Ελπίδα Γρηγοράκη, Από τις κάργιες στα κοτοπουλάκια

(Εκφάνσεις της καρυωτακικής σάτιρας)

Στις 21 Ιουλίου 1928 ο Κ. Γ. Καρυωτάκης αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά.

Στη  νεοελληνική λογοτεχνία, στη φιλολογία και στην κριτική έχουν εμφανιστεί και ευδοκιμήσει πολλές διαμάχες. Λίβελλοι, κριτικές,  παρωδία, σάτιρα, παιγνιώδης λογοτεχνία, θεωριτικά κείμενα και δοκίμια  αντικατοπτρίζουν ανταρσίες και συγκρούσεις.

Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης εντάσσει το Ποίημα «Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον» στην ενότητα «Σάτιρες» από την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», που κυκλοφόρησε το 1927.

«Το ποίημα είναι στιχουργημένο ολόκληρο σε ομοιοκαταληξίες που αρχίζουν από άλφα»,  παρατήρησε ο Τέλλος Άγρας για τον εκ πρώτης όψεως αινιγματικό, παιχνιδιάρικο τίτλο.

Ήδη από τον πρώτο στίχο αποκαλύπτονται η παιγνιώδης διάθεση και ο στόχος του ποιήματος. Στην υποσημείωσή του ο ποιητής διευκρινίζει: «Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή [της Νέας Αθηναϊκής σχολής Μιλτιάδη] Μαλακάση, του οποίου δε θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο». Ο παρατονισμένος στίχος και ο λόγιος τύπος “αριστοκράται” εντείνουν την ειρωνεία. Αργότερα ο Καρυωτάκης θα αποκαλύψει στο Μαλακάση ότι τον… «παρέσυραν οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξιας» ώστε ενέδωσε και κατάφερε να προσφέρει στην ποίηση.

Αλλά και να αυτοσυγκριθεί με έναν αναγνωρισμένο ποιητή. Το «άθυρμα» επαναφέρει το παιχνίδι, άλλα «βάζει στο παιχνίδι» και το θάνατο, την ύπαρξη, το σκοπό της.

Το «εγώ» προδίδει τον αυτοπροσδιορισμό και τον αυτσαρκασμό και ενώνει το «συντριμμένο βάζον» με το «κύμβαλο αλλάζον». Συντριβή, αχρηστία και θόρυβος, που τα διαδέχεται γέλιο. Η ομοικαταληξία των 2 τελευταίων στίχων παραπέμπει στους δύο πρώτους. Δικάσει- γελάσει. Η κριτική και τελευταίος, σε χρονική σειρά. Ο χρόνος, η διαχρονικότητα είναι το κριτήριο για τον ποιητή, την ποιήσή του και την ποίηση σαν τέχνη. Ο Καρυωτάκης αναλογίζεται τα κριτήρια της λογοτεχνίας, την ορθότητα της κριτικής και του ρόλου της.

 

Μικρή Ἀσυμφωνία εἰς Α Μεῖζον

          

Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός θά βρεθεῖ νά μᾶς δικάσει,
μικρόν ἐμέ κι ἐσᾶς μεγάλο,
ἴδια τόν ἕνα καί τόν ἄλλο;

Τούς τρόπους, τὀ παράστημά σας,
τό θελκτικό μειδίαμά σας
τό
 monocle πού σᾶς βοηθάει
νά βλέπετε μόνο στό πλάι
καί μόνο αὐτούς νά χαιρετᾶτε

ὅσοι μοιάζουν ἀριστοκράται,
τήν περιποιημένη φάτσα,
τήν ὑπεροπτική γκριμάτσα
ἀπό τή μιά μεριά νά βάλει
τῆς ζυγαριᾶς, κι ἀπό τήν ἄλλη

πλάστιγγα νά βροντήσω κάτου,
μισητό
 σκήνωμα, θανάτου
ἄθυρμα,
 συντριμμένο βάζον,
ἐγώ,
 κύμβαλον ἀλαλάζον.
Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,

ποιός τελευταῖος θά γελάσει;

 

***

Ένα ποίημα

(Αντί επαίνου για τον κ. Ν. Τ. και τη νέα ποιητική του συλλογή)

Σεβαστέ μου Κύριε,

      Θα εδιαβάσατε ίσως ένα ποίημά μου αναφερόμενο σε σας 

και γραμμένο σε ύφος κάπως ασύνηθες.

