Αγγελική Πεχλιβάνη, Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2021
Και που λείπεις είσαι η φαντασμαγορία μου…
Mε αυτήν τη δήλωση εισάγει την πρώτη ενότητα του βιβλίου της, η οποία καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής της, η Αγγελική Πεχλιβάνη. Πρόκειται για μια έντεχνη, γεωμετρημένη, με πολλές αρετές ημερολογιακή γραφή – καταγραφή με κύριο θέμα της το πένθος. Η γλώσσα της Πεχλιβάνη μεστή, πυκνή, κυλά ρυθμικά, μετρημένα, πατά σε βάσεις στέρεες, κατασκευασμένες από αναγνώσεις, οι οποίες είναι εμφανείς, τόσο αυτές όσο και η κλασσική και η γενικότερη παιδεία της Πεχλιβάνη. Είναι εμφανής, η άμεση σχέση της Πεχλιβάνη με την αφηγηματολογία, η οποία συναντάται όχι μόνο στην επιμελημένη δομή των κειμένων της αλλά της αφιερώνει δύο τίτλους, «Αφηγηματολογία Ι» και «Αφηγηματολογία ΙΙ», […] «Ο Θάνατός σου είναι παγωμένος στον χρόνο./Επιπλέω έξω από τον εαυτό μου./Είμαι ο παντογνώστης αφηγητής./Και ξέρω ότι αυτό δεν συνέβη.» Όσο προχωρά κανείς στην ανάγνωση ανακαλύπτει την εξαιρετική τεχνική με την οποία οικοδομεί υπερρεαλιστικά τα κείμενά της, αλλά και το διακείμενο. Χέμινγουεϊ, Βιζυηνός, Σολωμός, Πωλ Σεζάν, Χατζιδάκης είναι κάποιοι απ’ όσους συνδηλώνουν την πολύτιμη παρουσία τους στη γραφή της Πεχλιβάνη, αρχής γενομένης της μικρής φόρμας, στη σελ. 9 με τίτλο, «Με τον τρόπο του Χέμινγουεϊ» «Πέταγε./πέταξε.», περιέχοντας σε δύο λέξεις όσα θα αφηγηθεί στις επόμενες σελίδες.
Το χρονικό του πένθους, ξεδιπλώνεται σε τρείς ενότητες σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με σαφή χρήση της απεύθυνσης. Η δεύτερη και η τρίτη ενότητα έχουν ως τίτλο «Της Μεγάλης Εβδομάδας» και «Τότε που φυσάει πατέρας, Αέρας Πεχλιβάνης», αντίστοιχα. Στο σύνολο του έργου της κυριαρχούν, κυρίως, σύντομα ποιητικά κείμενα σε μορφή πρόζας σε εναλλαγή με ποιητικές, άλλοτε ολιγόστιχες και άλλοτε ανεπτυγμένες ποιητικές συνθέσεις.
Η απώλεια των γονέων, ιδιαιτέρως της μητέρας, κατατρώγει την ποιήτρια η οποία καταθέτει εν είδη ημερολογιακής γραφής την εσωτερική της συνομιλία με την άρνηση, με τη αποδοχή της τραγικότητας που ενέχει η ορφάνια, Η Πεχλιβάνη αφηγείται τα στάδια του πένθους συμπαρασύροντας τον αναγνώστη σε έναν ιδιότυπο εσωτερικό μονόλογο, όπου το κύριο στοιχείο είναι η απεύθυνση στο β΄ πρόσωπο, αλλά και τα ψυχαναλυτικά στοιχεία, καθώς ονειρικό καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής της αφήγησης.
