Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Πολ, δεν έχει γούστο ο πόλεμος

Μύθος μη επαληθευμένος
Για τις ύστατες στιγμές
Των δύο διεκδικητών του θρόνου
Της Θήβας,
Του Πολυνείκη, κατά κόσμον Πολ
Και του αδερφού του
Ετεοκλή

εριβάλλον πολέμου. Όλμοι, σφυρίγματα τροχιοδεικτικών, βόμβες φωσφόρου και φλεγόμενοι ορίζοντες. Στα ορύγματα τριγύρω ξεψυχούν δεκάδες στρατιώτες. Συλλογίζονται το αβέβαιο και το πεπλανημένο του κόσμου, το άστατο, τις μάταιες ελπίδες που τόσοι και τόσοι ποιητές τραγούδησαν μια φορά και έναν καιρό. Μαυροφορεμένες γυναίκες γυροφέρνουν τους νεκρούς ολολύζοντας, πενθώντας την πτώση της μεγάλης Θήβας. Κάπου εδώ κείτεται ο Αλέκος, ο Θανάσης, ο Μιχάλης και ο αδελφικός του φίλος ο Άρης με την θαρραλέα καρδιά. Λίγο πιο πέρα ο Αργύρης πεθαίνει ψιθυρίζοντας  ένα παιδικό τραγουδάκι. Θα΄ναι νανούρισμα, ένας σκοπός να συντροφεύει τον μεγάλο ύπνο του κόσμου. Ο Αντώνης σέρνει το ματωμένο του κουφάρι μες στις ντάπιες, γυρεύοντας τους ζωντανούς και το γράμμα μες στον κόρφο τους που παραμένει ανεπίδοτο. Δεκάδες, πένθιμες Μαρίες προσμένουν μια απόκριση, μια αχτίδα μες στον σκληρό αποκλεισμό. Με κρατημένη την ανάσα θα λάβουν τον ματωμένο φάκελο και έπειτα θα προβούν στα χρειαζούμενα, με την ίδια αντοχή που ένας ηττημένος στρατός καταπίνει μίλι το μίλι την οπισθοχώρηση.

Όλες οι συγκρούσεις μαίνονται αμείωτες. Μόνον στο βάθος επικρατεί ησυχία, σχεδόν ειρήνη. Εκεί βρίσκονται οι Ηλέκτρες Στήλες και στο προαύλιο τα δυο αδέρφια δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα. Αυτοί είναι που δεσπόζουν στην σκηνή την στιγμή που όλη η ατμόσφαιρα υποστηρίζεται με μέσα τεχνητά πάνω στις ολόγυμνες επιφάνειες.

 Ο Πολυνείκης αμύνεται και ο Ετεοκλής κάθε τόσο ξεχύνεται με άγρια ένστικτα. «Για την Θήβα» ουρλιάζει καθώς ορμά στον αδερφό του, καταφέρνοντας γερά χτυπήματα που τραντάζουν τον αμυνόμενο. Όμως, καθώς κανείς πολεμιστής δεν αντέχει του σώματος την βαθιά κόπωση και τις πληγές οι δυο τους κάθε τόσο σταματούν. Κοιτάζονται στα μάτια με μίσος και σαν βρουν τις ανάσες τους χιμούν πιο θυμωμένοι από ποτέ να κατακτήσουν το αδέσποτο στέμμα της Θήβας. Τώρα συμφωνούν σε μια πρόσκαιρη ανακωχή. Αφαιρούν τις τελαμώνες, πλένουν τις πληγές τους και πέρα στα κλαριά των φτελιών  ανεμίζουν οι χλαίνες Το φεγγαρόφωτο καθρεφτίζεται πάνω στις περικεφαλαίες με τον γέρακα στο κυανό φόντο, και είναι σαν να ξυπνά από στιγμή σε στιγμή ο Ερωτόκριτος.)

Πολυνείκης (σκουπίζει το μέτωπό του πλάι στην φωτιά που σιγοκαίει) Αυτό το κακό δεν θα σταματήσει ποτέ.

Ετεοκλής (με μίσος απέναντι στον Πολυνείκη) Να το συλλογιζόσουν νωρίτερα αυτό!

Πολυνείκης Θαρρώ πως έκανα όσα μπορούσα. Ίσως να ΄ναι γραφτό.

(Οι δυο τους κοιτάζουν τον ορίζοντα που γίνηκε ρούσος από μια φοβερή έκρηξη)

Ετεοκλής (κοιτάζει σαστισμένος, αν κανείς μπορούσε να δει το βλέμμα του θα΄βρισκε δυο πονεμένα μάτια για αυτόν) Έπεσε η πόλη.

Πολυνείκης Θα μπήκαν οι στρατηγοί. Είπαν δεν θα πειράξουν κανέναν. Οι γυναίκες μας είναι προστατευμένες, οι θυγατέρες, οι γιοι μας δεν θα μαρτυρήσουν πάνω στο σπαθί. Το υποσχέθηκαν στους θεούς.

Ετεοκλής (γελά τρανταχτά, φέρνοντας χαρακιές στον άνεμο) Ο πόλεμος δεν χρειάζεται περιτριγύρισμα από περιποιητικούς υπηρέτες, αλλά σκληρούς φονιάδες που ξέρουν καλά την δουλειά. Αυτοί δεν ορκίζονται μωρέ!

Πολυνείκης Δεν με πιστεύεις;

Ετεοκλής (πλησιάζει τον άλλον, σφίγγοντας μες στην παλάμη του την κοκάλινη λαβή του ξίφους του) Όχι, όχι δεν σε πιστεύω, εσύ και οι στρατηγοί σου θερίσατε κάμποσα καλά παιδιά απόψε.

Πολυνείκης Για την Θήβα, μόνο για την Θήβα!

