Από τις εκδόσεις Κουκκίδα
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΣ ΚΟΛΛΑΖ
Και η αλήθεια;
Η αλήθεια κάποτε κάποτε διαθέτει στιλπνότητα
αριθμών και άνοιγμα εκτόνωσης στις παύσεις.
Τέτοιος διάλογος κατίσχυσε τον χρόνο.
Όπως τ΄ αρχαία τηλεγραφήματα· σε κάθε στοπ
ξέφευγε, εν οικονομία, ελπίδα και σιωπή ορυκτού·
μάρμαρο ελληνικό.
Όπως τα βασιλικά πλάι στους άγιους· γλυκαίνουν
τη λέξη «Μαρτύριο»· το μυθιστόρημα «Θυσία».
Ότι κατανοώ, πως δεν έχω μονάχα την ευθύνη
για έναν παράδεισο, αλλά κυρίως γι αυτό που
τον ακολουθεί· την κόλαση.
Μια μοιρασιά με χρέωσαν: μάτι κεντρί να
με ξυπνούν οι συντριβές μου· αλλιώς
με φέρνουν βόλτα οι μονόλογοι.
❉
ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ
—————-του Λεύκιου Ζαφειρίου
——(Μια ανεπίδοτη επιστολή – 25η Μαρτίου 2019)
Θηρευτές στις στέγες με αγκίστρι και δόλωμα.
Με περιστέρια φθισικά χορταίνουμε κι επιχρωματισμένες
λέξεις μέχρι εγκλήματος· αρωματίζοντας με μια πρέζα
ρίγανη τ΄ αλάτι, την κληματόβεργα, την αγριελιά, τον
σπερματοφόρο καρπό του πεύκου. Νόστιμη στάχτη.
Εκ των αρίστων τεχνίτες εμπρησμού κάτι σαν
υπερβολή αποξήρανσης.
Αλλά έτσι κι αλλιώς ο ουρανός μοιάζει στον καθρέφτη μας.
Σχήματα από αισθήσεις ψευδάργυρου, κοινή λαμαρίνα·
τσίγκος· φλούδες πολύτιμες κατά την έκπτωση.
Το φυλλοβόλο μηδέν της φλυαρίας.
Αλλά στην καστανιά, και στον χαλκό, και στην κοψιά
του χάλυβα, τώρα ηγείται το αλουμίνιο. Αυτό το μπάσταρδο
της ηλεκτρόλυσης· ένα λοφίο αφρισμένου ψευδοσίδηρου
η κυματαγωγή του. Και των υδάτων η κατάκλιση
χείμαρροι που φτάνουν στάσιμα νερά με
χείλη βάλτου.
Χειρόγραφα, πληκτρολόγια, μνήμες, δημοσκοπήσεις,
εκείνη η «Γλυκεία ελπίς»* και τ΄ ολοκαύτωμα φιλοπατρίας,
όλα ξέφτια είναι μιας ύφανσης, αυτή η ανίατη
φθορά του ήθους.
Κι άσε εμάς το συγγενολόι, καβάλα στο μολύβδινο κιβούρι
να καμαρώνουμε την ανακομιδή του κλέους.
Αλλά να ξέρεις τούτο: πως και του λόγου μου κάθε
ξημέρωμα δεν έχω που να την κρύψω
τη σιωπή μου.
1819, πρώτη ελληνόφωνη ωδή του Αντρέα Κάλβου «Ελπίς Πατρίδος», στροφή θ΄.
«Παραλειπόμενα και συμπληρώματα στη βιογραφία του Αντρέα Κάλβου»
Λεύκιος Ζαφειρίου, «εκδόσεις εν τύποις», Λευκωσία 2018
❉
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ*
Είμαι ο αναγνώστης στο ψαλτήρι του όρθρου.
Εκφωνώ το πένθος για το απροστάτευτο· τόσα
τραγούδια στην άκρα ταπείνωση τους.
Των αγίων ο ρυθμός κρατά τη σιωπή . Ψίθυρος
πλάγιος, καθώς οι νεωκόροι ξεριζώνουν στίχους
για τ΄ ανθοδοχεία του Ναού.
Ό, τι αντηχεί σε Προνάρθηκα και Νάρθηκα δεν είναι
παρά οι έγχρωμες σκιές του μαρτυρίου. Ραφές μύριες
δακρύζουν αρματωσιά την αρματωσιά.
Μισοκλείνω τα μάτια, παίρνω τη θέση του κριτή.
