τα ξεντυμένα κόκαλα
μες στην ερημιά
του περιβολιού
λένε όλη την ιστορία
Περπάτησε με αποφασιστικό γρήγορο βήμα, έτοιμος όλα να τα διορθώσει, να πάρει πίσω την τρομερή του ομολογία. Μερικά ποτά στα μπαρ του δρόμου του χάρισαν το κουράγιο που δεν είχε λίγες ώρες πριν. Η δουλειά του είναι να φθάσει ως την είσοδο του μεγάρου της εσωτερικής διοικήσεως και εκεί μπορεί να πει την ιστορία του. Κοιτάξτε, η ιστορία μου απέδωσε αυτόν τον ρόλο, η ανάγκη ξέρετε είναι ένα αδηφάγο τέρας που σου σπαράζει την ζωή, η ζωή μου αξίζει πολλά περισσότερα, τώρα το ξέρω, συγχωρείστε τον, δεν είναι αυτό που γράφουν οι φυλλάδες, μια ευκαιρία ουρλιάζοντας, πεισμώνοντας, κλαίγοντας έξω από τους πάνοπλους φρουρούς του μεγάρου της εσωτερικής διοικήσεως που για να΄ναι κανείς ειλικρινής θυμίζει σε πολλά αυτό το ποιητικό κτίσμα της δικής μας πλατείας Αιγύπτου.
Στο τελευταίο μπαρ πήρε την οριστική του απόφαση. Αν του αρνηθούν μια ακρόαση, τότε, εκείνη ακριβώς την στιγμή θα εξομολογηθεί στους καινούριους θεούς, θα εξομολογηθεί με την καρδιά του όλα όσα συνέβησαν εκείνο το χάραμα. Δεν θα χρειαστεί, τα μπλουζ που πετούν τριγύρω το λένε καθαρά. Δεν θα χρειαστεί.
Στην είσοδο οι φρουροί ελέγχουν τους αιτούντες. Κοιτούν τα χαρτιά τους, μερικούς τους συλλαμβάνουν διά ασήμαντον αφορμή. Έτσι λέτε εσείς, όσοι δεν γνωρίζετε από τι μετριότητες θερμαίνεται η υπόθεση επανάσταση. Τα χαρτιά του είναι εντάξει, το παρουσιαστικό του δείχνει άνθρωπο με αξία και υπόσταση, η κονκάρδα του ισοδυναμεί με ένα μεγάλο ναι απέναντι στο κόμμα. Περάστε, στον επόμενο οικίσκο παρακαλώ συμπληρώστε την αίτηση, προχωρήστε τώρα φωνάζουν τρεις αγγελικές φωνές εμπρός από τα φώτα. Δεν κρατούν σπαθιά, μα τα τελειότερα δείγματα της σύγχρονης βαλλιστικής, αμερικάνικα και τσέχικα machine guns με απασφαλισμένη σκανδάλη και κροτάλισμα που ισοδυναμεί με ενενήντα σφαίρες το λεπτό, σε έναν λαμπρό καταιγισμό που αλλάζει για πάντα το χρονικό του κόσμου. Η αίτησή σας γίνεται δεκτή, είπε μια φωνή λεπτή, σαν ήχος κρυστάλλινου ποτηριού, η αίτησή σας και μερικοί τον κοίταξαν με φθόνο που τα κατάφερε. Και τώρα οι δρόμοι ανοίγονται εμπρός του πελώριοι, ασφαλείς, βέβαιοι δρόμοι για να πάρει πίσω την αθωότητά του, ξέφτια κιόλας στα περιβόλια της πόλης, πόσο χαμηλά έχει πέσει, πόσο. Φορά το σακάκι του, μπλε μεριντιέν και πάνω στο δέρμα του γραμμένη ολόκληρη την ιστορία αυτού του κόσμου.
Δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει μια δυνατή βροχή που σπάει τα τζάμια, που χτυπά πάνω στο οπλισμένο σκυρόδεμα, δροσίζοντας τούτο το θαύμα της μηχανικής. Σε κάθε όροφο ένστολοι με ύφος θανάτου που όλα μπορεί να τα αγοράσει καπνίζουν και περιεργάζονται τον δυστυχή που σκαρφαλώνει προς το πεπρωμένο του ασθμαίνοντας, πότε διστάζοντας, πότε βρίσκοντας το απαραίτητο θάρρος για μια τέτοια πράξη. Κάποιος του προσφέρει νερό, κάποιος τον σπρώχνει, κάπου αλλού οι μεθυσμένοι στρατιώτες περιγελούν τα παραγγέλματα, πίνουν με βουλιμία το πιοτό τους και είναι έτοιμοι να πεθάνουν για αυτόν ακριβώς τον όροφο.
Σιγοτραγουδά τα μπλουζ του Ισκαριώτη που φτεροκοπούν σαν ανθισμένοι κυκλώνες πάνω από την καρδιά του. Σιγοτραγουδά τα μπλουζ της ζωής του που κρατιούνται πάντα από έναν τέλειο στίχο. Του δίνουν κουράγιο να περπατά με το χέρι της ντροπής εμπρός στο πρόσωπό του. Σε λίγο φθάνει, ήδη ξεχωρίζει το φως από το γραφείο του διευθυντή. Αυτός θα τον ακούσει, αυτός και η παρηγοριά του, η βαθιά του κατανόηση. Ακούει τις σειρήνες που φέρνουν κάποιον. Ποιος γνωρίζει άραγε σε τι λάθος υπέπεσε, ας τον φυλάξουν οι θεοί από την οργή του εαυτού του.
Τώρα έφθασε. Μια φωνή είπε το όνομά του. Ισκαριώτης, Ισκαριώτης και ο άλλος περπάτησε δυο βήματα ακόμη μπαίνοντας σε αυτήν την περιοχή που ορίζει ο πανίσχυρος λαμπτήρας πυρακτώσεως. Ισκαριώτης, άλλη μια φορά, πιο επιτακτικά, πιο ανήσυχα, φανερώνοντας ένα είδος κινδύνου που μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να ξεσηκωθεί αν η φωνή δεν αποκριθεί.
Αυτός ο Ισκαριώτης, λοιπόν λέει την ιστορία του. Ο διευθυντής, μια μορφή αδύναμη τον κοιτάζει, κάτι γυρεύει στο γραφείο του. Φωνάζει την γραμματέα του, μια όμορφη που ακούει στο όνομα Φλορίς και μα την φύση θα πρέπει γρήγορα να θυσιαστεί προτού εξαντληθεί η ομορφιά της. Ο διευθυντής του αφήνει μια φρεσκογραμμένη επιταγή, υπογεγραμμένη από την ανώτατη διοίκηση. Εσείς θα πρέπει να προσθέστε μονάχα το ποσό κύριε. Έπειτα τον αποδιώχνει, εμπρός, φύγετε, υπάρχουν και άλλες εργασίες, δικαιωθήκατε, δεν θαρρώ πως πιστεύετε καθόλου πως όλοι όσοι μπαίνουν εδώ μέσα βγαίνουν κερδισμένοι, έξω!
Τώρα με ένα γενναίο ποσό στα χέρια του μπορεί να αντικρίσει διαφορετικά την ζωή του. Τέρμα εκείνες οι αλλοτινές ανέχειες που του κλόνισαν την υγεία. Τώρα διαθέτει ότι πόθησε στην ζωή του περισσότερο.
Αυτό το μπαρ έχει κορίτσια που δεν αρνούνται τίποτε. Κερνά όλο το μαγαζί έναν γύρο και ο ίδιος συλλογιέται πού τον έφτασε εκείνος ο σκληρός, ο δύσκολος δρόμος. Ένα από τα κορίτσια τον κοιτάζει μες στα μάτια, το φουστάνι της διαγράφει ένα σώμα προκλητικό, γεμάτο υποσχέσεις. Το μακιγιάζ αφήνει μια σκιά γύρω από τα βλέφαρα, αν δεν ήταν κορίτσι στο ποτοπωλείο Traicion κάποιου δρόμου κακόφημου, τότε θα΄ταν όνειρο ή τίποτε. Στέκει δίπλα του και ζητά να ανάψει το τσιγάρο της.
