Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Canvas

Δυο ιστορίες για τους Ζωγράφους που φορούν
Πρόσωπα ιερατικά

Ι.

Amboise
Μια ιστορία
Από τις ύστερες μέρες

Οι φίλοι του μοιάζουν ανήσυχοι. Αυτοί οι πιστοί του φίλοι που τόσο κοντά του στάθηκαν χρόνια και χρόνια. Μοναχά αυτοί. Η αγωνία τους έχει κυριεύσει, ωστόσο σαν από προαίσθημα και πεπρωμένο που εύκολα γίνεται αντιληπτό, γνώριζαν από καιρό πως λίγα θα μπορούσαν να κάνουν σαν σήμαινε η ώρα. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, δίχως καμιά προφύλαξη ο καλός τους φίλος εργαζόταν ακούραστος, κάτω από κάθε καιρό. Οι κοντινοί του άνθρωποι πικραίνονται σαν τον θυμούνται να δουλεύει ως αργά το απόγευμα, οι καρδιές τους σκίζονται σαν λένε, «είπαν πως είναι βαριά άρρωστος και πως έφθασε ο καιρός του.» Καμιά φορά συλλογίζονται πως φθάνουν στο σπίτι του με ένα δώρο και πως τον βρίσκουν όρθιο στις πύλες να σκιτσάρει ξανά και ξανά τα μάτια του Δαυίδ. «Καλύτερα να μείνετε μέσα», δάσκαλε του λέγαμε, όμως αυτός, θες από πείσμα, θες από την μοίρα του που φτεροκοπούσε τριγύρω του, φώναζε απότομα, «τι θέλετε, λοιπόν» και έπειτα έβριζε συγκρατημένα την τύχη του για την ανάπαυση που δεν κατορθωνόταν ανάμεσα στο πλήθος.

Υπάρχει όμως, πάντα, σε εκείνους που ετοιμάζονται στο χάσμα να ξεχυθούν, υπάρχει ένα μετέωρο βήμα, δίχως επιστροφή. Έτσι και για τον καλό μας φίλο, το χρώμα του προσώπου και η έκδηλη ανησυχία, μαρτυρούσαν πως η κρίση για εκείνον είχε πια φθάσει. Φορώντας παλιά, λερωμένα ρετάλια, με ανακατωμένα μαλλιά και τον πανικό της τυφλότητας κυοφορούσε τον θάνατο.

Γράψαμε παντού. Σπεύστε, γράψαμε στο τέλος της σύντομης επιστολής που περιφρονούσε όλους τους όρους της καλής ευγένειας. Σπεύστε, όσο στέκει στην πολυθρόνα του και διατηρεί τον δεσμό με τούτο εδώ τον κόσμο, ελάτε γρήγορα, όσο πιο βιαστικά μπορείτε. Έτσι λέγαμε και ο καιρός που από νεότητα καιγόταν είχε πια περάσει και μια σκόνη αξεδιάλυτη, πυκνή είχε σκεπάσει τα βλέφαρα του.

Κάποιος που τον αντίκρισε περίλυπο από θάνατο, μας έστειλε μια ανταπόκριση. Κάποιος που συχνά του ανέθεταν προσωπικά θελήματα, όχι με το αζημίωτο μα με πληρωμές αδρές, δίχως φειδώ. Και έτσι έγιναν γνωστές οι τελευταίες μέρες του καλού μας φίλου.

«Οι νύχτες φαντάζουν οι δυσκολότερες ώρες. Δύσκολα τον βρίσκει ο ύπνος και αν κρατά ζωντανή την συνείδησή του, δεν συμβαίνει το ίδιο με το σώμα του. Μια επίμονη δίψα σε όλα του τα μέλη τον αρρωσταίνει και τότε χάνει τα λογικά του. Μοναδική παρηγοριά του η θέση δίπλα στην φωτιά, καλύτερη και από την κλίνη του που έχει πια αποκτήσει την μοναξιά ενός μικρού νησιού.»