Πίσω απ΄ τα βλέφαρα οι υποθέσεις αναδεικνύουν
το αληθές: μα, λόγοι ευρωτιώντες; Ναι· λόγοι
ευρωτιώντες. Μια παρά φύση ελαφρότητα
στις εποχές της λάσπης.
Με πνίγει αυτό το κάτι που λιμνάζει,
εδώ, καθέτως.
Λυπάμαι τους μέγιστους ποιητές.
Καλύτερα αναπαύονται
οι ελάσσονες.
*21 Αυγούστου 2018
❉
Η ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΩΣ ΕΔΑΦΟΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
—————-Πρέσπες – Κυριακή 17 Ιουνίου 2018.
—————-Ακούγοντας Πετρολούκα Χαλκιά και
—————-«Μοιρολόγι με γυρίσματα» – YouTube
Όλοι οι καιροί είναι στο τραπέζι. Κάθε συνάφεια μοιάζει
πολύτιμη, καθώς με κτυπούν αστραπές και προβλέψεις.
Τα λόγια μια αγωνία. Βαρύσκιωτο μέλλον σκεπάζει
την γνώση μου.
Η γνώση μου, σαν πως την λάτρεψα ως εμμονή
ανέφικτου έρωτα. Ζηλωτής και σαλός, την αμαρτία μου
εγώ γιγνώσκω. Κύριε βοήθα, ψιθυρίζω, κατά πως ανασταίνει
την επίκληση «ΚΕ ΒΟΪΘΙ» ο συναξαριστής* εκείνος·
της Καππαδοκίας.
Στο σύνορο, με φόβο σμιλεύεται η αποδοχή. Βοήθα, θα με
παρακαλούσα, ελπίζοντας να με στηρίξει ο ελάσσων θεός
εντός μου. Έξω οι μέγιστοι Θεοί τραβούν τον δρόμο τους.
Θα επιπλεύσουν, θα θριαμβεύσουν, θα φροντίσουν
την διαδοχή τους σε υλικό και άυλο κόσμο.
Το σώμα της Ιστορίας δεν νοιώθει πόνο κι εγώ την ανάγκη
πρέπει να προφταίνω με απώλειες.
Φορτίο οδύνης με γεννά, με τρέφει.
Κι αν κυλήσω τη μυλόπετρα, το καταφύγιο μου θε να
πάρει φως και να καεί. Το φως, σαν τον εχθρό εισβάλει
στους φόβους που με προστατεύουν.
Κατά την ταπεινότητά σου «Κ(ΥΡΙ)Ε ΒΟΪΘΙ», καθώς
ενδύομαι απεκδυόμενος, θα ψιθυρίζω.
Στον τόπο μου το αληθές πάει πλάι πλάι
με την συντριβή.
*Γιώργος Σεφέρης. «Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας».<?span>
❉
ΕΞΙΣΩΣΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Στον τοίχο ζωντανεύουν εικόνες τού ευσεβέστατου
αδελφού ημών Ιερωνύμου Μπος, μέλους τής Αδελφότητος
τής Παναγίας των θαυμάτων. Σινδόνα θεάτρου σκιών,
τσιγάρα, καιόμενη παραφίνη. Της κόλασης το καπνισμένο
λάδι· ιδρός στο νάρθηκα των παμμεγίστων Ταξιαρχών
εν Μηλέα Πηλίου. Πληρώματα να καταγίνονται
με την καύση τους.
Η ορφάνια τής καταστροφής διαθέτει πλέον ορολογία.
Τάγματα πολεμιστών να εκτρέφονται στους χειρισμούς,
και στρατιές μαρτύρων χωρίς δακτυλικά αποτυπώματα.
Το τυπικό τής Εδέμ κατανοεί τα πάντα ως συμφέρουσα
επένδυση κόλασης. Το δίκαιο της αρχαιότητας στον
διασκελισμό του μέλλοντος.
Εμπρηστές και ασυνόδευτα τοπία ορίζουν
τη μέρα μου.
❉
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
Ευρεσιτεχνίες αστραπιαίου διανύσματος με
υποχρεώνουν σε συστροφές επιτόπου.
Περιορίζοντας το θαύμα της απόστασης συνθλίβομαι
καταπάνω στην ανάγκη.
Η Άσφαλτος είναι το δίκτυο καύσης όπου η αφθονία
καίγεται τα μεσημέρια. Ένα καμένο τίποτα
μυρίζει η αφθονία.
*
©Σταύρος Σταμπόγλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.