
✤
Στο τετράγωνο μπλε σπίτι με τα μεγάλα παράθυρα ο ήλιος πέφτει κάθετος πάνω της. Η Φρίντα, απλωμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της, λικνίζεται τραγουδώντας ένα μεξικάνικο τραγούδι:
«Κοίτα, αν σ’ αγαπώ…»
Εδώ και δυο μέρες, από τότε που έφυγε ο Ντιέγκο, μόνη της τροφή είναι ο ήλιος και η ανάμνησή του× σφραγίζει τα μάτια της, σφίγγει τα δόντια της και τον επαναφέρει νοερά στο πλευρό της. Αισθάνεται τη σφιχτή αγκαλιά του. Σαν κάπως να ζεσταίνεται.
-Ω! Καημένη Φρίντα, όταν γεννήθηκες σε σκέπασε ένα μεγάλο γκρίζο σύννεφο. Συνέχεια βρέχει, σκέφτεται.
Με την ανάμνησή του μετρά τον χρόνο. Κάθε φορά που έφευγε ο Ντιέγκο, ρουθούνιζε σαν ταύρος σε αρένα, έβριζε και βλαστημούσε, αφήνοντας πίσω του συντρίμμια -κατεστραμμένους πίνακες, σπασμένα βάζα και ανθοδέσμες πεταμένες στο πάτωμα. Έβγαινε στον κήπο με βήμα ασταθές και ταχύ, φτύνοντας χρώματα πίσω του. Κλωτσούσε με δύναμη την καγκελόπορτα μέχρι να ανοίξει και γυρνούσε το βλέμμα του να δει τη Φρίντα στην τζαμαρία, σαν μια σιωπηρή υπόσχεση πως μια μέρα θα επέστρεφε.
Ακούγονται τώρα βήματα από την εξώπορτα. Ο μεγάλος φράχτης με τους κάκτους τραντάζεται από τον όγκο της δύναμής του. Σκέφτεται∙ oι κάκτοι προστατεύουν το σπίτι. Σαν τη σχέση τους. Προστατεύεται από αγκάθια. Ανεβαίνει τη σιδερένια σκάλα και μπαίνει στο σπίτι από το ατελιέ του. Κάπου σκοντάφτει και βρίζει. Εκείνη μουδιάζει∙ όπως όταν πονά το πόδι της στην πρώτη βροχή μετά το καλοκαίρι.
Ο Ντιέγκο κατεβαίνει κάτω και κατευθύνεται προς το δωμάτιό του. Αυτή τη φορά δεν βγάζει άχνα. Χωρίς βρισιές, χωρίς κλάματα. Ούτε κι εκείνη. Τον ακούει που ανοίγει την ντουλάπα και σέρνει από μέσα τη βαλίτσα του. Έτοιμη την είχε εδώ και καιρό. Μετά σπάει τον κουμπαρά τους. Μαζεύει το μερίδιό του και αυτή τη φορά φεύγει με βήμα αργό και σταθερό. Το πάτωμα τρίζει και τραντάζεται.
Εκείνη αρχίζει ξανά να τραγουδάει για να μην ακούσει την πόρτα να κλείνει. Τραγουδάει και κλαίει. Γλείφει την αλμύρα από τα χείλη της. Το μούδιασμα απλώνεται πάνω της. Μόνο το πόδι της πια δεν πονάει.
Μόλις τώρα ξημέρωσε ένας μήνας μετά. Η Φρίντα κρατιέται από την κουνιστή πολυθρόνα για να σηκωθεί. Σηκώνεται και από όποιο δωμάτιο κι αν περνάει, παλεύει να ανοίξει τα παντζούρια. Ύστερα από λίγο παραιτείται. Τρεκλίζοντας φτάνει στο σαλόνι. Ανοίγει το ραδιόφωνο, φυσάει το τραγούδι της:
«Κοίτα, αν σ’ αγαπώ, είναι για τα μαλλιά σου.
Τώρα χωρίς τα μαλλιά σου δεν σ’ αγαπώ πια».