Είναι μια τρέλα στην οποία με παρέσυραν κυρίως οι δυνατότητες

της ομοιοκαταληξίας.

(…)Ελπίζω όμως ότι θα εγελάσατε με την απροσδόκητον αυτή και αβλαβή

επίθεση, την οποία πάντως σας παρακαλώ να μου συγχωρήσετε.

Με εξαιρετική τιμή

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Πολύ καιρό προγύμναζες τους στίχους,

για να σου βγουν απρόβλεπτες ενώσεις,       

συμφύροντας κοινούς συνήθεις ήχους·

ώσπου ένοιωσες στα χέρια σου τις ώσεις

του καινού που ακόμα δεν είχε γραφτεί                 

και πάλεψες να μας το φανερώσεις·                       

κι αναμόχλευσες την ύλη του καυτή,

για να βρεις εντός του μια ψυχή ζώσα,          

που μόνο σ’ εσένα μιλούσε στο αυτί.            

Εν τέλει του ’δωσες μορφή και γλώσσα    

με τόσα πρότυπα κρουστά στιχάκια,

εσύ, ναι, μια ακόμα φέρελπις κλώσα.            

Χρόνια κλωσάς αετόπουλα ή γεράκια,          

όμως εκκολάπτεις κοράκια ακόμα,                

κλέφτρες κίσσες κι ισχνά κοτοπουλάκια.      

Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα,

ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων                      

σε μια, δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα.   

Το τρίπτυχο

Αντί επαίνου ο ποιητής επιβραβεύει τον κ. Ν.Τ. με «Ένα ποίημα», χωρίς καν τίτλο, ασήμαντο. Το μότο παραπέμπει στην καρυωτακική ασυμφωνία και ομοιοκταληξία. Ένας σύγχρονος ποιητής ακολουθώντας το παράδειγμα του Καρυωτάκη και έχοντας την εμπειρία του ελεύθερου και του παραδοσιακού στίχου διερευνά τα όρια της ομοιοκαταληξίας και τη λειτουργία της. Ήδη από το μότο θέτει ζητήματα μορφολογικά, αλλά και ενδίδει στη σάτιρα και στο γέλιο.

Κυριαρχεί το β΄ ενικό πρόσωπο, ο ποιητής απευθύνεται στον Ν.Τ., προφανώς το Νίκο Ι. Τζώρτζη, όπως μαρτυρούν τα αρχικά. Πρόκειται για ειρωνία, τεχνική που συνέχει ολόκληρο το ποίημα, από τον τίτλο μέχρι και τη στίξη (στον τελευταίο στίχο) και συνδέει τους ποιητές.

Ο ποιητής -χωρίς ποτέ να παραδεχτεί την ταυτοπροσωπία και με την ασφάλεια που του προσφέρει η πλαστοπροσωπία, το προσωπείο- ασκεί κριτική στον τρόπο εργασίας του Ν.Τ. Η αυτοκριτική, ο αυτοσαρκασμός περιλαμβάνουν την ασημαντότητα σε σύγκριση με τους αναγνωρισμένους ποιητές. Ο Καρυωτάκης αυτοσυγκρίνεται με το Μαλακάση και ο κ. Τζώρτζης με τον Καρυωτάκη, όπως υπαινίσσονται το μότο, η δομή, η τεχνική και η στιχουργική του ποιήματος.

