Από τις εκδόσεις Ποταμός
✼
Το σίγουρο είναι πως εγώ, η Μυρσίνη Καρθαγένη, η μάνα του Μανώλο Kαρθαγένη –που ήταν φίλος του Λουκά Σούρπη και του Βασιλάκη Σούρπη–, εκείνο το απόγευμα μπήκα στο άδυτο του 17 της Λέοντος Σγουρού και βρέθηκα εκεί μαζί με την κυρία Ξένη και μαζί με τη Ροδοθέα –την κόρη της Ξένης και τη μάνα του Λουκά και του Βασιλάκη–, που ήταν φευγάτη στο δωμάτιο. Και το πρώτο που σκέφτηκα –όταν είδα αφημένα τα σημάδια της παντού–, ήταν να γυρίσω πίσω και να φύγω. Αλλά έμεινα και προχώρησα πίσω από την Ξένη, υπνωτισμένη σχεδόν και τιθασευμένη από τον μονόλογό της, ώσπου κάθισα σε μια καρέκλα και ζήτησα της Ξένης το τσιγάρο που της είχα αρνηθεί. Κι όση ώρα κάπνιζα στην καρέκλα ρίχνοντας τις στάχτες στο τασάκι της Ροδοθέας, αφομοίωνα –απρόσκλητη– τη μία και μοναδική ιστορία που ξετυλιγότανε –αδιάκριτα και χωρίς να το επιδιώξω– μπρος στα μάτια μου, και που αίφνης έσμιγε με τη δική μου. Και κατάλαβα πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να παραμείνω βουβή, αφήνοντας το βλέμμα μου να πλανηθεί στους λεκέδες του ταβανιού και στα φθαρμένα χρώματα, να περάσει στον ακατοίκητο καναπέ και να ακουμπήσει τα ξεφτισμένα στρωσίδια και τις βουάλ κουρτίνες με τη μυρωδιά της υγρασίας, από την είσοδο μέχρι το κατάκλειστο δωμάτιο. Όλα όσα είχα ακούσει από το στόμα της Ξένης μέχρι τώρα, παρήλαυναν μπροστά μου σε σελίδες γραμμένες με μελάνι, που τις έπαιρνε ο αέρας έξω στον ήλιο και ξεθώριαζαν. Κι όλα όσα η ίδια είχε ζήσει χάνονταν. Και μόνο τα αφώτιστα δωμάτια και η κλειστή πόρτα, με τα σφαλιστά παράθυρα και τη μυρωδιά των υφασμάτων, συνέχιζαν να διηγούνται την ιστορία, την ανθολογημένη από την απουσία της Ροδοθέας. Ύστερα από αυτό εγώ σηκώθηκα από την καρέκλα γιατί δυσκολευόμουν να αποτελειώσω το τσιγάρο στο τασάκι της – όσο εκείνη επέμενε να παραμένει κλεισμένη στο δωμάτιο. Σηκώθηκα λέγοντας, ωστόσο, στον εαυτό μου, μείνε Μυρσίνη, αυτό που πρέπει να δεις, ήρθε η ώρα να το δεις. Αλλά σηκώθηκα με την καύτρα στο χέρι, αποφασισμένη και σίγουρη πως η Ροδοθέα κάπνιζε κι εκείνη στο άλλο δωμάτιο – μέσα στα σκοτάδια–, και σκέφτηκα πως σ’ αυτή τηνεπίσκεψη ίσως είχα οδηγηθεί μόνο και μόνο για να τη συναντήσω. Σηκώθηκα έχοντας στ’ αυτιά μου τη σπαρακτικά επίμονη ωδή της κυρίας Ξένης. Πόσην ώρα κατέβαινα τη σκάλα με τους βασιλικούς; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι στο τελευταίο σκαλοπάτι έκανα στροφή –καθόλου δεν ήθελα να φύγω, οφείλω να το παραδεχτώ– και επέστρεψα χωρίς κανένα πρόσχημα, κόκκινη από ντροπή –το αισθανόμουν και αυτό–, και στάθηκα, όπως και πριν, στην εξώθυρα του σπιτιού. Ήμουν