Στους στίχους της Πεχλιβάνη ζουν και υπάρχουν τα σύμβολα, οι αναδρομές στο παρελθόν, ο χρόνος, οι εποχές, τα χρώματα. Η γραφή της, ίπταται συχνά σε μία μάχη με το μοιραίο και τη σκληρή πραγματικότητα, […] Το σπίτι σκοτεινό, φωτογραφίες συ παντού, οι γάτες σιωπηλές και ένας άνεμος κακός φυσάει σαν από παλιό χειμώνα.». μα όσο και αν η αφετηρία της είναι η φθαρτότητα, το γήινο περιβάλλον, το χρώμα της θάλασσας, το φως και ο χρόνος, ο χρόνος και το φως, διεκδικούν τη θέση τους στο έργο της, […] «Τις Κυριακές φορώ τη ρόμπα σου και μαγειρεύω ψάρια ανοιχτής θαλάσσης παρηγορητικά. Σκέφτομαι τη μοναξιά του κόσμου. Σκέφτομαι την αλητεία του θεού (του μη ανάγωγου). Σκέφτομαι τη γλώσσα μου που ορφάνεψε και συνεχίζω.» Στις γραμμές της ακόμα και οι θετικές επιστήμες, εμπλέκει όρους μαθηματικούς, όρους των φυσικών επιστημών δομώντας την ποιητική της με ιδιαίτερη επιμέλεια, «Το όνειρο που βλέπω δεν λέει να τελειώσει. Διαρκεί 14 ημέρες και 18 ώρες ακριβώς. Βλέπω ότι έχεις πεθάνει.», ενώ κάθε τίτλος της αποτελεί και μια αυτόνομη αφήγηση, όπως εκείνος στη σελ. 13: «Διάσπαση ατόμου», όπου ουσιαστικά η ποιήτρια εισάγεται στη διαδικασία του πένθους. Στάδιο πρώτο: Θλίψη – Άρνηση. «Είμαι ξαπλωμένη σε πλάγια στάση συνεσταλμένη. Τα πόδια μου λυγισμένα προς το στήθος και τα χέρια μου αναδιπλούμενα. Μπορεί να κοιμάμαι. Σίγουρα ονειρεύομαι. Αφαιρώ. Όλους τους βασιλικούς και τις γαρδένιες που φύτεψες. Όλες τις Θάλασσες που δεν είδες.…[…]Εσύ ταΐζεις τα πτηνά του ουρανού με στάρι γλυκό και ρόδο κατακόκκινο. Φθινοπωριάζει…»
Οι περιγραφές της πυκνές και τα σύμβολά της τόσο ευθεπήβολα, […] «Έρχομαι προετοιμασμένη. Προσπαθώ να σταθώ στο σωστό σημείο, ανάμεσα στο όριο του πένθους και του πένθους. Του θρήνου και του θρήνου μου.», που δεν χωρούν παρανοήσεις.
Καθώς η Πεχλιβάνη βαδίζει προς την αποδοχή, η ποιήτρια ξεδιπλώνει τα σύμβολα της συνομιλώντας με την παράδοση και το διακείμενο, χωρίς να παραλείπει τις εορτές, και τα εκκλησιαστικά κείμενα. Έτσι, λοιπόν η κοίμηση της Θεοτόκου, στο τρίστιχο με τίτλο «15 Αυγούστου», υπομνύεται με την κοίμησή της το πένθος της ποιήτριας, «Η κοίμησή σου/-κύμα βαρύτητας-/με έλκει.», καθώς η επωδός του προηγούμενου κειμένου, που φέρει τον τίτλο, «Της Κοιμήσεως», η ποιήτρια έχει ήδη προαναγγέλλει την αποδοχή, […] «Της κοιμήσεως σήμερα. Γιορτάζεις με την άμεμπτον κεκοιμημένη. Εσύ, η μεμπτή. Εσύ, που δεν μετέστης προς την ζωήν. Που προς τον θάνατον μετέστης.»
Στην προσπάθεια της να αποδεχτεί το τετελεσμένο, ο ανθρώπινος πόνος υψώνεται ονειρικά, υπερρεαλιστικά «Ώρες νυχτερινές γίνεται το μυαλό μου ο τάφος σου./ Βρέχει καταιγιστικά./Ρέει σε βάθος. Ο κόσμος του μουσκεύεται. Φυσάει και σηκώνει χώμα. Σκουληκιάζει. Βγάζει χορταράκια πράσινα, σαστισμένα. Σμύρνα και μοσχολίβανο. Ξεραίνεται και καίει. Παγώνει απ’ το κρύο και τον τρόμο…», διανύει τη Μεγάλη Εβδομάδα σε τίτλους, γίνεται νύχτα, διαπλέκεται με το διακείμενο ανασύροντας περιγραφές που ζηλεύουν εικόνες του Βαγκόνκ και του Μικαλάντζελο,[…] «η νύχτα μυρίζει γιασεμί/εκείνη του Βαν Γκογκ/και η άλλη του Μικαλάντζελο/η νύχτα που χάθηκαν τ’ αστέρια/και η νύχτα που με συμφέρει (του κυρ Νίκου)./ Νύχτα για νύχτα δεν αφήσανς./όλες τις κάνανε ιστορία.»