Ο χρόνος

Ο Καρυωτάκης αναζητά και αναρωτιέται για τη διαχρονικότητα της (καρυωτακικής και μη) ποίησης μεταβάινοντας από το (φιλοσοφικό) υπαρξιακό υπόβαθρο  σε  ποιητολογικό επίπεδο. Ο Ν.Τ. αντιστρέφει την προοπτική, ξεφευγεί από το μέλλον, και επικεντρώνεται  στο παρελθόν. Αυτοσαρκάζει την καθυστέρηση. Άλλωστε επαναλαμβανόμενος τίτλος στις ποιητικές συλλογές του κ. Τζώρτζη είναι η «Αναψηλάφηση»1, η εκ νέου εξέταση μιας σύνθεσης που είχε θεωρηθεί ότι είχε ολοκληρωθεί, αλλά προκύπτουν  νεότερα, άρα μια χρονοβόρα διαδικασία.

Η κλώσα

Εκκόλαψης, όπως την αντιλαμβάνεται ο ποιητής, «εσύ, ναι, μια ακόμα φερέλπις κλώσα». Υποτιμιτικός χαρακτηρισμός και μάλιστα μεταξύ ομοτέχνων, όπως και μεταξύ Καρυωτάκη- Μαλακάση.

Θεωρεί το Ν.Τ. κλώσα. Την ενδιαφέρουσα και απροσδόκητη ομοιοκαταληξία με τη γλώσσα υπογραμμίζει ο μετρικός παρατονισμός (ακόμα). «Μία ακόμα», ασήμαντη και σε συνάρτηση με το τίτλο «Ένα ποίημα».

Το καρυωτακικό «εγώ» μετατρέπεται σε «εσύ». Το «κύμβαλον ἀλαλάζον» εντάσσεται μεταξύ των προτύπων και των κρουστών.

Τα ρήματα

Η επόμενη στροφή παρουσιάζει τα στιχάκια και τα πρότυπα. Τα ρήματα, αν και εκ πρώτης όψεως συνώνυμα, ενέχουν μια ενδιαφέρουσα αμφισημία. Η κλώσα παράγεται από το ρήμα κλώσσω στα αρχαία ελληνικάκλώζω, που σημαίνει κρώζωκραυγάζωαποδοκιμαστικά, όπως αντιμετωπίζει ο ποιητής τα ποιήματτα του Ν.Τ.. Ο ποιητής επιφυλάσσει το ρήμα για αετόπουλα και γεράκια. Για ποιήματα μεταφορικά μεγαλοπρεπή και εκτενή, που ωστόσο υστερούν ηχητικά. Και επιμένει στη μακροχρόνια επεξεργασία τους.

Το ρήμα εκκολάπτω στην αρχαιότητα σήμαινε αποξέω, διαγράφω, εξαλείφω. Ο ρήτορας Δημοσθένης αναφέρει ότι τα ψηφίσματα των Αθηναίων χαράσσονταν σε ξύλινες ή πέτρινες πλάκες. Συνεπώς η αναθεώρηση ή η αντικατάστασή τους  προϋπόθετε την απόξεσή τους με ένα αιχμηρό αντικείμενο, τη διαγραφή, την εκκόλαψη τους. Έτσι το ρήμα μεραφέρεται στο περιβάλλον των πουλιών, που ξύνουν  το ράμφος τους το κέλυφος των αυγών και εμφανίζεται ο νεοσσός. Στην παθητική φωνή το ρήμα μεταφορικά περιγράφει ό,τι διαμορφώνει τα πλήρη χαρακτηριστικά του, μέσα σε ένα περιβάλλον και κάτω από την επίδρασή του, και έτσι παρουσιάζεται ή εκδηλώνεται- είναι ταυτόσημο με το ρήμα ωριμάζω. Οπότε επέρχεται και η πολυσημία.

