Από τις εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα, 2022, σ. 50.
«—…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια» Γιώργος Σεφέρης [1]
Η ποιητική συλλογή Οι Άκανθες των αιώνων, εκδόσεις Δρόμων, 2022, αποτελεί το παρθενικό ποιητικό ξεκίνημα της Μένης Πουρνή, όπου καταθέτει με πρωτοτυπία τον προβληματισμό της σχετικά με την ιστορική μνήμη και την πολιτισμική καταγωγή και ταυτότητα του σύγχρονου Έλληνα.
Το εξώφυλλο και σελίδες του βιβλίου κοσμούν σχέδια της Christine Mesnard.
Ο τίτλος που γεννά ερωτήματα και η προμετωπίδα « Μια λέξη έπεσε στο χαράκι του χρόνου/ γεννήθηκε ένα ποίημα» κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από 26 ποιήματα, χωρισμένα σε δυο ενότητες,την πρώτη με τίτλο «Χθες» και δεκατέσσερα από αυτά, και τη δεύτερη «Σήμερα» με τα υπόλοιπα ένδεκα. Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για ολιγόστιχα ποιήματα με ελεύθερο στίχο και πεζοποιήματα, με λιτό, υπαινικτικό και προφορικό λόγο διανθισμένο με λόγιες λέξεις, και ύφος ήπια σαρκαστικό και καυστικό, με εικονοπλασία, μεταφορές, αλληγορίες και διακειμενικές συνομιλίες.
Η Πουρνή αξιοποιεί τις γνώσεις της στην ιστορία και την αρχαιολογία για να δομήσει τα ποιήματά της και να καταθέσει τον στοχασμό της ενώ παράλληλα παραθέτει πλούσιες σημειώσεις που διευκολύνουν τον αναγνώστη στην πρόσληψη και κατανόηση. Η πρωτοτυπία της ποιητικής συλλογής έγκειται στον τρόπο που αξιοποιεί τα τα ιστορικά δεδομένα και αρχαιολογικά μνημεία σε συνδυασμό με τη θεματολογία της, η οποία ξεφεύγει από τα συνήθη υπαρξιακά ερωτήματα, διαπροσωπικών σχέσεων και εσωτερικών συγκρούσεων, ερωτικών ματαιώσεων, αναζήτησης του εαυτού, αυτοπραγμάτωσης κλπ. Την Πουρνή την απασχολούν συλλογικά θέματα ιστορικής μνήμης και πολιτισμικής ταυτότητας, την απασχολεί το “εμείς” ως συλλογική ιστορική διαδρομή κι ενιαία πολιτισμική συλλογικότητα αξιών και ιδεών. Για να μιλήσει για όλα αυτά περιδιαβαίνει αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, παρατηρεί, μελετά και στοχάζεται θίγοντας το θέμα της εθνικής ταυτότητας του σύγχρονου Έλληνα και την διαφαινόμενη κρίση.
Άραγε διαφέρει «Ο άνδρας από τη Μοτύη» από τον σύγχρονο Έλληνα; «Μάλλον δε ελληνοπρεπής παρά Έλλην. / Χαμένος σ’ έναν άχρονο ρυθμό. / Άχειρ, σαν άνθρωπος μπροστά στο παρελθόν.». Μάλλον τον περιγράφει για να σκιαγραφήσει μέσα απ’ αυτόν τον νεοέλληνα.
Στο ποίημα «Ο Σωκράτης στη Λάρισα» (σ. 14) το ποιητικό υποκείμενο θέλει τον Σωκράτη να καταφεύγει στη Λάρισα, όμως κι εκεί αποφασίζει να πιει το κώνειο. «Θα πιω λοιπόν το κώνειο, να δικαιωθεί η ιστορία. Ούτε στη Λάρισα είναι αργά.» δηλώνει σαρκάζοντας τους ρητοροδιδασκάλους του τίποτα, ενώ σε άλλα ποιήματα θίγει μεμπτά στοιχεία του πολιτισμικού παρελθόντος όπως στο «Ευριπίδης της Αθήνας» (24) ή στο «Cava Dei (Graeci) Tyranni» (σ. 17), αφιερωμένο στη μνήμη του Γ. Σεφέρη, όπου συνομιλεί με τον ποιητή με αναφορές στο ποίημα του «Τελευταίος σταθμός» σχολιάζοντας το θέμα της τυραννίας και της πολιτικής έκπτωσης και εξάρτησης, «Ίσως να έρχονταν νέοι τύραννοι, ίσως και να έμεναν οι παλιοί.». Το ίδιο και στο ποίημα «Φαύλος κύκλος» (σ. 18), όπου αναρωτιέται στο ταξίδι, την ουσία και το νόημά του αναφέροντας ειρωνικά τους συνέλληνες που μεταφέρουν ιστορικά κειμήλια «ροκανίζοντας την αστραφτερή πραμάτεια» ασταμάτητα. Στο «Καταμεσήμερο στον ναό C» το οποίο αναφέρεται στον ναό Σελινούντα