Από τις εκδόσεις Ενδυμίων
1
Πως ψάχνει κάποιος μια βροχή
για να κρυφτεί που κλαίει; Έτσι έψαχνα,
για να μη δώσω τη χαρά
σε όσους με πλήγωσαν να μ’ έχουνε πληγώσει.
Διαβάζεις Εξομολογήσεις του Μοναχικού Οδοιπόρου
του Ρουσώ και πετάς το βιβλίο, τα έγχορδα
και τα πνευστά και τα κρουστά των λέξεων
σε διαφωνίες ανυπόφορες, και μάτια
που κοιτάζουν μέσα σου ένα γαλάζιο
από θάλασσα και θάνατο ακαταπαύστως.
Ένα κερί στο νεκρό πρόσωπο του Καζαχέμας
πώς άφησα τόσους νεκρούς που θα ήταν φίλοι
ως εδώ, με λόγια ανείπωτα πατημένα
σαν γλαδιόλες από τάφους σε σκυλάδικο
οι ουλές τους τις αγγίζεις και πονάς στην Όστρια.
Κάτι θέλω να πω να, ούτε που το ξέρω.
Έχει αλέσει μια ευτυχία τόσες δυστυχίες μέσα μου
όταν τους είδα να με ξεπουλάν φτηνά
σ’ ένα πανάκριβο για εκείνους μέλλον μου
που σέρνει ονόματα, των ζωντανών νεκρών
που αφήνει ο καθένας που έχει άστρο πίσω του.
Θα δεις, θα δεις εσύ που… και βλέπουν
οι νεκροί του ογδόντα έξη μες στο γαλάζιο
του επομένου είκοσι μακρινοί, αδρανείς
συγχωρεμένοι από το μικρό τους βίο
ξεγελασμένοι από την περιρρέουσα αυθεντία
για βίους που ήταν για τέχνη ή για θρησκεία
κι αρνήθηκαν την εξουσία του δαίμονα
που αλέθει συνειδήσεις κόκαλα στις αγορές.
Κανείς δε θα ’βρει το όνομα του εδώ να πει:
α τότε τα κατάφερα, τον πλήγωσα
Οι χρόνοι και τα ονόματα έχουν παιχτεί
και ανακατευτεί σαν τράπουλα, να ας πούμε
η θλίψη της αποχαιρετιστήριας παρέλασης
της έκτης του δημοτικού, εκβάλλει την εκδίκησή της
στις λέξεις εκείνες που κάνουνε το δάσκαλο
υποκοριστικό, και τί να περιμένεις από ένα δασκαλάκο;
[…]
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.