Καίτη Παπαδάκη, Πτώση

Τριγύρισα τον φαρδύ κορμό, πάντα από απόσταση, καθώς οι εντολές ήταν σαφείς όταν  το αφεντικό μας έδωσε τα κλειδιά. Άλλωστε  η πινακίδα στην βάση του δέντρου , προειδοποιούσε για τις συνέπειες της όποιας ανυπακοής: ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΤΕ. ΜΗΝ ΚΟΒΕΤΕ ΜΗΛΑ. ΜΗΝ ΚΑΘΕΣΤΕ ΣΤΗ ΣΚΙΑ. ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΘΕΟ. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να γελάστηκα, η φωνή ήταν ξεκάθαρα γυναικεία, ερχόταν από εδώ. Όχι, η Εύα ήταν από ώρα στην άλλη μεριά του περβολιού κι έπλενε στο ρυάκι. Στον τρίτο κύκλο γύρω απ’ την μηλιά σιγουρεύτηκα πως δεν κρυβόταν κανένας . Κοίταξα τα κλαδιά. Μήπως ήταν κανένας παπαγάλος; Τι γούστο τα έκανα αυτά τα πουλιά! Αν τον έβρισκα, θα τον κρατούσα για παρέα τις ώρες που έσκαβα το χωράφι. Παρατήρησα προσεκτικά, όμως ,δεν υπήρχε ούτε σπουργίτης. Ας είναι, θα παράκουσασκέφτηκα και ξαναγύρισα στην δουλειά μου.

Δεν πρόλαβα να γυρίσω την πλάτη όταν έφτασε στ’ αφτιά μου ξανά, σαν απόκοσμη μελωδία  Εϊ, εσύ, νεαρέ! Εσύ με τις φαρδιές πλάτες… σε σένα μιλάω… είσαι ο καινούριος κηπουρός; Πέταξα το φτυάρι, πλησίασα πάλι. Θα ‘χε πλάκα να ήτανε καμιά νεράιδα, κανένα ξωτικό ή κανένα παλιό αφεντικό που ήρθε εδώ αόρατο, για να με πειράξει, να με εκδικηθεί ή να με ξεγελάσει. Εδώ που τα λέμε είχα αλλάξει πολλά αφεντικά. Πάντα κάτι γινόταν κι έφευγα με τις κλωτσιές. Ο τελευταίος μας έδιωξε γιατί σφάξαμε το ιερό μοσχάρι του. Δεν φταίω εγώ, η Εύα επέμενε για εκείνο το κοκκινιστό. Βρεθήκαμε στον δρόμο χωρίς φράγκο. Αυτός εδώ  φαινόταν λίγο άγριος, μα το μποστάνι άξιζε. Βέβαια ζήτησε το πενήντα τοις εκατό από την παραγωγή. Κλώτσησα αρχικά, αλλά με αποστόμωσε: Δεν σου δίνω γη, παράδεισο σου δίνω! Ας είναι, δίκιο είχε,  έτσι κι αλλιώς δεν αντέχαμε άλλη περιπλάνηση. Εδώ έπρεπε να στεριώσουμε. Κι όποιος ήθελε, ας ερχόταν να με προκαλέσει, θα τον αγνοούσα,  θα…

Μα τι μπράτσα, τι στέρνο, τι κοιλιακοί, θα έρθεις λίγο πιο κοντά να σε καμαρώσω; Θες να δροσιστείς στη σκιά μου; Να σε αγγίξω λίγο με τους βλαστούς μου; Έλα, μη χάνεις χρόνο, λείπει απ’ το πρωί ο γέρος… Έλα, δεν θες να σε κεράσω ένα μήλο;

Πήδηξα  προς τα πίσω, πάτησα το φτυάρι κι έπεσα  πάνω στις πέτρες. Ένα γελάκι ακούστηκε από την μεριά του δέντρου.  Εύα βοήθεια, το δέντρο μιλάει  ήθελα να ουρλιάξω, αλλά σώπασα, γιατί η φωνή μου άρεσε τόσο , που δεν ήθελα να το μάθει η γυναίκα μου. Άσε που θα με περνούσε για τρελό… δηλαδή μπορεί να ήμουν στ’ αλήθεια…

-Έλα, θες να δαγκώσεις;

-Όχι, όχι απάντησα κατακόκκινος από την έξαψη.

