✤
Πειθόμενοι τοις νόμοις
Φάρσα με αβέβαιο τέλος
και
μυρωδιά βροχής
και
ουρανός
και
σύννεφα
Η σκηνογραφία συνιστά μια αναπαράσταση της αίθουσας πτωχεύσεων. Στην σκηνή στέκουν μαζεμένοι σε μικρές παρέες κοστουμαρισμένοι κύριοι με κατάμαυρα γυαλιά ηλίου και κατάμαυρες προσωπίδες και κατάμαυρα φίλτρα νέον που όλα τα κάνουν παλιά να μοιάζουν μαζί και νέα. Μιλούν, χειρονομούν, κάθε τόσο κάποιοι από αυτούς φεύγουν γρήγορα από την σκηνή, με την πρόφαση κάποιας συνεδρίασης. Στις άκρες στην σκηνής δουλεύουν με τον χαρακτηριστικό βόμβο κάτι παλιοί ανεμιστήρες. Ο ήχος τους συρμάτινος και το ρεύμα τους αδύναμο, δίχως κέρδος η αγωνία τους για την παλιά και τραγική αίθουσα των πτωχεύσεων. Στο βάθος της σκηνής και σε σημείο εμβληματικό, κάθεται ο πρόεδρος των ημερήσιων συνεδριάσεων. Μοιάζει αυστηρός, κάπως άτεγκτος καθώς έτσι επιβάλλει η καθησυχαστική ηδονή του θεσμικού του ρόλου. Κάθε τόσο κάποιος από τους παρευρισκόμενους σκύβει και κάτι του αποκαλύπτει. Έπειτα ακούγονται οι χτύποι από τον γραμματέα που με την εντολή του καρφώνει τις αποφάσεις. Είναι ιδρωμένος και διαρκώς σκουπίζει το μέτωπό του, βρίζοντας και φωνάζοντας για την κακή του τύχη και για τους αδύναμους ανέμους που τίποτε δεν δροσίζουν μες στην αίθουσα. Πίσω από τον πρόεδρο ξεχωρίζει ένα κάδρο με αναπαράσταση χριστιανική. Πρόκειται για την δικαιοσύνη που έχει το πρόσωπο της Μαρίας και έναν γαλάζιο, πρόχειρα χρωματισμένο μανδύα. Τίποτε άλλο στους τοίχους, ακούτε, τίποτε! Στο θέατρο βλέπετε, επιτρέπονται οι συναισθηματικές κρίσεις, το περιορισμένο κάνει όλη την δουλειά και ανοίγεται σταδιακά σε ένα ποτάμι. Σε αυτό χρωστούν οι ποιητές τους στίχους τους.
Ένας νεαρός άνδρας μπαίνει διστακτικά από την μεγάλη πύλη της αίθουσας. Ο πρόεδρος ανασηκώνει τα μάτια του προσεκτικά βαλμένα πίσω από το σύρμα των pince – nez του. Οι παρέες δεν σταματούν να μιλούν, όμως κάπως περίεργα και θυμωμένα τον κοιτούν, καπνίζοντας με τρόπο που προδίδει κάποιον κίνδυνο για τον νεαρό. Το κοστούμι του τελευταίου είναι παλιό, το πουκάμισό του σκισμένο, η γραβάτα του λυμένη. Ο ιδρώτας τον πνίγει, σφίγγει τα χέρια του και κάνει ένα δυο βήματα. Ας πούμε πως το όνομά του είναι Ορέστης.