Ετεοκλής (πετάει το σπαθί του και αρπάζει τον Πολυνείκη από τους ώμους) Στα αλήθεια το πιστεύεις πως απόψε παλεύουμε για την Θήβα; Όσα και αν κάνουμε, η πόλη είναι χαμένη, το΄παν οι οιωνοσκόποι πριν από χρόνια. Αυτός ο κόσμος είναι γραφτό του να χαθεί.

(Ένας ιππέας φθάνει από μακριά. Ελίσσεται ανάμεσα στις εκρήξεις, θυμίζει την φιγούρα από τον ιππότη και τον θάνατο, μονάχα φορά μοντέρνα ρούχα. Για την ακρίβεια ολάκερος έτσι όπως προχωρεί άκαμπτος σου δίνει την εντύπωση πως είναι φτιαγμένος από κάποιο άλλο υλικό και τίποτε από τον χαμό δεν τον αγγίζει. Το είδωλό του τώρα ξεχωρίζει καθαρά καθώς πλησιάζει τους δυο πρίγκιπες που κοιτούν έκπληκτοι.)

Ιππέας (ουρλιάζοντας δυνατά) Πολ, Πολ, η Θήβα έπεσε! Κερδίσαμε! Πού πεθαίνεις Πολ; Ακούς; Νικήσαμε!

Ετεοκλής Πάει, τέλειωσε. Τώρα απομένει μόνον ο χρησμός.

(Οι δυο τους κοιτάζονται, ο Πολυνείκης πετά τα άρματά του, φορά την σκισμένη του στολή, αρπάζει το όπλο του και κάνει να φύγει)

Πολυνείκης (για μια στιγμή στρέφεται στον Ετεοκλή. Μα μονάχα για μια στιγμή, αφού ως γνωστόν η οικονομία των μέσω χαρίζει στο θέατρο μια ευκαιρία να βυθιστεί στον αληθινό των ανθρώπων χρόνο) Θα φύγω Ετεοκλή. Καλύτερα να κάνεις και εσύ το ίδιο προτού μας ξεχωρίσει. Μα αν μείνεις, πες τους αδερφέ μου ότι γκρεμίστηκα, πως τίποτε από εμένα δεν πρόκειται να βρουν και άλλο να μην λυπούνται. Να, σου αφήνω το δαχτυλίδι μου και τα όπλα και το θωράκιο. Δείξε τα σε όποιον ρωτήσει και κράτα μυστική την φυγή μου. Θα το κάνεις για μένα Ετεοκλή;

Ετεοκλής Το ΄ξερα πως είσαι δειλός, δειλός, δειλός! Ο πατέρας έπρεπε να σε διώξει όταν ακόμη μπορούσε. Δειλός, το ακούς, δειλός!

Πολυνείκης Ας είναι. Ώρα καλή σου βασιλιά.

(Ο Ετεοκλής ουρλιάζει να γυρίσει, όμως εκείνος έχει κιόλας μεταβληθεί σε μια λεπτή φιγούρα, σε ένα ας το πούμε, ισοδύναμο των γλυπτών του Τζιακομέτι ή σε εκείνες τις μολυβένιες φιγούρες του Λόρκα που σηματοδοτούν τα πιο σκληρά χρόνια της Ισπανίας. Ο Ετεοκλής ορμά στον ιππέα που ακόμη γυρεύει απόκριση. Τον αρπάζει από το άλογό του και τον σκοτώνει. Κλέβει τα άρματά του, το άλογο, τα πουλιά που βόσκουν τους νεκρούς είδαν μα δεν θα μιλήσουν. Ο Ετεοκλής καλπάζει ώσπου να ξεχωρίσει τον Πολυνείκη μες στην φεγγαράδα. Στέκει πλάι του, ο Πολυνείκης σαστίζει, οι δυο τους στέκουν μες στην ηρεμία των κάμπων, οι Αντιγόνες όλου του κόσμου ξυπνούν μέσα από τα γέλια. Κάποιο χέρι ξεφύλλισε το όνειρο και το έλεος.)

Ετεοκλής (με αλλαγμένο ύφος) Δεν θα φτάσεις μακριά τους δίχως βοήθεια. Άφησα όσα χρειάζονται για να μαρτυρήσουν τον θάνατό μας. Θα πουν τα δυο αδέρφια χάθηκαν τόσο τραγικά. Σκληρό πράγμα η εξουσία, ποιος δεν δίψασε για αυτήν; Ω, πόσα θα πουν, όμως εμείς θα είμαστε κιόλας μακριά. Έλα.

(Ο Πολυνείκης διστακτικά ανεβαίνει στο άλογο και οι δυο τους τραβούν μακριά από τα στάσιμα αυτού του κόσμου.)

Πολυνείκης Και ο χρησμός, οι ποιητές, εκείνα που θα΄ρθούν χωρίς εμάς;

Ετεοκλής Οι ποιητές! Αυτοί, ότι και αν γίνει θα πουν, οι δυο τους αλληλοσκοτώθηκαν εμπρός στις στήλες, η πόλη τους χάθηκε, πάει τώρα, τέλειωσε! Και έπειτα θα γράψουν με την καρδιά τους για όλα τούτα τα φοβερά. Μην νοιάζεσαι για τους ποιητές, γνωρίζουν, ποιος ξέρει από τι μαγική πηγή, πως οι δυο μας πλανιόμαστε κιόλας κάτω από την βαθιά αστροφεγγιά. Ως αύριο θα΄χουμε φτάσει στα προπύλαια της Βαβυλώνας.

(Οι δυο τους με δύναμη και ανθρωπιά, μα δίχως αθωότητα, περνούν από τον πόλεμο  στην σκέψη και από εκεί ως την αγάπη.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→