Καίτη Παπαδάκη, Πεταλούδες

Το σκοτάδι μου ίσως να έχει όνομα. Αλήθεια, εσύ πώς θα το φώναζες αν σε ακολουθούσε; Αν μέρα-νύχτα περπατούσε τρία βήματα πίσω σου; Όχι τέσσερα, το βλέπω. Κρύβει το φως, πλησιάζει σαν σύννεφο, σκιάζει κάθε προσπάθεια χαράς. Όχι δύο. Δύο είναι πολύ κοντά. Σχεδόν σε τυλίγει, σου κλείνει το στόμα, σε αρπάζει απ’ τον λαιμό. Πάντα στα τρία βήματα ώστε να φλερτάρει με τον φόβο ή την επιθυμία σου. Εσύ πώς θα βάφτιζες ένα μαύρο σκυλί που σε παίρνει από πίσω, που κοιμάται στα πόδια σου, που ξαγρυπνά στο προσκεφάλι σου; Εγώ τελευταία το φωνάζω Κίρκη. Το ταΐζω ανελλιπώς.

Ο άντρας της Κίρκης, ο Γιάννης, δεν υπήρξε ποτέ φίλος μου. Καλός πελάτης σίγουρα, φίλος ποτέ. Πολύ άξεστος για να ταιριάξουμε. Τα έχει όλα με το παραπάνω. Καλή δουλειά, ωραίο σπίτι, εντυπωσιακή σύζυγο, παράξενους τρόπους. Όχι φίλοι δεν υπήρξαμε ποτέ. Εκείνη  δεν είναι από τις γυναίκες που μπορείς να δεις ως φίλες. Με τη Μαρία εδώ και καιρό η ζωή μας είναι στρωμένη, ήρεμη, πέρα ως πέρα βαρετή. Για πόσο μπορείς να βαδίζεις σε δρόμο ευθύ, ανεμπόδιστο; Δεν θα άφηνα τη Μαρία. Χρειάζεται κανείς λίγο φως για να βαδίσει. Όμως εκείνες οι πεταλούδες  που χορεύουν στα μάτια της Κίρκης είναι βελούδινες και –το πιθανότερο- δηλητηριώδεις.

Στη Ν. Αφρική που ζούσα θυμάμαι ένα τέτοιο είδος πεταλούδας. Μεγάλα φτερά, μαγικό πέταγμα, δάγκωμα θανατηφόρο. Ο τότε συνέταιρός μου βρήκε φρικτό τέλος από το τσίμπημά της. Το έντομο μπήκε από δική μου αμέλεια στο τζιπ της δουλειάς. Είχα αφήσει ανοιχτά τα παράθυρα και ένα φακελάκι ζάχαρη.  Η ζέστη ήταν απίστευτη, πού να κλείσεις παράθυρα; Όσο για την ζάχαρη, όποιος με γνώριζε, θα βεβαίωνε την κούραση και την αφηρημάδα μου εκείνο τον καιρό. Πέντε γραμμάρια ζάχαρης ήταν αρκετά για να γίνει το κακό. Ένα λευκό φακελάκι ανοιγμένο με ψαλίδι, αχρησιμοποίητο, τοποθετημένο στην θέση του οδηγού ήταν το κάλεσμα του θανάτου. Πήρε τρία  λεπτά από τη στιγμή που μπήκε στο αυτοκίνητο, μέχρι να περάσει το δηλητήριο στο αίμα του. Τρία ολόκληρα λεπτά. Όσα τα βήματα που απέχει από μένα το σκοτάδι. Τότε δεν είχε όνομα. Μετά άρχισα να το φωνάζω Αμπριέτ. Αυτό ήταν το όνομα της συντρόφου του. Η Αμπριέτ μού άρεσε από την αρχή. Όμως ποτέ πριν εκείνος χαθεί δεν την πλησίασα. Τώρα χρειαζόταν στήριξη, παρηγοριά, χρήματα. Τι να έκανα; Άλλωστε ήταν μόνο συνέταιρος. Φίλος; Όχι, όχι φίλος. Η σχέση μας ήταν καθαρά επαγγελματική. Μέσα σε τρία λεπτά όλη η ευθύνη της δουλειάς πέρασε σε μένα. Ευθύνη και δύναμη. Ο Ιάκωβος δεν είχε συγγενείς. Όλα περάσανε στα χέρια μου. Αμπριέτ σημαίνει γεμάτη φως. Με λέξη λαμπερή το σκοτάδι μ’ ακολουθούσε ακόμα πιο πιστά. Αργότερα το τίναξα από πάνω μου , έφυγα μακριά. Νόμιζα πως το ξεφορτώθηκα. Η Κίρκη είναι άλλο σύννεφο. Πιο συμπαγές, πιο πυκνό. Όσο πλησιάζεις σε καταπίνει. Κάνεις να φύγεις, μα δεν μπορείς. Δεν μπορείς, ακόμα κι αν θέλεις.