έξω, με το ένα χέρι να βαστάει το πόμολο της πόρτας και το άλλο τον βασιλικό. Για πόσην ώρα; Δεν ξέρω. Ξέρω πως είδα στο βάθος μια σκιά· είδα μια πόρτα να ανοίγει –η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, του μπάνιου ή ίσως μια κουρτίνα;– και να βγαίνει η Ροδοθέα, η οποία είχε καταφύγει εκεί στο διάστημα της επίσκεψής μου. Ύστερα προχώρησε προς εμένα, πλησίασε και κοιταχτήκαμε. Ήταν ελαφρά βαμμένη στο πρόσωπο και όμορφα ντυμένη, με μια πράσινη φούστα και μια ηλεκτρίκ ζακέτα φορεμένη αρκετά – από αυτές που μπορεί να βρει κανείς στην αμερικάνικη αγορά. Τα παπούτσια της ήταν ξώφτερνα, με τακούνι και λουράκι που έδενε στους αστραγάλους. Και μου φάνηκε πως τη γνώριζα τη Ροδοθέα ως την παραμικρή της λεπτομέρεια, γιατί είχαμε προλάβει να τα πούμε οι δυο μας – και μας έφτασε η ώρα όσο καπνίζαμε, αυτή στο σκοτεινό δωμάτιο κι εγώ στο μεσιανό, να αναγνωριστούμε σαν δυο ζώα της ίδιας αγέλης που το ένα οσμίστηκε το άλλο. Αλλά τώρα αυτή, η τελευταία εικόνα στο κατώφλι του σπιτιού, ήταν σκηνή ταινίας του βωβού σινεμά, χωρίς υπότιτλους και ενδιάμεσες επεξηγήσεις. Με κοίταξε λες και κάποια στιγμή της ζωής της να είχε θελήσει το ίδιο που είχα θελήσει κι εγώ. Η Ροδοθέα γνώριζε τον εαυτό της και επουδενί σκόπευε να τον αλλάξει. Με κοίταζε, και το βλέμμα της έλεγε: είμαι αυτό που είμαι. Κι εγώ, το πρώτο που ήθελα να τη ρωτήσω ήταν αν φοβόταν αυτό που είναι, γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι φοβόταν, και ακόμη ήθελα να της πω πως εγώ φοβόμουν πολύ, και πως τι όνειδος βρε παιδί μου, να γεννάς παιδιά και να φοβάσαι, και τι να την κάνεις την αλήθεια ότι όλοι μας φοβόμαστε κι ότι αγρυπνάμε και ξυπνάμε παρέα με τον φόβο, αφού εσύ, Ροδοθέα, αύριο πρωί θα φύγεις με το λεωφορείο για να χαθείς μέσα στο πλήθος, και θα ’ρθεις υστερότερα φάτσα με φάτσα με τον αέρα της εκεί-έξω αλήθειας σου για να διαπιστώσεις, ίσως, πως θες να επιστρέψεις αυθωρεί στην εδώ-πίσω, και μετά από αυτό θα τη ρωτούσα πότε θα ξανάρθει, κι ύστερα θα της έλεγα να μην ανησυχεί, και πως εγώ τώρα, μέσα από σένα Ροδοθέα, παλεύω τους δικούς μου τρόμους, αυτό κάνω, όμως, αχ βρε Ροδοθέα, δεν θα μπορούσε ίσως κάτι να αλλάξει, κάτι ίσως να προλάβουμε να διορθωθεί νωρίτερα, και ακόμη… Εν τω μεταξύ βρισκόμουν ακόμη στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας –με τους τενεκέδες και τους βασιλικούς–, τα πουλιά φτεροκοπούσαν στη μεσαυλή και οι τρίλιες τους ακούγονταν καθαρότερα εδώ, ανάμεσα στις άνυδρες πέτρες, ακριβώς εκεί που εγώ νόμιζα πως δεν θα ακουγόταν ποτέ καμία μελωδία.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.