«Καμιά φορά», συνεχίζει, «ζητά να ιππεύσει το άλογό του, ωστόσο δίχως ψυχή στα χέρια και τα πόδια, μοιάζει με επικίνδυνη εμμονή. Όταν νιώθει πως δεν μπορεί να περιπλανηθεί στην πρωινή δροσιά που με τόση θέρμη και αφοσίωση αγάπησε, σωπαίνει και λυπάται με την ψυχή του.

Ο καλός σας φίλος, πέθανε πριν δυο μέρες. Η οικογένεια Καλκάνι που τον φιλοξένησε έστειλε τα απαραίτητα . Του λόγου του χάθηκε μες στην πιο άγρια θεομηνία. Λίγες ώρες μετά το φτερούγισμά του τα χωριά της Σιένα πνιγήκανε και μια λάσπη ανακατωμένη με ανθρώπινα σώματα, λένε, καταβρόχθισε τα ταπεινά σπίτια.

Οι ιατροί που τον συντρόφευαν καθ΄όλη την διάρκεια αυτού του τελευταίου χρονικού δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Συχνά τον ξεδιψούσαν και άλλοτε σκούπιζαν το μέτωπό του. Έλεγαν προσευχές για το ξενιτεμένο του πνεύμα, τον γαλήνευαν και εκείνος  χτυπούσε επίμονα τις φτερούγες του, ζητώντας νερό, νερό, νερό! Μόλις έφυγε, οι γνωστοί εμφανίσθηκαν ζητώντας να φιλήσουν για τελευταία φορά το πρόσωπο, καθώς έλεγαν ενός πεύκου. «Έκλαιγαν», έλεγε εκείνος ο αγγελιοφόρος, «έσκιζαν τα ρούχα τους και ίσως εκεί να οφείλεται η ύπαρξη τόσο πολύχρωμων μαντιλιών που σείονται από τον άνεμο ως τις μέρες μας, εκεί έξω.» Αφορμές που θα σηκώσουν έπειτα από αιώνες οι νεότεροι ζωγράφοι, δημιουργοί άλλων, θαυματουργών αιώνων.

«Στο σπίτι φάνηκαν οι υπάλληλοι του δήμου. Πρόκειται για γνωστές προσωπογραφίες, επιφορτισμένες με την ευθύνη να ασκούν με προθυμία και πειθαρχία τα καθήκοντα ενός συλλέκτη. Δεν θα είχε περάσει το απόγευμα, το σώμα του δεν είχε χάσει όλο του αίματος το κύλημα. Αυτοί θα κατέγραφαν όσα περιείχε εκείνο το παλιομοδίτικο δωμάτιο, μισό κρυμμένο κάτω από τις φτέρες, μισό αφιερωμένο στο χάδι της εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας που τόσο αποφασιστικά επιτελεί το έργο της στην φροντίδα των πλανεμένων, των φορτισμένων αυτού του κόσμου.

Οι κολλέκτορες κατέγραψαν αναλυτικά όσα βρήκαν σε εκείνο το δωμάτιο. Μια ιχνογραφία του Αγίου Πέτρου, έναν Ιησού συνοδευόμενο από μια άλλη φιγούρα, ένα αγαλματίδιο του Χριστού με τον Σταυρό του, σχέδιο για ένα παράθυρο, δέκα μικρές φιγούρες με κόκκινη κιμωλία, αρχιτεκτονικές κατόψεις, σκίτσα των Επιφανείων και μερικά άλλα που όμως απουσιάζουν από αυτήν την καταγραφή.»

 Η παράξενη φύση τους, η μισοτελειωμένη τους μορφή δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην ανάπηρη φαντασία αυτών των υπαλλήλων. Μέρες μετά, κατέστη γνωστό πως πέρα από τον θάνατό του, είχε συμβεί και η απώλεια ενός κορυφαίου του έργου. Μάταια πάσχισαν να το βρουν μες στα χρώματα και τα πράγματα. Οι δανειστές του γύρευαν λογαριασμό.»

