Αυτή τη σεζόν θα φορεθούν τα μπλε και οι παντελόνες θα έχουν την τιμητική τους. Τέλη Μάρτη, οι θερμοκρασίες σιγά-σιγά ανεβαίνουν, ο ήλιος ψηλώνει στον ουρανό. Στα περιοδικά κυριαρχούν τα έντονα χρώματα . Ακόμα μια άνοιξη. Πάντα ο Απρίλης ήταν μήνας γλυκός. Όμως, πρώτη φορά ένιωθε να τρυπώνει στο μυαλό χειμώνας. Κάθε που άνθιζαν οι πορτοκαλιές, έβγαινε στο μπαλκόνι, ανάσαινε βαθιά. Το αεράκι έφτανε στα ρουθούνια φορτωμένο αρώματα. Τώρα, τα άσπρα μικροσκοπικά λουλούδια, στροβιλιζόμενα στον ελαφρύ νοτιά, θύμιζαν νιφάδες χιονιού, άοσμες, άγευστες, κρύες. Ο Απρίλης της σκληρός σαν πέτρα απειλούσε να μπει μέσα. Οι σκούρες κουρτίνες με μιας έκρυψαν το απροσδόκητο θέαμα. Τα πατζούρια σφραγίστηκαν.
Τριγύριζε στο σπίτι άυπνη, νηστική, χωμένη στη μάλλινη ρόμπα. Σκορπισμένα περιοδικά είχαν καλύψει το πάτωμα. Περνώντας τα κοιτούσε αδιάφορα. Πώς βρέθηκαν εκεί; Δεν είχε κουράγιο να τα μαζέψει. Τα πάτησε, γλίστρησε. Έπεσε το βλέμμα της σε μια σελίδα με προτάσεις μόδας. Φλεβάρης 2019. Τότε έβγαινε λιγάκι, για να πάει έστω ως το περίπτερο.
Από τη δουλειά είχε πάρει άδεια εδώ και καιρό. Τη δικαιούνταν άλλωστε. Αφοσιωμένη στο καθήκον, δεν σταματούσε ούτε τα Σαββατοκύριακα, δούλευε και άρρωστη. Για διακοπές ούτε λόγος. Πού να πήγαινε; Στο γραφείο τουλάχιστον μιλούσε μ’ έναν – δυο ανθρώπους. Όμως, ξαφνικά , ένιωθε πολύ κουρασμένη. Έκανε συνέχεια λάθη. Βαριόταν να μιλάει, να σηκώνει τηλέφωνα, να βλέπει κόσμο. Ακόμα και ο περιπτεράς τής έσπαγε τα νεύρα. Είχε μονίμως όρεξη για κουβέντα. Έλεγε όλο σαχλαμάρες.
- Ζέστανε λίγο ο καιρός, ε; Άλλαξε κι ο ουρανός. Μπλε! Όσος φαίνεται δηλαδή… πάει κι αυτός, τον έφαγε η ανάπτυξη…
- Έχεις ρέστα από πενηντάρικο;
Είχε πάρει το έντυπο, είχε αρχίσει να το ξεφυλλίζει στο δρόμο. Την ευχαριστούσε η σκέψη του καιρού που μέρα με τη μέρα γλύκαινε. Θα έκανε σίγουρα μια βόλτα στα μαγαζιά . Θα χάζευε τα καινούρια ρούχα. Πού ξέρεις; Ίσως έβρισκε κάτι να της πηγαίνει. Ριγέ, λουλουδάτο, ίσως λαμπερό κόκκινο, για αλλαγή. Θα το φορούσε, δεν θα το άφηνε πάλι στην κρεμάστρα. Θα έπαιρνε καινούρια παπούτσια. Γόβες κίτρινες ή κοραλλί, όπως εκείνες στη σελίδα 52. Όχι, ούτε αυτές θα τις έτρωγε η ντουλάπα. Όταν πρόσεχε τον εαυτό της, μπορούσε να γίνει πολύ όμορφη. Άξιζε να ξοδεύει χρήματα για την εμφάνιση. Άξιζε, δεν άξιζε;
Ακόμα ένα » ΧΡΩΜΑΤΑ» στα χέρια της. Ακόμα ένας μήνας πέρασε, ένας χρόνος… πόσα χρόνια; Ίδιες κινήσεις, ίδιες συνήθειες σχεδόν για δύο δεκαετίες. Μπήκε στο σπίτι. Πέρασε μπροστά από τον καθρέφτη της εισόδου. Της τον είχε κάνει δώρο ένας παλιός φίλος. Πού να βρίσκεται άραγε; Τον αγαπούσε. Χαθήκανε μετά. Θα μιλάμε, δεν θα χαθούμε εμείς… Δεν ένιωθε τίποτα. Ούτε νοσταλγία. Μια απορία μόνο, πού να βρίσκεται; Ευτυχώς , υπήρχαν τα περιοδικά. Περνούσε μέσα τους ώρες πολλές, άχρηστες. Τα λεφτά τους – η τιμή είχε ανέβει τελευταία- τα αξίζανε. Δεν τα αξίζανε; Άλλωστε, πόσα έξοδα έκανε; Το σπίτι ήταν δικό της κι έτρωγε πια ελάχιστα. Ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά… πώς δεν τ’ αξίζανε! Στάθηκε στον καθρέφτη και πόζαρε όπως το μοντέλο της φωτογραφίας. Περίεργο πράγμα… Δεν είδε είδωλο. Σα να μην υπήρχε. Ξαναπροσπάθησε. Τίποτα. Λες και το δώρο έφαγε τα ψωμιά του και χάλασε. Προχώρησε προς το μπάνιο. Πήρε την ίδια στάση, αυτή τη φορά, μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη . Ορίστε! Εκείνος ήταν μια χαρά. Έδειχνε ακριβώς την πόζα .Κοίταξε προσεκτικά. Φαινόταν άσχημη, ηλικιωμένη. Ξανακοίταξε. Δεν μπορεί να ήταν αυτή. Πρόσωπο χλωμό, ρυτίδες, βλέμμα παγωμένο. Δεν έπρεπε να τη βρει έτσι η άνοιξη. Πέταξε τo » ΧΡΩΜΑΤΑ «, έτρεξε , σκέπασε όλους τους καθρέφτες και τα παράθυρα τα έκλεισε καλά, να μην καταφέρει να τρυπώσει από πουθενά η μυρωδιά από τα άνθη της πορτοκαλιάς.
*
©Καίτη Παπαδάκη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✿
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.