Ο θρήνος, το πένθος και η απώλεια καταλήγει στην αποδοχή σε μιαν Ανάσταση, μιας Κυριακής του Πάσχα, όπου ούτε τα σύμβολα δεν είναι ικανά να αποσιωπήσουν την παραδοχή, το τετελεσμένο, «Σκιές υποδυόμενες το φως,/γαλάζιο υποχθόνιο./Κανέναν πια δεν πείθετε.», θα πει η ποιήτρια και ένας ακόμα θάνατος θα ’ρθει. Εκείνος του πατέρα, του Αγίου Αλέξανδρου, ένα ακόμα φθινόπωρο της απώλειας, όπου το «άλλο» πενθείτε όπως του αρμόζει κατά τα κοινωνικά στερεότυπα. Χωρίς κραυγές, με σύμβολο τον Βορρά για εκείνον που τα συναισθήματα δεν του ταιριάζουν, και χώμα. Χώμα για τον θάνατο που ήρθε για να μείνει, «Από κοντά μύριζε χώμα. Χώμα και βορινό παράθυρο…», ο πατέρας που ορίστηκε κοινωνικά ως στυλοβάτης, ο πατέρας που […]«ναι, πρώτα γεράσανε τα μάτια σου κι ύστερα εσύ).», ο πατέρας που, […] Χρόνια ολόκληρα δεν είπες τ’ όνομά μου./Το ίδιο έκανα κι εγώ./Βλέπεις δεν με εξοικείωσες με dolceπροσφωνήσεις.», ο πατέρας που υπηρέτησε τα στερεότυπα και τα μετέδωσε αγέρωχα, κατά τας «γραφάς».
Η οδύσσεια του πένθους τελειώνει όπως αρχίζει. Ημερολογιακά. Μ’ ένα φθινόπωρο που απευθύνεται πια στους αναγνώστες της, όπου η ποιήτρια με σκωπτική διάθεση, σαρκάζει τις σκιές και το μούχρωμα, αφήνοντας αιχμές για τα δικά της φθινόπωρα, τα φθινόπωρα της απώλειας, της μεστότητας και της θλίψης. […] «Τώρα θα σας μιλήσω για την εποχή του Φθινοπώρου. Θα σας μιλήσω καθαρά και ξάστερα, κι ας μου την έχει στημένη. Το Φθινόπωρο. Χα.» Τα φθινόπωρα που οδηγούν στην παρακμή, στον μαρασμό. Στον χειμώνα. Στον θάνατο. […]Γιατί είμαι το κόκκινο πανί του φθινοπώρου, είμαι ο torero που το προκαλεί. Ταρατατζούμ και οι νικητήριες ιαχές και όλε.», ενώ δεν παραλείπει την αναφορά της στους ποιητές, […] Το φως του το πλάγιο, το φως το συμπονετικό. Που κλαίει-κλαψ κλαψ- στο υπογάστριο των ποιητών του άστεως.
Χωρίς θαυμαστικά. Θυμός και πικρία. Γιατί είναι ανθρώπινο, γιατί […] «…δεν φοβάμαι πια./Δεν έχω τίποτα να χάσω.»
Επίλογος
Τη μέρα που θα εξαφανιστώ
θα σέρνω τις ξεχειλωμένες μνήμες
της μάνας μου και του πατέρα
σαν δύο έλκηθρα στο παιδικό μου χιόνι.
Και ύστερα θα μείνω άλιωτος χιονάνθρωπος
μες στο ζεστό φθινόπωρο._
*
©Κατερίνα Παπαδημητρίου
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.