Εμείς, όμως που γνωρίζαμε όσο κανείς τον αγαπημένο μας φίλο, κρατούμε μυστικό το πέρασμα αυτού του σχεδίου σε έναν άλλο, κόσμο βυθισμένο. Ευχαριστήσαμε τον αγγελιοφόρο, τον ανταμείψαμε αδρώς και έπειτα κλειστήκαμε στον κόσμο μας που λιγόστεψε ξαφνικά.

Αυτή, λοιπόν είναι η ιστορία των τελευταίων ημερών του Μιχαήλ Άγγελου. Που πέθανε, δίχως να χαθεί, όπως συμβαίνει με όλα τα ιδεώδη πράγματα, όσα με την άλλη τους υπόσταση κερδίζουν την υπόθεση της νεότητας.

ΙΙ.

Τα σύνεργα ενός
Κινέζου ζωγράφου

Οι ζωγράφοι της Κίνας προτιμούν το χαρτί ή το ύφασμα. Χρώμα και μορφή συναντιούνται σαν πράγματα εξόχως σημαντικά στις λαϊκές εργογραφίες τους. Κυρίως το χρώμα που αποκτά μια παράξενη γοητεία, όμορφα διαμορφωμένη από μια σπουδή προσηλωμένη στους περιορισμούς, στο κυνήγι της ρευστότητας, μιας υγρασίας που απαντάται μονάχα σε σώματα ανθρώπινα.

Οι περίφημες δυναστείες επέβαλαν μια άλλη προσέγγιση στο υλικό. Το ύφασμα δουλευόταν με τις ώρες σε δυνατή φωτιά, έπειτα αυτό ακριβώς το ύφασμα κέρδιζε τα χαρακτηριστικά ενός καθρέφτη, αργά, με την πολύτιμη βοήθεια ενός πέταλου. Οι νεότερες δυναστείες καθιέρωσαν το επεξεργασμένο ύφασμα. Το χαρτί τους χρωστά την ύπαρξή του στα προϊόντα της γης και του χώματος, ενώ όσα από τα χρώματα διασώζονται ως σήμερα, διαθέτουν μια άφθαρτη τελειότητα, συνέπεια αυτής της περίφημης επεξεργασίας. Λιγότερη ή περισσότερη ελευθερία, κανείς δεν νοιάζεται αφού με λιγοστά μέσα μια ζωγραφιά μπορεί να συγκρατήσει χιλιάδες, φανταστικές πιθανότητες ορθάνοιχτες.

Τα πινέλα τους ανήκουν σε διάφορους τύπους. Κάθε θέση τους χαρίζει στην γραμμή μια άλλη ιδιότητα, είτε αιχμηρή και ακριβή, είτε ασυνεπής, γεμάτη κυλίσματα επάνω στο υλικό. Με αυτόν τον τρόπο, με αγγίγματα δυνατά δίνουν υπόσταση στις πιο ντελικάτες σκιές.

Οι ζωγράφοι της Κίνας δεν αναμιγνύουν τις αποχρώσεις. Αποκτούν το πράσινο από σπάνια πετρώματα, ενώ μοιάζουν άπειροι οι συνδυασμοί που γεννούν το κόκκινο. Εκείνο του νεαρού θεού του καλαμποκιού και το άλλο που κοιμάται σε ένα μικρό, πολύτιμο κινέζικο κουτί. Πράσινα φύλλα, μια ανάσα πριν τον φθινοπωρινό τους θάνατο, δίνουν το βαθύ, πράσινο χρώμα του πεύκου και μες στο κοβάλτιο πλημμυρίζουν οι αειθαλείς τόνοι του ουρανού.

Μα είναι άλλο να αντικρίζεις όλα αυτά τα θαύματα. Και όσα και αν πουν οι ιστορίες, τις τέχνες και τα χρώματα γεννούν το φυσικό και ανόθευτο ταλέντο των Κινέζων ζωγράφων. Ο δεσμός τους με την φύση, η προσαρμογή τους στην ανάγκη μιας ορισμένης, καλλιτεχνικής συγκυρίας, συνιστούν στοιχεία λεπτά που άπτονται μιας τελετής άμεσα συνυφασμένης με την ίδια την ζωή τους.

*

©Απόστολος Θηβαίος

painting, Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→