Και με τις τρεις σημασίες το ρήμα δύναται να λειτουργήσει σε πολλλά διαφοερικά νοηματικά επίπεδα. Η αναθεώρηση και η διαγραφή αντιστοιχούν στην καθυστέρηση και στις αναψηλαφίσεις, στις τεχνικές του Ν.Τ. Μεταφορικά το ποίημα προκύπτει όπως ο νεοσσός. Το κέλυφος αντιστοιχεί στη γλώσσα ή στην έμπνευση ή και στα πρότυπα, ή σε θεωρητικά κείμενα ή και στο συνδυασμό τους. Άρα το ποίημα αποκτά μορφή και οντότητα. Εντάσσεται στην ποίηση και επιτρέπει στον αναγνώστη και στον ερευνητή να εντοπίσουν τις επιδράσεις του του ποιητή.

Τα πτηνά

Όπως ο Καρυωτάκης παράγει κάργες, ο Ν.Τ. παράγει κοτοπουλάκια. Αναλογία που τον εντάσσει στην παράδοση των ποιητικών κακόηχων πτηνών, που υποβάλλονται με την παρήχηση του «κ».

Αετόπουλα ή γεράκια από το δημοτικό τραγούδι, τα ριζίτικα ενδεχομένως, το «Κοράκι»  του Ε.Α. Πόε, το «Άλμπατρος» του Κ. Μποντλέρ, τις κάργες από την καρυωτακική «Πρέβεζα», την «Κίχλη» του Γ. Σεφέρη. Οι «κλέφτρες» υποδεικνύουν την κακώς θεωρούμενη λογοκλοπή και συνδυασμένες με τις «κίσσες» και  το ΣΤ, «Επί σκηνης» από τα «Τρία Κρυφά Ποιήματα»  και την εμβληματική σεφερική παραδοχή «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας./ Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη/ ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.». Έτσι αναδεικνύεται η αντιστοιχία νεοσσοί-νεογνά, που υπενθυμίζει τη σαρκική σχέση ποιήματος και ποιητή.

Τα ισχνά κοτοπουλάκια

‘Ενας ποιητής γράφει έναν αντεστραμμένο έπαινο για τον ποιητή Ν.Τ. Ωστόσο αναγνωρίζει ότι:

Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα,

ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων

σε μια, δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα.

Πρόκειται για λεπτομέρειες, άρα ο ποιητής έχει ασχοληθεί με την ποίηση του Ν.Τ. και έχει παρατηρήσει ακόμα και τη λειτουργία της στίξης, όπως των παρενθέσεων στον υπότιτλο. Ο ποιητής είναι ένας επίμονος αναγνώστης.

Για τον αναγνώστη πάντως τα ισχνά κοτοπουλάκια είναι η πρώιμη φάση. Εξελικτικά θα μεγαλώσουν, θα κλωσήσουν κι άλλα αυγά και πάει λέγοντας ή γράφοντας.

Με την οπτική του αναγνώστη επανέρχεται και η ωρίμανση, που δύναται να οδηγήσει στη διαχρονικότητα…

Αποπροσανατολισμός και αποδιοργάνωση

Αν και το μότο παραπέμπει στο  ποίημα «Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον» επιμέρους γλωσσικές ενδείξεις υπαινίσσονται κι άλλα καρυωτακικά ποιήματα.

Το μότο προξενεί στον αναγώστη αποπροσανατολισμό, καθώς στρέφει την προσοχή του σε ένα ποίημα, όπως άλλωστε και ο τίτλος, καρυωτακικό. Ο -προς τον αναγνώστη ειρωνικός- αντιπερισπασμός δεν αποκρύπτει την ειρωνία και τη σάτιρα, τεχνικκές που συνδέουν τους ποιητές μεταξύ τους.

Σταδιοδρομία

Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω

σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»

θα γράψουν οι εφημερίδες.

«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»

και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.

Την ψυχή και το σώμα πάλι

στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.

Αλλά, με τη δύση του ηλίου,

θα πηγαίνω στουΒασιλείου.

Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους

λογίους και τους διδασκάλους.

Τα λόγια μου θα ’χουν ουσία,

η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,

θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα ’ναι η καρδιά μου

σα ρόδο που επάτησα χάμου.

