H υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων της Χρύσας Φάντη, Σε θολά νερά, από τις εκδόσεις Σμίλη, 2021
Βράδυ. Τη νιώθεις ν’ ανασαίνει δίπλα σου και σαν να κολυμπάει στο ημίφως. Ξαφνικά ένας γδούπος από το διπλανό δωμάτιο σε κάνει να υποψιαστείς ότι το γκαρσόνι που μόλις σας έφερε την παραγγελία έχει βρεθεί κάπου εκεί, και τώρα έντρομο βιάζεται να το σκάσει. Τον φαντάζεσαι να σηκώνει από το πάτωμα μια ζώνη καουμπόικη με βαριά μεταλλική αγκράφα (εξ ου και ο γδούπος) και στη συνέχεια να κουμπώνεται.
Θυμάσαι τον εαυτό σου δεκαετίες πίσω, όταν φορούσες μια τέτοια ζώνη με χαραγμένη στο κέντρο μια νεκροκεφαλή. Της το αναφέρεις κι εκείνη συνεχίζει να κοιτάει προς το παράθυρο, με το πιρούνι μετέωρο κάτω από το σαγόνι της. Γελάει και σου λέει τη δική της εκδοχή. Πως μάλλον πρόκειται για κάποιον παράνομο εραστή, που πιθανόν να έριξε κάτω κάποιο βαρύ αντικείμενο, στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από την έφοδο του συζύγου. Τον φαντάζεται κακομοίρη και με τα παπούτσια στο χέρι.
Σκέφτεσαι πως αυτή η κοπέλα έχει κάτι προσγειωμένο και ταυτόχρονα πολύ θηλυκό και ρομαντικό. Φυσάει, και τα παντζούρια χτυπούν πάνω στο κούφωμα του παράθυρου. Προσπαθείς να θυμηθείς τι έκανες χτες, προχτές ή πριν από έναν μήνα, αλλά δεν τα καταφέρνεις. Αντ’ αυτού, θυμάσαι μια παλιά φωτογραφία του πατέρα σου. Φοράει μαύρο κοστούμι και χορεύει ταγκό με τη δεκαεξάχρονη κόρη κάποιας ξαδέρφης σου, που είναι ντυμένη παράνυφη. Την κρατάει από τη μέση κι εκείνη, με ένα εκπληκτικό χορευτικό τσάκισμα, γέρνει προς τα πίσω την πλάτη της, επαγγελματίας στο είδος της.
Το βλέμμα του ώριμου άντρα, καρφωμένο πάνω της, είναι σαν να της λέει ποτέ δεν θα μπορέσω να σε ξεφορτωθώ, και το ξέρεις. Κοιτάς την κοπέλα δίπλα σου για μία ακόμη φορά και σκέφτεσαι ότι αυτή η εικόνα θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Ακόμη γυμνή, κρατάει στα δάχτυλά της μια δόση φον ντε τεν, που, όπως σε πληροφορεί, είναι και αντηλιακό. Την παρακολουθείς μ’ έκσταση καθώς το απλώνει με μικρά χτυπηματάκια στο πρόσωπό της. Ναι. Αυτή η κοπέλα έχει κάτι που σε τρελαίνει. Κάνετε πάλι έρωτα, σαν να ξαναβρίσκεστε μετά από χρόνια και αυτή να είναι η τελευταία σας μέρα.
Έξω αρχίζει να χαράζει. Τα πράγματά της πεταμένα στο πάτωμα. Ένα ασημένιο δαχτυλίδι, το πακέτο με τα τσιγάρα της, πιο πέρα ένας αντρικός νικελένιος αναπτήρας αντίκα. Νιώθεις κάτι σαν τσίμπημα. Από το μπάνιο ακούγεται το γουργουρητό του νερού που τρέχει μετά το τράβηγμα της τάπας. Δεν βλέπεις πουθενά ούτε το κινητό της ούτε τα ρούχα της. Ένας επίμονος θόρυβος σαν από κάποια γεννήτρια ή το μοτέρ κάποιου κλιματιστικού. Ο θόρυβος μπαίνει από το ανοιχτό παντζούρι, αλλά από το ίδιο παντζούρι εισχωρεί και μια δέσμη από φως. Αν σηκωθείς να το κλείσεις, το φως θα εξαφανιστεί και θα μείνει μόνο αυτή η σιωπηλή σκοτεινιά. Παλινδρόμηση υγρών σε ανακατωμένο στομάχι.