-Μη με φοβάσαι, είμαι απλώς μια μαγεμένη μηλιά. Τόσο μαγεμένη, όσο και όμορφη, δεν βρίσκεις;

-…

-Δηλαδή δεν σου αρέσω;

-Πολύ, πολύ, αλλά το αφεντικό δεν θέλει…

Τότε άρχισε να κλαίει . Μου είπε πως εκείνος την ζήλευε. Πως δεν άφηνε να την πλησιάσει κανένας, ούτε ζώα, ούτε πουλιά, ούτε ο άνεμος. Είχε βρει ξόρκι  , ώστε να σχηματίζει τους καρπούς της με παρθενογένεση. Τους κρατούσε μόνο για τον εαυτό του, ακόμα κι αν τα ζωντανά του περβολιού καμιά φορά πεινούσανε, ακόμα κι αν αυτός χόρταινε  γρήγορα τους χυμούς της. Μετά την αιχμαλώτιζε με άλλα μαγικά κόλπα στο φθινόπωρο. Έκλαιγε. Τα δάκρυά της πότιζαν το χώμα…

Αν έλεγα ότι δεν με συγκίνησε, θα ήταν ψέμα. Όμως, ήδη είχα ξεκινήσει την σπορά.  Δεν είχα διάθεση να τα μαζεύω πάλι. Όχι εδώ θα ριζώναμε. Έκοψα λίγο  βαμβάκι από το φυτό κοντά στον φράχτη και το έβαλα στ’ αφτιά μου. Κάθε ήχος της, ακόμα κι ο λυγμός είχε μια λεπτή μελωδία, στην οποία δύσκολα αντιστεκόσουν. Τελείωσε! Ήταν δικιά του. Έπρεπε να μην ακούω τίποτα.

Μάλλον τα κατάφερα, γιατί δεν αντιλήφθηκα  την οχιά που σερνόταν στα χόρτα. Ένα κάψιμο φοβερό ξεκίνησε απ’ το πόδι  και τύλιξε το σώμα μου. Έπεσα κάτω σχεδόν ανίκανος ν’ αντιδράσω. Έβγαλα μόνο, με τρεμάμενες κινήσεις το βαμβάκι, μήπως ακούσω την Εύα να έρχεται. Η μηλιά τίναξε έναν καρπό στο χέρι μου.  Δάγκωσε, θα μείνει μεταξύ μας. Μέσα υπάρχει γιατρικό για το δηλητήριο. Δάγκωσε. Έφαγα αμέσως. Άρχισα σε δευτερόλεπτα να συνέρχομαι. Ξαναδάγκωσα. Ήταν απίστευτα νόστιμο. Ούτε το κοκκινιστό της Εύας τέτοια γλύκα. Μόλις σηκώθηκα της ζήτησα και δεύτερο. Έλα να το πάρεις! χι χι χι..

Άρχισα να σκαρφαλώνω.  Το πονεμένο πόδι άγγιξε ένα ξερόκλαδο, παραπάτησα. Το χέρι πιάστηκε με δύναμη από ένα άλλο κλαδί. Μάλλον το δέντρο τραντάχτηκε τόσο δυνατά καθώς αυτό έσπαγε. Όλα τα μήλα σκόρπισαν στο χώμα, πλάι μου, πάνω μου, μακριά.

Ένα γέλιο της ξέφυγε αβίαστα   Τώρα να δούμε τι θα πεις στο αφεντικό…

*

©Καίτη Παπαδάκη

φωτο: Στράτος Φουντούλης