Είσαι τόσο σοβαρός. Φαίνεσαι ξένος, τους γνωρίζω όλους πολύ καλά εδώ μέσα. Είναι σαν κάθε βράδυ, ο σιδηρουργός, ο ερημίτης, ο πιστός, ο αφοσιωμένος, ο δημόσιος υπάλληλος, κάποιος δραπέτης καλά κρυμμένος πίσω από τα φώτα της πίστας. Τους ξέρω όλους σου λέω. Μα εσύ, δεν είσαι από τούτα τα μέρη, η καρδιά σου φαντάζει ξένη. Σαν να΄ναι οι πράξεις σου μεγαλύτερες από τον εαυτό σου, σαν να΄χεις δει βαθιά μες στο φιλιατρό τον χειρότερο εαυτό σου. Ή απλά είχες μια άσχημη μέρα. Λοιπόν, σε ακούω. Θέλεις την παρέα μου;
Όμως εκείνος φέρνει στο νου του εκείνα τα χρόνια που ποδηλατούσε ξένοιαστος μες στις λάσπες, τώρα εντός του ξυπνούν οι μυρωδιές της παγωνιάς και του καπνού και τον πηγαίνουν τόσο πίσω. Σε εκείνον τον καιρό που όλα έμοιαζαν αγαπημένα αντικρίζει τα βήματά του στο υγρό, ανοιξιάτικο πάτωμα. Η φωνή του κοριτσιού σπάει σαν κόσμημα πάνω στις πέτρες, αποκύημα παλιού αρραβώνα που χάλασε, που χάλασε. Το κορίτσι τον πολιορκεί, όχι για αγάπη μα για λίγα κέρδη. Ως να τελειώσει η νύχτα όλα θα ΄χουν εξαντληθεί.
Κράτησέ τα όλα.
Εκείνη τον κοιτάζει σαστισμένη.
Σε έχουν προδώσει, έτσι δεν είναι;
Από τα ηχεία παίζουν τα μπλουζ του Ισκαριώτη και μες στο γαλάζιο σύθαμπο, ω ναι, μες στο γαλάζιο σύθαμπο, καμιά δεν μετρά από εκείνες τις απρόσεκτες φιγούρες των αγοριών, τίποτε δικό τους. Η καταιγίδα κατακλύζει τους δρόμους και τα υποστατικά και η ανεπανάληπτη πλήξη γίνεται παρελθόν. Κάποιος βαδίζει προς τα δέντρα του λόφου. Θα΄ναι τρελός μια τέτοια ώρα τρομερή να ανηφορίζει τον λόφο. Οι ώρες πέφτουν επάνω στην καρδιά του σαν μολύβι, βλέπει κιόλας τον εαυτό του να σαλεύει μες στον τρομερό κυκλώνα. Μπορεί κανείς να τον δει τώρα και πάντα, απελπισμένο πάνω από τρυφερούς μανδραγόρες, στην ερημιά ενός πάρκινγκ, σε ένα χωράφι και σε ένα ξέφωτο και σε μια ερειπωμένη παιδική χαρά πάντα με την ίδια δοξαστική απελπισία, ένα κακό παράδειγμα για κάθε παλικάρι αυτής της πολιτείας με τον λαιμό του θρύψαλα.
Το κορίτσι κερνά το μαγαζί και διασκεδάζει και τίποτε δεν θυμάται. Μόνο ένα σφίξιμο στην καρδιά κάθε που παίζουν τα μπλουζ του Ισκαριώτη. Θα ξεχάσει και εκείνη, βυθισμένη μες στο τεχνικόλορ της βραδιάς που μόλις τώρα παίρνει φωτιά. Μα αφού τον εαυτό της δεν μπορεί να βρει, ποιος νοιάζεται και συγκατανεύει όλο προστυχιά στον νεαρό ναύτη που την διεκδικεί από την μοναξιά της.
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.