Βγαίνεις από το δωμάτιο. Ο διάδρομος που οδηγεί στο αίθριο είναι εντελώς άδειος. Τίποτα δεν κινείται. Το μυαλό σου δε λέει να πάρει μπροστά. Αυτό είναι. Δε λέει. Θα μπορούσες να την αναζητήσεις. Έχεις βαρεθεί να είσαι μόνος. Τη θέλεις. Σε θέλει κι αυτή. Αλλά μόνο με την επιθυμία δεν θα τη φέρεις πίσω. Το τσίμπημα μεταφέρεται χαμηλά στη μέση σου. Βλέπεις τον εαυτό σου γέρο, γυμνό κι οστεώδη κάτω από τη βροχή. Πάλι η μάνα σου, μαθήτρια του δημοτικού, ανεβασμένη κάπου ψηλά. Από κάτω ένα τεράστιο ακροατήριο, όπως σε γήπεδο ποδοσφαίρου. Προσπαθεί κάτι να πει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πίσω από τις κουίντες ένας άντρας στην ηλικία σου. Ο άντρας φορά το κοστούμι του πατέρα σου. Η μητέρα σου έχει ουλές σε όλο το σώμα της, αλλά δεν το γνωρίζει. Το κεφάλι της είναι ένα μυρμήγκι. Το μόνο που λαχταρά είναι να χωθεί στην τσέπη του εραστή της.
Πίσω ξανά στην πόλη, το διαμέρισμα που νοικιάζεις είναι μεγάλο και έχει παντού παράθυρα. Από την κρεβατοκάμαρα βλέπεις το ποτάμι και μια διασταύρωση αφύλακτη. Δεν ήταν πάντοτε αφύλακτη, είχε τρία φανάρια που αναβοσβήνανε, αλλά τώρα κανένα δεν λειτουργεί.
Τα χρόνια της εφηβείας σου. Η διαρκής αναστάτωση. Η μυρωδιά της αξόδευτης επιθυμίας. Ακόμη κι ένας νεκρός θα μπορούσε να την οσμιστεί. Γυναίκες με οπίσθια πληθωρικά και γάμπες χυμώδεις. Μερικές τις είχες ακολουθήσει στο σπίτι τους. Τις άφηνες να σε χρησιμοποιούνε. Σε ρουφούσαν και μετά σ’ επιθεωρούσαν. Σε μετρούσαν από την κορφή μέχρι τα νύχια κι αναρωτιόντουσαν αν έκανες για την κόρη τους. Αν τηρούσες τις προδιαγραφές. Υπήρχαν κι αυτές με τα χαμηλωμένα μάτια. Ακόμη παρθένες και απίστευτα ερωτικές, παρά τα χρονάκια τους. Έχυνες μόνο που τις κοιτούσες. Σου άρεσαν. Οι γοφοί τους. Τα μαλακά εγκαταλειμμένα στήθη τους. Οι τρυφερές μαραμένες ρώγες, που με το παραμικρό σκλήραιναν. Το ήξερες. Όλο αυτό δεν είχε τίποτα το κακό. Ήσουνα τυχερός.
Καφές. Αυτό τουλάχιστον το δικαιούσαι. Κατευθύνεσαι στην κουζίνα. Από το καθιστικό ένα δροσερό αεράκι μπαίνει κατά ριπές, κατεβαίνοντας σκαλί-σκαλί τον Ταΰγετο. Κάπου ένα χέρι. Ένα καινούργιο μάτι. Κάτι που διαρκώς ξεφεύγει, αλλάζει μορφή, χρώμα, διάθεση. Δεν το παίρνεις υπόψη σου, δεν το βλέπεις. Ούτε κι αυτό εσένα. Τοπίο που διαρκώς κινείται και κινείται ερήμην σου.
10.30 μ.μ., δεύτερο βράδυ που βρίσκεσαι εν κινήσει.