Η κλώσα, η γλώσσα και ο σαρκασμός

Στις «Σάτιρες» περιλαμβάνεται και το ποίημα «Σταδιοδρομία». Η αναλογία είναι εμφανής, όπως η κλώσα εκκολάπτει κατοπολάκια, η σάρκα  και το αίμα αποτελούν τα μέρη του βιβλίου.

Η διαφορά έγκειται στο μέγεθος, σχήμα μεγάλο, αλλά το κοτοπουλάκι θεωρείται νεοσσός. Ο κάθε ποιητής αντιλαμβάνεται διαφορετικά την ποιητική του υπόσταση, ωστόσο ο (αυτο-)σαρκασμός εμφανίζεται και στα δύο ποιήματα.

Η κλώσα αυτοσυγκρίνεται με γεράκια, αετόπουλα, κοράκια, κίσες και κατ’ επέκταση τα πρότυπά της. Η κλώσα υστερεί, καθώς στερείται το φυσικό περιβάλλον των υπολοίπων πτηνών. Όπως η γλώσσα στο γραφείο εργασίας του ποιητή, μια δευτερη αναλογία, που προκύπτει από την ομοιοκαταληξία με τη γλώσσα.

Ο Καρυωτάκης είναι ευθύς και απόλυτος, με τη σάρκα, σαρκάζει.

Το μηδέν και το άπειρο

Το παιχνίδι με τις λέξεις συνεχίζεται. Ο ποιητής επικρίνει το Ν.Τ. για την καθυστέρηση στον τρόπο εργασίας του. Ο Καρυωτάκης αποφασίζει να αφιερώσει το χρόνο και τη ζωή του στην ποίηση. «Τα χρόνια» ομοιοκαταληκτούν με τα «αιώνια», ο χρόνος έρχεται σε αντίθεση με την αιωνιότητα, η πεπερασμένη ανθρώπινη φύση εκμηδενίζεται μπροστά στο άπειρο.

Και οι δύο ποιητές καλούνται, αν και από άλλη οπτική, να αντιμετωπίσουν το χρόνο, που αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για την ποίησή τους.

Τα ουσιαστικά και η ουσία

– Η κλώσσα φέρει την ελπίδα και «οι στίχοι παρέχουν ελπίδες». Ένα αρχαιοπρεπές επίθετο παραπέμππει ετυμολογικά, ηχητικά και νοηματικά στην καρυωτακική προσπάθεια για “Σταδιοδρομία” και αναγνώριση. «Μια ακόμα φέρελπις κλώσα», όπως όλοι οι ποιητές, όπως κι ο Καρυωτάκης. Το επιδοτικό «ακόμα» αποκαλύπτει τη σχέση του Ν.Τ. με τον  Καρυωτάκη.

Αλλά και άλλων ποιητών που ενέδωσαν στον καρυωτακισμό.

– Οι «άλλοι» είναι για το Ν.Τ. οι ομότεχνοί του. Για τον Καρυωτάκη είναι οι λόγιοι και οι διδάσκαλοι. Το ποιητικό υποκέιμενο αντιλαμβανεται πάντως τη διαφορετικότητά του από τους άλλους και στις δύο περιπτώσεις.

– Ο ποιητής ανγνωρίζει στο Ν.Τ. την πάλη, «και πάλεψες να μας το φανερώσεις·», την προσπάθεια να αποκαλύψει την κρυμμένη ουσία των πραγμάτων. «Τα αιώνια πράγματα» θηρεύει κι ο Καρυωτάκης. Ουσία  επιδιώκει κι ο Καρυωτάκης να έχουν τα λόγια του.

Από την κραυγή στο κρώξιμο

Η «ψυχή ζώσα» είναι του Καρυωτάκη που αγωνίζεται για τη βιοπάλη, στη δουλειά, όπως παραδέχεται στη «Σταδιοδρομία».