Η Φρίντα πέφτει στα γόνατα, κρύβει με τα χέρια το πρόσωπό της -άραγε να κρυφτεί από τον Θεό ή τον Ντιέγκο; Σκούζει σαν λαβωμένο ζώο. Στηρίζεται στα χέρια της να σηκωθεί, όμως τα πόδια της δεν την βαστούν. Το τραγούδι δυναμώνει, σκεπάζει τους αλαλαγμούς της.
Σέρνεται μέχρι τον καναπέ. Εκεί που κάποτε καθόταν ο Ντιέγκο και διάβαζε τα βράδια, ενώ εκείνη κρατιόταν από το στέρνο του. Δίπλα στον καναπέ κρέμεται ο μοναδικός πίνακας που άφησε πίσω του ο Ντιέγκο. Σηκώνεται με δυσκολία και κοιτάζει τον πίνακα του από απόσταση. Καθώς τον κοιτάζει, τα μάτια της τρέχουν χρώματα. Πλησιάζει με βήμα βαρύ, απλώνει τα χέρια της και κρατάει την κορνίζα. Λυγίζει τα πόδια, κρεμιέται από τον πίνακα κι εκείνος πέφτει σαν δέντρο ξεριζωμένο στην αγκαλιά της. Γονατισμένη φτάνει στο κρεβάτι. Αποκοιμιέται γυμνή αγκαλιά με τον πίνακα:
Βρέχει καταρρακτωδώς. Ένα λαβωμένο ελάφι τρέχει για να κρυφτεί από κυνηγούς και κρύβεται σε μια σπηλιά. Ξαφνικά εμφανίζεται απ’ το βάθος μια αρκούδα. Το ελάφι νιώθει δέος κοιτάζοντας την αρκούδα στα μάτια. Η αρκούδα το κοιτάζει τρυφερά και ορμά στους κυνηγούς. Βρυχάται και οι κυνηγοί τρέπονται σε φυγή. Επιστρέφει και πλησιάζει το ελάφι. Απελευθερωμένο απ’ τον φόβο, το ελάφι πλησιάζει την αρκούδα και ξαπλώνει δίπλα της. Η αρκούδα γλείφει τις πληγές του και το ελάφι αφήνεται στη φροντίδα της. Ξαφνικά, εκείνη αγριεύει. Υψώνει το χέρι της και με τα νύχια της γδέρνει την κοιλιά του ελαφιού. Από την πληγή τρέχουν χρώματα. Μόνο χρώματα.
Η Φρίντα ανοίγει τα μάτια της και τρέμει σαν φύλλο που πέφτει καταγής. Σηκώνεται σιωπηλή και πηγαίνει προς την ντουλάπα. Ο Ντιέγκο έχει αφήσει μέσα το κοστούμι που είχε φορέσει στον γάμο τους. Το ξεκρεμάει, το φέρνει κοντά στο στέρνο της και το μυρίζει. Το ταιριάζει στους ώμους της. Ύστερα αρχίζει να χορεύει χτυπώντας τα πόδια της στο πάτωμα και απλώνοντας τα χέρια της ψηλά σαν φτερά πληγωμένου πουλιού. Χορεύοντας φτάνει μέχρι τον καθρέφτη. Εκεί φοράει το κουστούμι. Με δύναμη τρυπάει την αγκράφα και σφίγγει τη ζώνη. Σιγοτραγουδάει. Ανοίγει το συρτάρι και αρπάζει το ψαλίδι. Λύνει τα μαλλιά της και τα χτενίζει με τα χέρια της. Τεντώνει μια τούφα και την κόβει.
Μια τούφα- Η ζωή μου ένα γκρίζο σύννεφο μακριά σου.
Δυο- Ντιέγκο, Ντιέγκο μου, ο έρωτάς σου ηφαίστειο που βράζει μέσα μου.
Τρεις- Λούζεσαι με τα δάκρυά μου. Ξεδιψάς με δαύτα.
Τέσσερις- Το χρώμα στέγνωσε και σπάει.
Τελευταία- Θα ζωγραφίζω με αίμα.
*
©Σωτηρία Κρητικοπούλου & Δανάη Μαργαρώνη
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.