Νίκος Στέφανος Κωσταγιόλας, Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα

❇︎

Στο μέρος που διάλεξα να ζήσω
δεν υπάρχουν αναμνήσεις
να με κάνουν να υποφέρω
μονάχα δεσποινίδες που προσμένουν τον έρωτα
περπατώντας αμέριμνα χωμένες
κάτω απ’τα καπέλα τους·
κρυμμένες
πίσω απ’τα κασκόλ τους

Στο μέρος που διάλεξα να ζήσω
δεν υπάρχουν λάθη να ξορκίσω
μονάχα δρόμοι ορθάνοιχτοι που απλώνονται
πεντάρφανοι μπροστά μου
χωρίς πληγές,
χωρίς αμυχές,
κ ί β δ η λ ο ι

Στο μέρος που διάλεξα να ζήσω
δεν υπάρχουν αυτιά
πρόθυμα ν’ αφουγκραστούνε τις φωνές των άλλων
παρά μόνο χέρια απλωμένα που ζητούν,
–και ζητούν, και ζητούν–
αδιαφορώντας για τη διάθεσή σου
να δώσεις οτιδήποτε

Το σιντριβάνι, η παλαιά πόλη,
οι δρόμοι,
τα κτήρια
γυρεύουν να σε συνθλίψουν
μέσ’ στη γελοία γεωμετρία τους
ώσπου να γίνεις κι εσύ ο ίδιος ένα μάτσο ευθείες,
ομαλός και ακίνδυνος

Οι καμπάνες ηχούν ανά μισάωρο εδώ
ίσως για να σου θυμίζουν πως,
μέσα στο κουρασμένο στήθος σου
κρύβεται μια καρδιά που ακόμα
επιμένει να χτυπάει
λες και σε κάτι να προβάλλει
λυσσαλέα αντίσταση
με κάθε της παλμό.
Ίσως και πάλι να χτυπούν εδώ
με τέτοια συχνότητα οι καμπάνες
ως κάποιου είδους μνημόσυν’ υπενθύμιση,
ως κάποια ελεγεία για τον παραμικρό ίσως χρόνο
που οι θνητοί αποσπασμένοι σπαταλάμε
από την όποια παραγωγικότητα

Εδώ τρως τόσο βιαστικά
που ύστερα βαρυγκομά το στομάχι για ώρες
ίσως για να σε κάνει να μετανιώσεις
που αποχωρίστηκες την αδράνεια υποκρινόμενος
έστω κι εφήμερα,
πως είσ’ ελεύθερος

Ναι, έτσι πάει εδώ.
Τρως βιαστικά, κοιμάσαι βιαστικά, μιλάς βιαστικά,
περπατάς βιαστικά
μα πάνω απ’ όλα ζ ε ι ς βιαστικά,
σ’ αυτό το φαύλο κύκλο της ελάχιστης διάδρασης
με τους γύρω σου.
Ναι, έτσι πάει εδώ,
στο μέρος που διάλεξα να ζήσω δεν παίζουμε,
“it’s the real deal” που λέμε
–υπό πολλαπλά πρίσματα–

Ξέρεις, στο μέρος που διάλεξα να ζήσω
οι άνθρωποι είναι ώριμοι,
τόσο ώριμοι μάλιστα που λέγεται
πως έχει καθιερωθεί εθιμοτυπικά
κάποιο πρωί τριγύρω στα δεκάξι τους
να στραγγαλίζουν τα όνειρά τους
στο νιπτήρα καθώς νίβονται
κι ύστερα στην πλάτη τους να δένουνε βαρίδια
για να πατάνε, λέει, πιο σίγουρα στη γη

«Αστυνομία», φώναξε κάποιος,
«Αστυνομία, δολοφονούνε τη ζωή», ξαναφώναξε
καταδεικνύοντας του βασιλιά τη γύμνια
μα η φωνή του έσβησε σαν ψίθυρος
μέσ’ στην οχλαγωγία των ανερμάτιστων
κι αμέσως σίγησε από ντροπή
καθώς ήτανε φαίνεται λιγάκι παραπάνω αιθεροβάμων
–πράγμα για τον τόπο ανεπίδεκτο–

Ήταν ίσως, βλέπεις, ο μόνος ντυμένος,
μ ό ν ο ς
μέσα σε μια θάλασσα γυμνών
και στο μέρος που διάλεξα να ζήσω
οι ντυμένοι να το ξέρεις
πάντοτε πεθαίνουν ολομόναχοι.

*

©Νίκος Στέφανος Κωσταγιόλας, Γενεύη, Οκτώβριος 2019
[Από την συλλογή «Παν ο μέγας χρή αποθνήσκειν«, εκδόσεις Φιλύρα]

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❇︎