Η εμμονή με την κακοηχία των πτηνών σε συνδυασμό με το αυτί, την υποδοχή και την πρόσληψη του Καρυωτάκη συνάδουν με την φιλολογική μονοφγραφία περί παρατονισμένης μουσικής. Ο Χρήστος Παπάζογλου στον Πρόλογο του όμοτιτλου βιβλίου του  κάνει λόγο για φλόγα στη σχέση του με τον Καρυωτάκη εξηγώντας τον τρόπο έρευνας και μελέτης. «Κι αναμόχλευσες την ύλη του καυτή», συμπληρώνει ο ποιητής.

Την  ηχητική αντίληψη της ποίησής του περιγράφει ο Κραυωτάκης  στο ποίημα:

Κριτική

Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός

ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει

σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,

κάποιου πὄχει πεθάνει.

«Ελεγεία» Πρωτη Σειρά, «Ελεγεία και Σάτιρες»

Η κραυγή και το κρώξιμο δεν απέχουν νοηματικά και χησιμοποιούνται μεταφορικά σε όμοια γλωσσικά περιβάλλοντα.

«Σάτιρες»

Ο ποιητής αξιοποιεί τους παρατονισμούς και την εκ των έσω διατάραξη και αποδιοργάνωση του ρυθμού για να δώσει έμφαση στα νοήματα και να υπογραμμίσει τη γόνιμη και δημιουργική σχέση του με την καρυωτακική στιχουργία.

Με τις ίδιες προθέσεις ανατρέχει σε τύπους αρχαιοπρεπείς, που χρησιμοποιούνται ειρωνικά, επαναφέρουν την καρυωτακική ειρωνία ενταγμένη λειτουργικά στη  φιλολογικη σάτιρα.

Στο «Ένα ποίημα» η διακεινενικότητα αφορά την Ενότητα «Σάτιρες» από  από την τελευταία ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη. Αντί επαίνου επαναπροσδίοριζει την καρυωτακική -και δη φιλολογική- σάτιρα και επαναπροσλαμβάνει τις «Σάτιρες».

Πτήσεις και πτώσεις

Από τα ημερολόγια εργασίας του ποιητή (αποσπάσματα για προσωπική χρήση).

Τα εις εαυτόν, Β΄

Ψηλά πάνω στη γέφυρα,
εμφορούμενος πάντα
απ’ τη χρυσή σου μεσότητα,
διαπεραιώνεις με ασφάλεια

τη χρυσή σου μετριότητα
(που την είπαν: μεστότητα)
κι από κάτω σου χάσκει
τρίσβαθο και σκοτεινό

το Καινό.

Ποιητή-γραφιά, πέσε!

Η δομή

Το παραπάνω δεύτερο ποίημα του Νίκου Ι. Τζώρτζη δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό “Στάχτες” ένα μήνα νωρίτερα, στις 21 Ιουνίου 2021. Δομείται σε τρία ουσιαστικά, που ομοικαταληκτούν μεταξύ τους και συνδέουν τα δύο τετράστιχα στροφικά συστήματα.

Τρία είναι και τα σημεία που υποδεικύει το ποιητικό υποκείμενο: Ψηλά -(μεσότηττα/μετριότητα/μεστότητα) μέσο- κενό.

Το καινό υποβάλλει το κενό, λόγω ομοηχίας. Επίσης λόγω σκηνοθεσίας, “τρίσβαθο και σκοτεινό” είναι το κενό και λόγω ομοιοκαταληξίας “σκοτεινό”- “κενό”. Αλλά κυρίως λόγω ποιητή- Γραφιά.

“Αναψηλάφηση”

Ο τελευταίος στίχος νοηματοδοτεί εκ νέου το ποίημα οδηγώντας τον αναγνώστη σε μία βαθύτερου επιπέδου ερμηνεία και στην αποκάλυψη του  φιλοσοφικού υποβάθρου του.2

Γραφιάς

Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)

Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)

Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)

Στο ποίημα «Γραφιάς» από την ενότητα «Η σκιά των ωρών» και την ποιητική συλλογή «Νηπενθή» (1921) ο Κ.Γ. Καρυωτάκης κινείται σε δύο αντίθετα μεταξύ τους επίπεδα, το μέσσα, τον εσωτερικό του κόσμο, στο γραφείο και το έξω, τη φύση και τη ζωή.