12.00 π.μ., κουφόβραση. Γύρη που την παίρνει ο άνεμος και την κολλάει πάνω στα τζάμια του λεωφορείου. Αλάνες και χέρσα κομμάτια γης, διώροφα τουριστικά πούλμαν παρκαρισμένα στα σημεία ξεκούρασης, με σβησμένα τα κλιματιστικά, σωστά θερμοκήπια, μινιατούρες δεινοσαύρων. Στ’ αριστερά σου οι κόλποι και οι παραλίες του Σαρωνικού. Ρεύματα που διασταυρώνονται μ’ εκείνα που έρχονται από τον Ευβοϊκό, μικροί υδάτινοι στρόβιλοι. Για μερικά λεπτά το σύμπαν αδειάζει. Μυρωδιά καμένου λάστιχου κι ένα μείγμα από μπάζα και χημικά. Δεν βλέπεις τίποτα σε απόσταση μεγαλύτερη των εκατό μέτρων. Αναμφίβολα, αυτό το ταξίδι δεν έχει σχέση με την εργασία σου.
Το ίδιο όνειρο, εκείνο με τα ξέφτια από άσπρο σεντόνι. Ξυπνάς μέσα στον πανικό. Το στόμα σου ανοίγει ακούσια και στη συνέχεια στραβώνει, σαν από κάποια αιφνίδια αντίδραση του νευρικού συστήματος. Προσπαθείς να σηκωθείς, αλλά νιώθεις αδύναμος. Τις τελευταίες μέρες, στα καλά καθούμενα σε πιάνουν σπασμοί και σαν να σου σφίγγουν με τανάλια τις γάμπες και τις πατούσες. Κάποτε, πάλι, νιώθεις και κάτι περίεργες σουβλιές στην πλάτη. Μπορεί να μην είναι τίποτα. Αυτό που λέμε πονάκια χωρίς σημασία. Κράμπες άνευ αιτιολογίας.
Βαδίζεις μ’ ένα ελαφρό ζικ-ζακ προς το μπάνιο. Δεν προλαβαίνεις να ψάξεις για διακόπτη. Αλλά δεν πειράζει. Θα τα καταφέρεις κι έτσι. Φτάνεις κουκουβιστά, κάπως σαν να ανορθώνεσαι και μετά γέρνεις μπροστά. Ακουμπάς το χέρι στον τοίχο πάνω από τη λεκάνη. Κατουράς. Τα υγρά βγαίνουν από μέσα σου με έναν πήδο όπως σε σιντριβάνι. Στο τέλος μια-δυο πηχτές σταγόνες πέφτουν πάνω στην πλαστική κουλούρα. Αμέσως μετά μια όξινη μυρωδιά, σαν από πορτοκάλι που μούχλιασε. Ίσως η σκορδαλιά που έφαγες χτες μεσημέρι. Μπορεί, ο προχτεσινός παστουρμάς.
Αναρωτιέσαι αν θα γυρίσεις σώος στο κρεβάτι κι αν δεν θα σε βρουν το πρωί σωριασμένο στα πλακάκια. Μικρές λιμνούλες ιδρώτα στο πάτωμα. Η πόρτα του μπάνιου κάθε τόσο χτυπά πίσω σου. Ακούς ένα γρύλισμα. Ανοίγεις την πόρτα και βλέπεις τον σκύλο με το κανελί τρίχωμα να σε περιμένει στο χαλάκι. Πώς κατάφερε να φτάσει ως εδώ; Μπορεί να σε ακολούθησε, μπορεί ακόμη και να σου γρύλισε με παράπονο. Μπορεί και να παραμόνευε ώρες εκεί. Πάντως εσύ κάπου αλλού ταξίδευες. Ούτε τον άκουσες ούτε τον είδες. Πολλά είναι αυτά που τον τελευταίο καιρό δεν προσέχεις.
Του ανοίγεις και τον οδηγείς στην κουζίνα. Θα το ήθελες να του έριχνες μία στα πισινά του, αλλά αντ’ αυτού του βάζεις λίγο νερό σ’ έναν πλαστικό κουβά. Τον βλέπεις να πίνει. Πλαταγίζει τη γλώσσα ρίχνοντας πιτσιλιές στα πλακάκια. Βγάζεις τα αγκάθια από τις πατούσες του και ανοίγεις για πάρτη του την τελευταία κονσέρβα. Εντόσθια πουλιού μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Τον ψάχνεις για πιθανά τσιμπούρια και, έτσι όπως τον έχεις στην αγκαλιά σου, αναρωτιέσαι πού θα μπορούσες αυτή την ώρα να βρεις φάρμακο για να τον ψεκάσεις.
(απόσπασμα από το διήγημα «Κουφόβραση», της προς έκδοση συλλογής διηγημάτων ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ (εκδ. ΣΜΙΛΗ, ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2021).
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.