στη Σικελία αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα, όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις του βιβλίου, το ποιητικό υποκείμενο υποδύεται μια γυναίκα που μαζεύει από τις ρωγμές των κιόνων γκρίζες κλωστές τις δένει και τις θάβει στο χώμα «– γιατί χάνονται πια κ’ οι θεοί στον ευθύγραμμο κόσμο μας.» (σ. 20). Στο ποίημα «Η κοιλάδα των θεών» (σ. 21) βλέπει μόνο αθάνατους κάκτους και φραγκόσυκα καθώς «οι θεοί έχουν πεθάνει», κολόνες και επιστύλια δίπλα σε άκανθες των αιώνων, όπου οι ιδέες και οι αξίες έχουν εκπέσει σε «Αφηρημένες έννοιες, πεσμένους κολοσσούς», ενώ στην κατακλείδα του ποιήματος «Τρισκελές» (. 23) θα πει: «Λες και οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες, / όπου κι αν πηγαίνουν…»
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Σήμερα» η ποιήτρια εκφράζει την ανησυχία της για τις επιδράσεις και εξαρτήσεις της σύγχρονης ελληνικής πολιτισμικής πραγματικότητας από ξενόφερτα κυριαρχικά στοιχεία, αναζητώντας καταφυγή στην ορθή θέαση και μνήμη των ιστορικών καταβολών, στη γνώση, στο όνειρο και στο ονειρικό, στις λέξεις και τη γραφή, αλλά και στη ίδια τη φύση και τη ζωή.
Στο ποίημα «Νέα Υόρκη, οδός Ανν Σέξτον» (σ. 27) οι στίχοι «σαν να μην είναι αποκάλυψη η ζωή πια / ούτε η ίδια η ποίηση» αναδύουν μια ατμόσφαιρα ματαιότητας και κενού, που ωστόσο οι λέξεις ξαναέρχονται να την ανατρέψουν επισημαίνοντας την παρηγορία της γραφής: «γιατί οι λέξεις βρήκαν τα λόγια και γράφουν ξανά». Στο ποίημα «Εκτελώ [Έφηβος επανάστασης]» (σ. 28), το ποιητικό υποκείμενο μέσα από μια υπέροχη μεταφορά και εικονοπλασία επικαλείται την ποίηση πέρα από την ποίηση, την ίδια τη ζωή δηλαδή που χαρίζει γενναιόδωρα όσα δεν δίνει το βιβλίο «Όσα δεν δίνει το βιβλίο / γενναιόδωρα τα χαρίζει η ζωή / επάνω στα φτερά ενός γλάρου. // Σα να ‘ναι τα κύματα πιο γρήγορα από τα γράμματα.». Το άτιτλο ποίημα της σ. 35 αποτελεί μια ελεγεία της απώλειας βίωσης και νοήματος για τους διψασμένους της ζωής στα πογκρόμ των απελπισμένων, ενώ στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Κρυπτομνησία» (σ. 38) αναζητά ν’ ανασύρει τη μνήμη και τη φαντασίωση της ανάμνησης μέσα από το ονειρικό.
Κρυπτομνησία
Σαν χαμένος παράδεισος έμοιαζε
Κρυμμένος κάπου
σε πρώιμο εφηβικό όνειρο.
Φάσμα ή πραγματικότητα
αδύνατο να πεις.
Προφανέστατα, υλικό κρυπτομνησίας.
Η Μένη Πουρνή με την ποιητική συλλογή της Οι Άκανθες των αιώνων καταθέτει έναν ουσιαστικό προβληματισμό σχετικά με την απώλεια της πολιτισμικής μνήμης, βασικών αξιών και κοινών τόπων, περιδιαβαίνει αρχαιολογικούς χώρους και ανάμεσα στα αγάλματα εντοπίζει φυσικούς και συμβολικούς άκανθες που μπήγονται μέσα μας και πονούν από το χθες έως το σήμερα για το ουσιαστικό που χάνουμε ως άτομα και ως συλλογικότητα μιας ενιαίας πολιτισμικής καταγωγής, καθώς τείνουμε να απολέσουμε τη συνοχή και συνέχεια της συλλογικής μας ταυτότητας. Επικαλείται την ιστορική μνήμη προσδοκώντας προσπάθειες εσωτερικών διεργασιών αυτοσυνειδησίας, προσπάθειες επαναπροδιορισμού της ελληνικότητας και της ταυτότητας του σύγχρονου Έλληνα, ενώ παράλληλα προτάσσει τη μελέτη και την αναζήτηση διδαχής και γνώσης στην ζωή και τη φύση, καθώς και την παρηγορία της γραφής.
__________________
[1] «Β’ Ο ηδονικός Ελπήνωρ»: Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος,
1967, σ. 227.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.