Η εσωστρέφεια, ο εγκλεισμός, το γραφείο και το επίθετο «γυρτός» έρχονται σε αντίθεση με τον ποιητή «ψηλά πάνω στη γέφυρα». Ο κ. Τζώρτζης διακατέχεται από έμπνευση, ώστε καταφέρνει να διαπεραιωθεί στην αντίπερα όχθη, της ποίησης.

Ωστόσο ο κ. Τζώρτζης παρατηρεί τα φαινόμενα του εαυτού του  -το ποίημα ανήκει στην ενότητα «Τα Εις εαυτόν» και προορίζεται για «προσωπική χρήση»- με αυστηρότητα:  μεσότητα, ασφάλεια, μετριότητα. Θεωρεί ότι η ποιήσή του βρίσκεται στο μέσο και ότι διατηρεί τη χρυσή τομή, ακόμη και σε επίπεδο μετρικής με την επιστροφή σε παραδοσιακές μορφές, όπως το τριολέτο και σε άλλα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης, όπως η ομοιοκαταληξία.

Η παρένθεση λειτουργεί όπως και στο καρυωτακικό ποίημα, περικλύει «το έξω», την άποψη των αναγνωστών, την αναγνωστική υποδοχή και αποδοχή, τα περί ωριμότητας, επάρκειας και άλλων θετικών ιδιοτήτων. Πρόκειται για φράσεις τετριμμένες, που μένουν στο επιπεδο των εντυπώσεων ή του εντυπωσιασμού, «κείμενο μεστό νοημάτων» και «μεστός λόγος».

Το καινό

Η αλλαγή του ρηματικού προσώπου σηματοδοτεί την έναρξη της δεύτερης νοηματικής ενότητας. Εισάγεται το επίρρημα «κάτω», αντίθετο προς το «ψηλά». Ακολοθεί το ρήμα «χάσκει» με υποκείμενο το καινό. Το ρήμα υποβάλλει και επιβάλλει το «κενό» νοηματικά με έρεισμα την ομοηχία. Από το ρήμα χάσκω και το παλαίοτερο χαίνω παράγονται το χάσμα, το χάος, που  ισοδυναμεί νοηματικά με το κενό.

Ανάλογη πορεία ακολουθεί ο Καρυωτάκης στο σονέτο [Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες…] από τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» και την Ενότητα “Ελεγεία” Δεύτερη Σειρά (1927).

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Στη δεύτερη στροφή κυριαρχεί η αντίθεση “υψώνονται- «θα πέσουνε». Το χάος πολλαπλασιάζεται με την ομοιοκαταληξία αριθμητικά και ηχητικά «χάη-αντιχάει» και εξελίσσεται σε «άπειρο».

«Πέσε»

Με την προστακτική «πέσε» ο κ. Τζώρτζης ενδίδει στην καρυωτακική σάτιρα, το ανεστραμμένο ελεγείο.

Η πτώση του ποιητή προκαλεί «το απόλυτο γέλιο της καρυωτακικής σάτιρας»3 και οδηγεί τον κ. Τζώρτζη στο καινό, στο καινούριο ποίημα, στην καινούρια φάση της ποίησής του και στην αισθητική κατηγορία του κωμικού.

***

 

  1. Τίτλος της προηγούμενης (Αναψηλάφηση) και της υπό έκδοσης (Αναψηλάφηση, Β΄), ποιητικής συλλογής του Νίκου Ι. Τζώρτζη, όπου συμπεριλαμβάνεται και το : «Ένα ποίημα».
  2. Πβ. τα περί Αναψηλάφησης στην προηγούμενη υποσημείωση.
  3. Δημήτρης Πολυχρονάκης, Το απόλυτο γέλιο της καρυτακικής σάτιρας”, περιοδικό Αμάλθεια, 142-143 (2005), 73-82.

©Ελπίδα Γρηγοράκη, φιλόλογος