ΟΡΕΣΤΗΣ (διστακτικά πλησιάζει μια από τις παρέες. Οι άνδρες σταματούν την συζήτηση και με τρόπο διερευνητικό τον κοιτούν.) Η αίθουσα των πτωχεύσεων, σωστά; Δυσκολεύτηκα τόσο να την βρω. Κάποιος καλός χριστιανός, να, εδώ απ΄έξω μου έγνεψε με το πρόσωπο. Από εδώ πήγαινε. Εγώ ρώτησα μια φορά ακόμη, το βλέμμα του μεταμορφώθηκε, από την αγκαλιά του ξεπηδούσε μια αγκαλιά μίσος. Όμως, τον ευχαριστώ, ω πόσο πολύ τον ευγνωμονώ που με την μεγαλοψυχία του υπέδειξε στην πικρή μου ύπαρξη έναν δρόμο. Μιλώ πολύ; Και σας κουράζω; Να με συγχωρείτε, όμως η υπόθεσής μου κρίνεται εξόχως σημαντική. Βλέπετε…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (ανασηκώνει τα μάτια του. Η σιωπή του κρατά για λίγο και έπειτα, κάτι μουρμουρίζει.) Ησυχάστε κύριε. Εδώ είναι τόπος σπουδαίων αποφάσεων! Η έλλειψη συγκέντρωσης μπορεί να αποβεί μοιραία. Η πολιτεία κύριε, θέλει την ηρεμία για να γεννήσει καινούριους καιρούς.
ΟΡΕΣΤΗΣ (πλησιάζει χαρούμενα, καθώς αυτά τα λιγοστά λόγια του προεδρεύοντος ακούγονται σαν βάλσαμο. Μαζί την σημασία του δικαστή οξύνεται και εκείνη των κυρίων.) Καλησπέρα σας!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Θαρρώ πως δεν καταλαβαίνετε κύριε! Και η θέση σας γίνεται ολοένα και πιο δυσχερής! Φαντάζομαι πως η υπόθεση αυτή κρίνεται σοβαρή και ο κίνδυνος μεγάλος, έτσι δεν είναι; (τον θυμό του διαδέχεται ύφος πονηρό και διαθέσεις σκοτεινές)
ΟΡΕΣΤΗΣ Μάλιστα κύριε…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Είδατε; Όχι μόνο απασχολείτε την πολιτεία που τόση βαθιά επιδεικνύει καρτερία, μα πλησιάζετε ξεδιάντροπα τους εκφραστάς της. Ξέρετε να διαβάζετε κύριε;
(δείχνει με το χέρι του μια σκισμένη ανακοίνωση)
ΟΡΕΣΤΗΣ Μα και βέβαια! Αλίμονο, κύριε! Γνωρίζω και μάλιστα καλά!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Αμφιβάλλω κύριε! Διότι εις αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να επιδείξετε υπομονή και να αναμένετε την πρόσκλησή μου! Ξέρετε κύριε το σθένος που θέλει εδώ αυτή η δουλειά, έχετε ιδέα; (το τηλέφωνο χτυπά, κάποιος κοστουμαρισμένος τρέχει, απαντά. Κάτι λέει εμπιστευτικά στον Πρόεδρο και επιστρέφει στην παρέα του.)
Βιαστείτε κύριε! Εδώ μέσα δεν είναι κατάστημα εδωδίμων ειδών! Θαρρείτε πως με τον τρόπο σας κάτι θα κερδίσετε για την υπόθεσή σας; Γελιέστε κύριε! Δίχως το τέχνασμα της απαντοχής, κύριε, είστε χαμένος!
