Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ο τόπος μέσα μας [Μια κριτική ανάγνωση της Αθηνάς Παπανικολάου]

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ο τόπος μέσα μας, εκδόσεις Αρμός

Mακριά από βραβεία και δημόσιες σχέσεις ζουν κι αναπνέουν συγγραφείς και βιβλία με λόγο γνήσιο, πηγαίο, ζωντανό, μιας κι η ζωή δεν είναι κάτι έξω από τη γραφή τους, ένα εξωτικό αντικείμενο άξιο παρατήρησης και καταγραφής, με τον συγγραφέα απόμακρο κι  «αναίσθητο» φωτογράφο τοπίων. Η γραφή τους είναι ο ίδιος ο βιωμένος τόπος κι ο χρόνος, οι άνθρωποι κι η περιπέτεια τους, η δική του διαδρομή και το στίγμα της μέσα του και μέσα μας, χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς μεγαλοστομίες και ύμνους για ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ ευκολοβίωτο και ανθοστολισμένο. Τέτοιου βιβλίου ολοκλήρωσα την ανάγνωση κι ένιωσα την ευφορία ψυχής που μεταφέρει η θαυματουργή δύναμη των διηγημάτων του, γιατί οι λέξει με την αλήθεια τους είναι τα εικονίσματα που προσκυνώ. Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκ Σερρών ορμώμενη, έγραψε τα 50 διηγήματα στο «Ο τόπος μέσα μου» εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, και μας έδωσε ένα εσωτερικό λογοτεχνικό ταξίδι και στα δικά μας τοπία, με λόγο οικείο και δωρικό, χωρίς να παρασύρεται από το ποιητικό της ταλέντο, χωρίς περιττά στολίδια και εξιδανικεύσεις, γιατί η συγγραφέας πρωτίστως είναι ποιήτρια κι άνετα θα μπορούσε να μεταφέρει το κλίμα της ποιητικής αφαίρεσης στις ιστορίες της. Δεν το έκανε, εκτός από το πρώτο διήγημα «Κι έγινε δέντρο που μιλούσε στη σιωπή» που λειτουργεί ως ποιητική εισαγωγή σε ό,τι θα ακολουθήσει. Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη υπήρξε μετανάστρια στη Σουηδία όπου και σπούδασε την Κλινική Ψυχολογία. Έζησε στην κοινότητα των Ελλήνων μεταναστών αλλά όχι αποκομμένη από την Σουηδική πραγματικότητα, η οποία γίνεται κοινωνικό φόντο σε κάποιες από τις μικρές της ιστορίες. Επέστρεψε στον τόπο της και εργάστηκε ως ψυχολόγος. Οι πολλαπλές ταυτότητες που αποκτά σε όλη αυτή τη διαδρομή κι η επιστημονική της επάρκεια σε έναν κλάδο που χαρίζει τη γνώση και τη δυνατότητα να εμβαθύνει στον ψυχισμό ανθρώπων και λογοτεχνικών ηρώων, αποτελούν το στέρεο και γόνιμο έδαφος που τροφοδότησε τα πεζά κείμενα της. Έτσι οι λεπτές παρατηρήσεις της φωτίζουν τα κίνητρα των πράξεων, αιτιολογούν πάθη και συμπεριφορές, μας δίνουν την ευκαιρία να διεισδύσουμε και μεις στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής, να παρακολουθήσουμε τις μεταπτώσεις, να προβληματιστούμε, να θυμηθούμε οικείες εικόνες, να συγκινηθούμε. Κόρη προσφυγικής αγροτικής οικογένειας που περνά την εφηβεία της στη περίοδο της χούντας, πρώτη εσωτερική μετανάστευση για το Γυμνάσιο κι απομάκρυνση σε τρυφερή ηλικία από την θαλπωρή του πατρικού σπιτιού, μετανάστρια στο Βορρά για