Υπήρξε και κάτι καλό στον κοροναϊκό εγκλεισμό. Μάθαμε, όσοι τυχεροί δεν μένουμε σε πυκνοκατοικημένα κέντρα, τα ρυάκια της περιοχής μας, τις αλάνες, τα οικόπεδα με τις μαργαρίτες. Μικρο-τοπία. Με τη μάσκα και τον φόβο κάνεις τη βόλτα και βλέπεις την αλλαγή των εποχών στα πλατάνια στο ρέμα και στα λουλούδια των άδειων οικόπεδων. Η διαδρομή είναι σχεδόν δεδομένη, ίδια, ασφαλής αφού επιλέγεται ώστε να παρακάμπτει ουρές μπροστά από καφέ και σουβλατζίδικα και τράπεζες, ξεκούραστη, αφού τριγυρίζει αποφεύγοντας τις ανηφοριές, ευχάριστη, αφού επιλέγονται οι δρόμοι με τα ωραία σπίτια και την αρύτερη κίνηση. Αλλά, κατάντησε κάπως βαρετή…
Πώς, λοιπόν, να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά, που επιτράπηκαν και οι μετακινήσεις; Ε, ας βγούμε λίγο στη θάλασσα! Όμως, το ίδιο, προφανώς, σκέφτηκαν πάρα πολλοί, οπότε στο Λαύριο ήταν γεμάτα όχι μόνο τα παγκάκια στο λιμάνι, όχι μόνο οι πάγκοι στα καφέ, αλλά και τα ενοικιαζόμενα σκάφη στη μαρίνα είχαν κόσμο μέσα κι αυτά, ενοικιαστές ή ίσως απλώς πρόσκαιρους καταληψίες των καταστρωμάτων τους.
Ο φόβος, θρεμμένος και από κάτι τελευταίες κορονοαπώλειες, ήταν ισχυρότερος από την κοινωνική μας διάθεση, οπότε, όπου φύγει φύγει. Και πού να «φύγει»; Ας πάμε πέρα από το λιμάνι, προς την ακτή ανατολικά, να περπατήσουμε τουλάχιστον λίγο, να γράψει κι ο βηματομετρητής τίποτα…
Δεν είναι ωραία προς τα κει. Άδειες εκτάσεις, ερείπια κτιρίων, σωροί με σκουριασμένες πέτρες, τα απορρίμματα των μεταλλείων, κατακουτσουλισμένες διαβάσεις. Αποφεύγαμε να κοιταχτούμε καν, μην και ρίξει ο καθένας μας στον άλλον την ευθύνη για την επιλογή του Λαυρίου που, να! Ούτε να περπατήσεις δεν μπορείς, τι πρωτομαγιά να κάνεις εδώ πια;
Αλλά, τι είναι τούτο; Δίπλα στη θάλασσα, αυτό το μωβ;
Αμάραντα! Αμάραντα, χιλιάδες, μωβ αμάραντα λουλουδάκια, φυτρωμένα ανάμεσα στις μαύρες, αιχμηρές και γυαλιστερές πέτρες με τον μόλυβδο, δίπλα στο νερό. Και η μιζέρια μας έκανε πέρα, εξαφανίστηκε, δεν μας ξαναενόχλησε. Και το μαύρο νερό, μαύρο από τα μπάζα στην παραλία και στον βυθό του, έδειξε λαμπερό κι αυτό, και οι σκουριές άρχισαν να φαίνονται σαν επιβλητικό χαρακτηριστικό του τοπίου και ο ερειπιώνας έμοιαζε πια σαν σκηνογραφία σε ταινία του Αγγελόπουλου.
Μου φαίνονται μελό συνήθως οι εκστατικές περιγραφές της φύσης και, όταν τις διαβάζω στα μυθιστορήματα, πάω στην παρακάτω παράγραφο. Το ίδιο και οι φωτογραφίες στο Διαδίκτυο με τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και τα ανθισμένα λιβάδια και τα τέτοια. Όμως εδώ, με τούτα τα θραψερά αμάραντα μες στο σκουπιδαριό, ένιωσα χαρά, χαρά μεγάλη. Και μάλλον δεν ήταν που γλύτωσα το δεκάρικο να αγοράσω αμάραντα από τη λαϊκή. Όχι. Νομίζω ότι ήταν που είδα πως και στο ζοφερό, μολυβένιο τοπίο, μπορούν με την άνοιξη να βγαίνουν κι αμάραντα, κι από αγκάθι να βγαίνει ρόδο, λοιπόν…
Και κάναμε και ένα ωραιότατο μαγιάτικο στεφάνι που τόσες μέρες τώρα και ακόμα δεν έχει κρεμάσει μαραμένο, όπως πέρυσι εκείνο με τις μαργαρίτες και τα τριαντάφυλλα…
*
©Ζωή Κατσιαμπούρα
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.