυπόμονα γυναίκα
θα μάθεις τα ρολά τα τόπια, τη ναφθαλίνη
πριν το πακετάρισμα των μάλλινων για σκώρο
κουτιά που γράφουν Μουταλάσκης, Πουρνάρα
Πειραϊκή Πατραϊκή Αφοι Τριαντόπουλοι
θα μάθεις τι είναι τούλι, τσόχα και βελούδο
και θα τ’ αγγίζεις με κλειστά τα μάτια σαν κορμιά
τι είναι η ποπλίνα η τρικολίνα το σεβιότ
πως δοκιμάζεις σαν χαρτί το αντρικό πουκάμισο
φόδρες καρίνες πόσες πήχες ρούπια θέλει
ένα μονόφαρδο σκουτί κι ένα διπλόφαρδο
τί είναι γραμμάτιο, συναλλαγματική
πως πέφτει πως σηκώνεται η τέντα
στο καλοκαιρινό απόγευμα κι ακόμα
από οργαντίνα και ραιγιόν τσελβόλ και ντρίλι
Και πάνω απόλα θα ρωτάς: πως το καταλαβαίνεις
πως μια γυναίκα ρε παιδί μου να, σε θέλει
για να σου πει ο μέγας εραστής της Πόλης:
θα μεγαλώσεις και θα μάθεις, μην ανησυχείς.
Και θα αποκοιμιέσαι με ένα κάτι ανατριχιαστικό
το μαύρο θύσανο εκείνο που είχες δει ανάμεσα στα πόδια
που είχαν οι περπατημένες που ερχόντουσαν
κι έμπαιναν να τις βλέπουν στο δοκιμαστήριο
οι αρσενικοί, με τόλμη μα με κόκκινο το μάγουλο
κι ένα βρακάκι δαντελίτσα μες στα χέρια τους.
*
Παιδική Hλικία 4
Τη μέρα που ο Αντρέας του Γέρου
βγήκε μονάχος στο μπαλκόνι
στη Βάρδα της Ηλείας
κι έβγαλε τον πρώτο λόγο του, συνέβη
το ιστορικό γεγονός ότι έμαθα ποδήλατο
ακόμα και με αμολυτά τα χέρια.
Το ολόδικό μου ήρθε απ’ την Αθήνα
κι ως να το πάρω
σκαρφάλωνα στο παράθυρο της αποθήκης
του Σιδηροδρομικού Σταθμού Αμαλιάδος
και του έφτιαχνα επιθυμία βλέποντάς το
μια ολόκληρη βδομάδα αναμονή.
Έτσι γνώρισα το τιπ τοπ για να κολλάει
το τρυπημένο λάστιχο, τη φουσκωτήρα
το μανταλάκι με χαρτόνι στις ακτίνες
για να έχει ήχο και το δυναμό, τους Παπαδάτο,
Κοτσιρώνη και Αδελφούς Σαμαρά
ποδηλατάδικα για γη και ουρανό
κι ακόμα την Κουρούτα με τον άμμο απάτητο
κι όλα τα φρούτα κλεψιμαίϊκα
από Λατίφι έως τις εκβολές που λέγαν του Κουρλέσα.
Μίλησα ορθοπεταλιά μ’ ανηφοράκια
αγγέλους με δρεπάνια του μεσημεριού
κήπους με ζαρζαβατικά και οπώρες
το κοιμητήριο οριζοντίως και καθέτως
και την απέραντη αγωνία της μάνας μου
μη και με φέρουν απ’ το δρόμο σκοτωμένο.
Στο τέλος πήγα καθισμένο και μπροστά
ένα κορίτσι ως τα πρώτα μας φιλιά.
Σαν έφυγα για την Αθήνα ήταν αυτό
το μόνο πράγμα που πουλήθηκε, το έβλεπα
στις επισκέψεις το είχε κάποιος απ’ το χτήμα.
Βρεθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι
κάνοντας γύρους στη συκιά κι εκείνος
μου έλεγε για τους αρχαίους Έλληνες
κι εγώ απαντούσα στα εξήντα πια
όμως το ένιωθα καλά και ας μη βγήκε λέξη:
Εκείνος ήθελε να μου θυμίσει, αν είχα ξεχάσει,
πως είχε το ποδήλατο μετά από μένα
κι εγώ δεν ήθελα να τον ρωτήσω
αυτή η γκόμενα που είχαμε πάρει από κοινού
μες στη συνενοχή μας τί απέγινε.
*
©Λαλιώτης, Βασίλης
φωτο: Στράτος Φουντούλης
*
Ο Βασίλης Λαλιώτης γεννήθηκε το 1959 στην Αμαλιάδα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και ισπανικά στη Σαλαμάνκα. Έχει συνεργαστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους και λογοτεχνικά περιοδικά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έργα του: «Η μαθητεία της πλοκής», 1985, «Το τραγούδι της επιστροφής», 1989, «Η ζωοφόρος», 1994, «Το ένδοξο πένθος», 1997, «Η μνηστή της Κορίνθου», 2008, «Μάσενκα», 2012, «Θαλάσσια μπάνια», 2014, «Σωρείτες ακηδίας», 2016. Έχει μεταφράσει έργα των Φ. Γκ. Λόρκα («Ποιητής στη Νέα Υόρκη», «Ταξίδι στη Σελήνη», «Ντιβάν ντελ Ταμαρίτ», «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», «Romancero Gitano», «Ποιήματα σε πρόζα»), Πάμπλο Νερούδα («Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο», «Farewell», «Το βιβλίο των ερωτήσεων»), Χούλιο Κορτάσαρ («Η σύνθλιψη των σταγόνων»), Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα («Γκρεγκερίας»), Μιγκέλ Ερνάντεθ («Μαύρα μάτια, μαύρα»), Αντόνιο Πόρτσια («Φωνές»), κ.ά.
_________________
Έργα | |
Σκωρίες, Ενδυμίων | |
Τα μαύρα του Γκόγια, Ενδυμίων | |
Εξ Αμαλιάδος ορμώμενος, Ενδυμίων | |
Σωρείτες ακηδίας, Αρμός | |
Θαλάσσια μπάνια, Bibliotheque | |
Μάσενκα, Ενδυμίων | |
Η μνηστή της Κορίνθου, Ενδυμίων | |
Το ένδοξο πένθος, Πλανόδιον |
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.