ΟΡΕΣΤΗΣ (βγάζει το καπέλο του, σφίγγει την τσαλακωμένη του γραβάτα, σκύβει, θυμίζει υποτελή μιας άλλης εποχής.) Μα κύριε! Αλίμονο! Αν γνωρίζατε τι σεβασμό τρέφω για την αίθουσα αυτή! Και πόσο αισθάνομαι την σημασία του ρόλου σας κύριε! Αν ξέρατε πόσο βαριά ήταν τα βήματά μου!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (τώρα δίνει σημασία, αφαιρεί τα ματογυάλια του και αφιερώνεται εξολοκλήρου στον νεαρό.) Ώστε έτσι;
ΟΡΕΣΤΗΣ Μάλιστα, έτσι! Άμα χάραξε, ζύγισα καλά τις θέσεις μου. Μάλιστα κύριε! Για την ακρίβεια, έπνιξα την αγωνία μου σε δυο δάχτυλα ούζο. Το καφενείο είναι κάτω στο κέντρο, τα Χαυτεία σημαίνουν πεθαμένα νιάτα, κύριε. Και δεν έδωσα καμιά σημασία στα ξεφυλλισμένα τριαντάφυλλα, τις σαρκοφάγους, τα γρασίδια, όλα τα περιφρόνησα. Τίποτε δεν με απασχόλησε, όλη μου η καρδιά υπήρξε αφοσιωμένη στην θέρμη αυτής εδώ της υπόθεσης!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ώστε έτσι;
ΟΡΕΣΤΗΣ Μάλιστα, έτσι! Και είπα, Ορέστη κρύψου κάτω από τις φτερούγες σου, την κρίσιμη στιγμή Ορέστη δείξε θάρρος, θάρρος, θάρρος!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ώστε έτσι; Θάρρος; (θυμώνει, ανασηκώνεται από την θέση του, οι άλλοι τον πλησιάζουν, σφραγίζουν τις πόρτες, γύρω του ακροβολίζονται καπνίζοντας. )
ΟΡΕΣΤΗΣ Μάλιστα έτσι! Και είπα, Ορέστη αντί να απαριθμείς λεπτομέρειες, πάρε καλύτερα μια τελική απόφαση! Και δείξε θάρρος, θάρρος, θάρρος!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Και θαρρείτε πως έτσι θα διευθετήσετε την υπόθεσή σας; Πως με λίγο θάρρος θα γλιτώσετε την λιγοστή σας περιουσία; Κύριε, συνέλθετε, η κατάστασή σας κρίνεται εξόχως δεινή! Για την ακρίβεια, είστε μια ψυχή κολασμένη! Μια ιδέα οδύνης κάτω από τις στέγες των εργοστασίων, κύριε! Η θέση σας είναι απελπιστική, πώς φθάσατε ως εδώ κύριε; Ετούτη η πρόζα θα κάνει την βρώμικη δουλειά! Θα δείξει ποια είναι λοιπόν η αληθινή σας θέση!
ΟΡΕΣΤΗΣ Ώστε έτσι;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (οι άλλοι τώρα τον κυκλώνουν και ο πρόεδρος καπνίζει εμπρός στο πρόσωπό του. Σουλουπώνει την γραβάτα του, οι άλλοι σφυρίζουν και όλο τον πλησιάζουν με τα κατάμαυρα γυαλιά τους.) Ναι, έτσι κύριε! Μα τι αταξία βασιλεύει επάνω σας κύριε! Μα στα αλήθεια πιστέψατε πως με λίγο θάρρος και ένα φθαρμένο κοστούμι θα σώσετε την παρτίδα, κύριε;
ΟΡΕΣΤΗΣ (πλησιάζει τον πρόεδρο, οι άλλοι τώρα υποχωρούν.) Και είπα, Ορέστη, δείξε θάρρος , το μέλλον σου είναι άγνωστο Ορέστη, η γυναίκα σου για πάντα χάθηκε. Η τύχη σου ξεπεσμένη Ορέστη! Και είπα, πάρε απόψε την μεγάλη απόφαση, γίνε η σταγόνα που χύνεται στο ποτάμι, κάνε κομμάτια τα εξαπτέρυγα της ζωής σου και χάσου στον υπόκοσμο της ζωής! Είπα Ορέστη κράτα κλειστό το στόμα σου, η σιωπή σου είναι ασβέστης Ορέστη, όλα θα τα κάψει. Είπα, αυτοί εκεί είναι γίγαντες και τα χρόνια σου κυκλώνες, σύννεφα και καταιγίδες! Φύγε, χάσου Ορέστη με μια πρόχειρη τελετή γράψε τους αποχαιρετισμούς σου!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ώστε έτσι κύριε;
ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι, κύριε έτσι! (σφίγγει ο ίδιος την γραβάτα του προέδρου, εκείνος δυσκολεύεται να ανασάνει, οι άλλοι σκορπίζουν τώρα και ο πρόεδρος τρέμει από έναν άγνωστο φόβο.) Είπα, Ορέστη δώσε ένα τέλος σε αυτό το σιωπηρό παιχνίδι! Είπα, Ορέστη χάρισέ τα όλα, τα κεντήματα και τις κολαριστές δαντέλες και την ξύλινη τραπεζαρία με τα υαλικά της. Και τα κάδρα Ορέστη, είπα, σαρώνοντας τα άδεια δωμάτια. Είπα, Ορέστη πάρε το μαχαίρι, πέρνα μέσα από τις αυλές, τράβα Ορέστη ίσια στον χαμό, οι ηλικίες κυλούν και όλα τα παίρνουν μαζί τους! Μια προσευχή για το κοπάδι εκεί έξω, Ορέστη!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ώστε έτσι κύριε;
ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι κύριε, έτσι! Οι φίλοι μου στο σιδεράδικο είπαν, Ορέστη όλα βούλιαξαν και πάνε! Έτσι κύριε, ήρθα σήμερα με τον αμέριστο σεβασμό που επιβάλλει η θέση σας για να σας πω δίχως καμιά περιστροφή πως οι βιογραφίες μας δεν ζητούν πια κανένα θρύλο, πως ο δρόμος φέρνει μια βαριά μυρωδιά απελπισίας. Πως η εποχή μας γυρεύει περισσότερη ανθρωπιά, αφήνει μια κραυγή εκεί έξω για ένα κομμάτι άνθρωπο. Και πως με αυτό το λιγοστό ρετάλι του ουρανού που αναλογεί στον καθένα μας, θα είμαστε ευτυχείς κύριε. Είπα, Ορέστη λύσε από την ψυχή σου το σχοινί του χρόνου και φύγε. Τώρα τα χρόνια και τα ωροσκόπια μπερδεύτηκαν Ορέστη, τώρα απομένει σε σένα Ορέστη να σώσεις τους αρχαίους όρκους της άνοιξης. Τρέξε Ορέστη, οι καλλιγραφίες της ιστορίας πάνε, τέλειωσαν Ορέστη.
(ο νεαρός σφίγγει την γραβάτα του προέδρου που λίγο λίγο χάνει την ανάσα του και τρέμει, με ένα σκοτεινό προαίσθημα. Οι άλλοι έχουν χαθεί, όλες οι πύλες είναι ανοιχτές, ο άνεμος από την στοά όλα τα παρασέρνει, χαρτιά, αποφάσεις, πτωχεύσεις. Οι πόρτες χτυπούν, φωνές, κραυγές ακούγονται. Όλα εκείνα που διέθεταν το βάρος του μολυβιού, τώρα παραμερίζουν μαζί τις τροχιές τους. Ακούγονται σειρήνες και φωνές και τα βήματα του πλήθους. )
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (τρομαγμένος και με δισταγμό) Ώστε έτσι κύριε;
ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι, έτσι κύριε! (και ο Ορέστης χαιρόταν τόσο στο άκουσμα της φωνής του και ολοένα εκείνη δυνάμωνε. Τα ίδια λόγια, τα τεράστια σπίτια, τα αναμμένα φώτα στα χιλιάδες, μικρά παράθυρα, τα λαϊκά, ντέρτια και φίρμες των ραδιοφώνων πεταμένα σε ρεύματα ερτζιανά σκορπισμένα. Όταν η ένταση έχει κορυφωθεί απότομα χάνονται τα ανθρώπινα ίχνη και ένας σωρός πράγματα πλανώνται στην χαλασμένη σκηνογραφία.)
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.