σπουδές, πρώτος έρωτας, φιλίες, η Σουηδία κέντρο του αντιστασιακού αγώνα εναντίον των συνταγματαρχών της χούντας, η διαχρονική ερήμωση της Μακεδονικής ενδοχώρας που επιτείνεται από τα δραματικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Ο Εμφύλιος, οι διώξεις που ακολούθησαν, η φτώχεια κι η ανεργία που οδήγησαν στην εγκατάλειψη της υπαίθρου και στην αστικοποίηση, η χούντα και το νέο κύμα εξωτερικής μετανάστευσης λειτουργούν ως το σταθερό υπόστρωμα που πάνω του θα κινηθούν τα λογοτεχνικά της πρόσωπα σε αρκετά διηγήματα. Ύστερα η επιστροφή στα πάτρια χώματα, η εργασία, η οικογένεια, τα παιδιά συνθέτουν το  δεύτερο σκηνικό και δίνουν υλικό σε άλλες ιστορίες, ενώ κτήρια, δρόμοι, σχολεία, πρόσωπα, επιβατικοί σταθμοί ανακαλούν κι ανασυνθέτουν το παρελθόν με την οδυνηρή όμως και συνάμα λυτρωτική επίγνωση πως τίποτε δεν είναι ίδιο, ο τόπος έξω άλλαξε αλλά ο μέσα τόπος είναι αυτός που συντηρεί τη μνήμη και ολοκληρώνει την ταυτότητα της συγγραφέα  και του αναγνώστη που ταυτίζεται με το οδοιπορικό της. Το ταλέντο της γραφής της φανερώνεται στον τρόπο που ανασυνθέτει όλο αυτό το υλικό της μνήμης. Δεν νεκρανασταίνει πρόσωπα και τοπία σβησμένα από καιρό. Αντίθετα, αυτά είναι τόσο ζωντανά που θαρρείς πως αναπνέουν μέσα στα κύτταρα των λέξεων της, βαδίζουν εντός μας, καθώς ο χρόνος πλέον διαστέλλεται ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα και όλα φωτίζονται ήρεμα, συγκαταβατικά, καθόλου διακοσμημένα με ψεύτικα στολίδια νοσταλγικής ηθογραφίας. Αντίθετα δίνονται στις διαστάσεις της συλλογικής ιστορίας που χάραξε μεν αλλά δεν εξαφάνισε τα πρόσωπα και τον ατομικό τους χάρτη. Ρεαλιστική αφήγηση και συνάμα τρυφερή αυτοβιογραφική κατάθεση σε εξαιρετική ισορροπία κι εναλλαγή τρίτου και πρώτου ρηματικού προσώπου με ποιητικές πινελιές. Η συγγραφέας μας δωρίζει πολύτιμη λογοτεχνική μαρτυρία του ξεριζωμού, της μετεμφυλιακής επαρχίας, της βίας των κλειστών κοινοτήτων, των πέτρινων χρόνων της πρόσφατης ιστορίας μας, των ανθρώπων της, των τόπων μέσα της που είναι λιγότερο ή περισσότερο  και δικοί μας τόποι. Περπάτησα μαζί της, αποχαιρέτησα μετανάστες, μπήκα σε κάμαρες κλειστές από χρόνια, κάθησα σε θρανία, χόρεψα, τραγούδησα, χαμογέλασα γλυκόπικρα, κήδεψα ανθρώπους, άνοιξα παράθυρα στη μνήμη και είδα μορφές κορυφαίες όπως η «μπάσταρδη» Ανδρονίκη να μπαίνουν στο χορό σαν ηρωίδες αρχαίας τραγωδίας, σαν κόρες δημοτικού τραγουδιού και σαν πρωταγωνίστριες ασπρόμαυρης παλιάς ταινίας. Ομολογώ πως ζήλεψα τη γραφή της Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη, βούρκωσα σε πολλές σελίδες και πώς αλλιώς, αφού ο Τόπος μέσα μας χτίστηκε και στοιχειώθηκε με πολλές θυσίες κατ’ απαίτηση του έτερου συνοδοιπόρου του, του Χρόνου.

*

  • Η ©Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος, εργάζεται σε Δημόσιο Σχολείο στη Θεσσαλονίκη κι είναι φιλαναγνώστρια.

❇︎