Προχθές η Κίρκη ήρθε στο μαγαζί. Αγόρασε ανθούρια και αγάπανθους. Έτυχε να βρίσκεται εκεί η Μαρία. Της ξέφυγε πως τα εισάγω απ’ ευθείας από την Αφρική. Πως όταν ζούσα εκεί είχα ανακαλύψει κάτι άκρες… Θύμωσα μαζί της και ίσως δεν έπρεπε. Έβαλα τις φωνές, έμεινε να με κοιτά αποσβολωμένη. Το ίδιο και η Κίρκη. Ομολογώ παραφέρθηκα. Δεν το συνηθίζω. Όμως δεν ήθελα να μάθει τίποτα για το παρελθόν. Όχι ακόμα. «Έζησες στην Αφρική Τάσο; Δεν το γνώριζα. Όλο κάτι νέο αποκαλύπτεται για σένα». Οι πεταλούδες στα βλέφαρά της μου φάνηκε πως φτερούγισαν απειλητικά. «Ήταν μόνο για μικρό διάστημα. Θα μπορούσες να το πεις σύντομη εξωτική εμπειρία. Πίστεψέ με, τίποτα παραπάνω». Πήρε τα λουλούδια κι έφυγε, αφήνοντας στο αίμα μου ανεπαίσθητη δόση από δηλητήριο. Εξήγησα στην Μαρία πως δεν θέλω να θυμάμαι τι έγινε τότε. Πως η απώλεια του φίλου και συνεργάτη μου, μού κόστισε πολύ , όπως άλλωστε ήξερε κι η ίδια. Με αγκάλιασε. Για λίγο πέρασε μια δέσμη φωτός από το παράθυρο. Ήρθε εκεί, ανάμεσά μας, σφήνωσε λες και ήτανε σπαθί. Το σκοτάδι αλυχτούσε νηστικό. Έψαχνε κρύπτη, να γλιτώσει τη διάλυση.

Άφησα για λίγο το μαγαζί, πετάχτηκα μέχρι το σπίτι της Κίρκης. «Ξέχασα πριν να σου δώσω συντηρητικό διάλυμα για τα λουλούδια» θα της έλεγα. Θα έψαχνα ευκαιρία να περάσω μέσα. Ίσως για να φτιάξω τα βάζα ή για να δω τις ορτανσίες, που εδώ και μέρες όπως λέει, έχουν όψη ασθενική. Καθώς χτυπούσα το κουδούνι, άκουσα από μέσα φωνές. Οήχος κρύσταλλου που σπάει, με ξάφνιασε. Αν κρίνω από την ένταση  και την διάρκεια του θορύβου, θα πρέπει να ήταν κάποιο βάζο, που έπεσε με δύναμη στο πάτωμα. Την πόρτα άνοιξε ο Γιάννης αλαφιασμένος. Η ανθοδέσμη βρισκόταν ριγμένη στο πάτωμα, ανάμεσα σε θραύσματα. Του εξήγησα πως οι αγάπανθοι θ’ αντέξουν το πολύ μισή ώρα ακόμα χωρίς νερό. Του έδωσα το συντηρητικό. Πριν γυρίσω να φύγω, εμφανίστηκε η Κίρκη  πίσω του να κοιτά περίεργη. Η περιέργεια και ο θυμός έκαναν πιο ελκυστικό το ήδη ακαταμάχητο πρόσωπο. «Αλήθεια Γιάννη , θα ήθελα να ξέρω-έχω ξεχάσει να κάνω αυτή την ερώτηση- αν είσαι σε κάτι αλλεργικός. Αν η γύρη ή τα αρώματα των φυτών σου δημιουργούν κάποιο πρόβλημα. Είναι μια τυπική ερώτηση που κάνω σε όλους τους πελάτες» ξεστόμισα, χωρίς να θυμάμαι να έχω ρωτήσει ποτέ κάποιον άλλο πελάτη μου.

*

©Καίτη Παπαδάκη