Αργύρης Κόσκορος, Τέφρα

Η άκαμπτή του στωικότητα έστρεφε τα δάκρυα εντός χωρίς να βγαίνουν και να μας πνίγουν. Μια μύγα που χόρευε τον δικό της ανεξάρτητο απ’ τους ψαλμούς χορό, ήρθε και κόλλησε στο μάγουλό του. Μίσησα βαθιά αυτή τη μύγα που τίποτα δεν καταλάβαινε, μα δεν τόλμησα να τη διώξω μη και με την κίνηση αυτή δείξω ασέβεια· με νίκησε.

Μαυροντυμένη στεκόσουν πλάι μου, καθρέφτης της θλίψη μου. Βγαίνοντας έξω, ο ήλιος μάς βρήκε μπόσικους όσο εμείς σκεφτόμασταν άλλα. Ευτυχώς, το λεωφορείο που ήρθε αργότερα είχε κλιματισμό, κι εγώ είχα εσένα. Αυτός θ’ ακολουθούσε μόνος του, αφήνοντας τις σκέψεις μας μόνο πάνω του σα σκιές νεκρών που αρνούνται ν’ αφήσουν τα εγκόσμια. Θα τον βλέπαμε για άλλη μια φορά όταν θα φτάναμε στο τέλος της πορείας.

Η διαδρομή ήταν όσο αδιάφορη χρειαζόταν για να στραφούμε σ’ όσα αγάπησε, δηλαδή ο ένας στον άλλον· κοιτάζοντας όλους, και πιο πολύ εσένα, τον ένιωσα πάλι κοντά μου. Φτάνοντας, με το ζόρι διακρίναμε την πινακίδα και αναγνωρίσαμε το κτίριο· αντικρίσαμε ένα οικοδομικό τετράγωνο λευκό και φροντισμένο σαν ανακαινισμένο εργοστάσιο. Στην υποδοχή βρήκαμε ευγενικούς νεαρούς και νεαρές να μας χαμογελούν πίσω απ’ τις διάφανες μάσκες τους, καλοντυμένους και κομψούς σαν υπαλλήλους ξενοδοχείου. Στη σάλα για τους επισκέπτες μάς σέρβιραν παξιμάδια, κονιάκ κι ένα φλιτζάνι θλίψη, σκέτη ή μέτρια. Σ’ ένα άνοιγμα σαν πόρτα στη μέση του διαδρόμου προσέξαμε μια σειρά από μεγάλα βάζα μ’ ένα καπάκι από πάνω σε διάφορα σχέδια και χρώματα. «Αμερικανιές», ψέλλισε κάποιος απ’ την παρέα χωρίς οι υπόλοιποι να του δώσουμε σημασία. Ακριβώς απέναντι βρισκόταν αυτός σφραγισμένος σε ξύλο χλομό σα φρέσκια σανίδα. Δεν μας τον άνοιξαν, ανήκε ήδη στις φλόγες που τον περίμεναν.

Πάνω απ’ το χαμηλό ταβάνι υπήρχε κάτι σα φωταγωγός, που έλουζε το ξύλο μ’ αχτίδες. Όλα εκεί έδειχναν καινούργια και τακτοποιημένα, μόνο αυτός έμοιαζε να ‘χει το παρελθόν του. Μας ήρθε τότε η επιθυμία να τον νιώσουμε, ν’ αγγίξουμε το ξύλινο ντύμα του. Άλλος διάλεξε το σημείο που βρίσκονταν τα χέρια, η κοιλιά, τα πόδια. Εσύ κι εγώ διαλέξαμε το κεφάλι, τη σιωπηλή πια μήτρα όσων μας χάρισε. Όπως γέρνανε τα δάκτυλά μας το ένα αντίκρυ στο άλλο, έμοιαζε η εικόνα αυτή καρέ από ταινία· θυμήθηκα πόσο του άρεσε το σινεμά. Κι ύστερα προχώρησε το μυαλό μου στο επόμενο καρέ, τα δάχτυλά μας να πλησιάζουν και να ενώνονται, στο μεθεπόμενο, να μπαίνουμε στις δικές μας φλόγες· συνήλθα και ντράπηκα, στιγμή τέτοια που ήταν. Ύστερα όμως φαντάστηκα πως η σκέψη αυτή θα του άρεσε· και η ψυχή μου ζεστάθηκε.

*

©Αργύρης Κόσκορος

φωτο: Στράτος Φουντούλης