Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Ο Ανδρέας επί του γήλοφου

[ο χημισμός του κυττάρου. Κάλβος και άλλες παράλληλες ιδιοτροπίες]

Παλαιό χαρακτικό της Πάργας, του Salvator Ludwig, 1907

Μικρή δοκιμή, βγαλμένη από την ζωή της Ελλάδος,
Ολότελα αφοσιωμένη στο μέγεθος το επονομαζόμενο
Και ως
Ανδρέας Κάλβος, εθνικός

Η Τορύνη του Πτολεμαίου και του Πλουτάρχου, βυζαντινή και βραχώδης κοσμεί σήμερα τον νομό της Πρεβέζης. Φέρει την ονομασία Πάργα και κείτεται διάσπαρτη με παλιά κτίσματα και ιστορίες εξέχουσες, που αγγίζουν του μύθου τις παρυφές. Μα στα στενοσόκακά της μπορεί κανείς να βρει γνήσιους πατριώτες και Έλληνες με περήφανο θυμικό. Ο πλούτος περισσεύει σε τούτη την πόλη που κάθε χρόνο βγάζει το καλύτερο καρπό. Ονομαστή η ελαία η παργινή, που τόσο κέρδος αφήνει στους προύχοντες της πολιτείας. Και τα κορίτσια της, ως και αυτά είναι ποιητικά όσο δεν βάζει ο νους σου όταν τις Κυριακές θολώνουν τον λογισμό των ανδρών, καθώς σεργιανίζουν με φραμπαλάδες και ομπρελίνα τον απάνω κόσμο. Ο τρόπος του έρωτος τόσα μαρτυρά για την πρόοδο και τις βαθιές αξίες ενός ολόκληρου κόσμου και ετούτη η πόλη δεν θα μπορούσε πίσω να πηγαίνει. Η Πάργα δεν διαφέρει σε τίποτε. Οι νέοι στέλνουν τα παιδιά σε εκείνη που ξεχωρίζουν για να της κρατούν το βολάν του φουστανιού της. Και τότε ολόκληρη η πόλη σιγομιλεί για τον δειλό εκείνο έρωτα που έθρεψε την κυριακάτικη θλίψη. Κάπως έτσι τακτοποιούνται οι έρωτες, κάπως έτσι δηλώνεται ευθαρσώς η έννοια του αποκτήματος. Το όνειρο των κοριτσιών δεν είναι άλλο από τους αρραβώνες ανήμερα της Παναγιάς όταν επιστρέφουν στην πόλη τα ιερά και τα όσια. Τότε όποιος αγαπηθεί αιώνιο ευλογημένος θα΄ναι, λένε οι γραφές και οι λαϊκές οι ιστορίες που διαθέτουν διδάγματα σπάνια και δεν λαθεύουν.

Μια τέτοια μέρα πριν από χρόνια, άμα φάνηκε το καραβάκι με τα κειμήλια η χαρά ήταν διπλή. Επειδή εκείνη λέει την μέρα επέστρεφαν εις την πατρίδα τα ιερά λείψανα του ποιητή. Οι άρχοντες της πόλης που δεν περιφρονούσαν ποτέ τέτοια γεγονότα εθνικής εμβέλειας οργάνωσαν μια συμπαθητική εορτή με απαγγελίες ποιημάτων που είχαν για μέλημά τους την ψυχή του έθνους. Μερικά από τα αγόρια, τα πιο ντελικάτα – τα διάλεξαν στην πλατεία της πόλης κάτω από τ΄άγρυπνο μάτι του επισκόπου που δάγκωνε τα χείλη του όπως καθολικό αρπακτικό- ανέλαβαν να φέρουν δυο τρεις βόλτες, έτσι για να ευφρανθεί η ελληνική εις όλα η ψυχή. Καθώς το καραβάκι ζύγωνε και οι ναύτες έπιαναν στον αέρα τους κάβους οι άρχοντες συζητούσαν καθισμένοι κάτω από τον ίσκιο. Λένε πως κανείς και ποτέ δεν τον γνώρισε. Μα τότε, είπε κάποιος άλλος, πώς στην ευχή γνωρίζουμε πως αυτός που μας πασάρουν για Κάλβο είναι στα αλήθεια ο σπουδαίος ποιητής. Και ένας άλλος, στοχαστικός, δεν το γνωρίζουμε μα εκείνο που κατέχει την πιο μεγάλη σημασία είναι τα ποιήματα, οι ωδές του, δεν συμφωνείτε; Οι σοφοί μιλούσαν και μιλούσαν και το καραβάκι αφήνοντας τούφες καπνιά στον βραδινό αγέρα καβαλούσε τα κύματα και κοντά ερχόταν. Έτσι που προσεγγίζει τις ακτές θα έλεγε κανείς πως είναι το δίχως φανάρι σκαρί του Λέανδρου που από στιγμή σε στιγμή θα καταποντιστεί.

Το καραβάκι έφθανε, ήρθε, δες το με τα σημαιάκια του και τις κοπελιές με τις παραδοσιακές φορεσιές, σαν Καρυάτιδες του πελάγους και σαν τίποτε άλλο. Ο δάσκαλος γύρεψε μες στο πλήθος το λευκό φουστάνι του κοριτσιού που θα πραγματοποιούσε τις απαγγελίες. Στο ύφος και την χροιά της φωνής σου κρέμεται η ψυχή του έθνους, της είπε. Και εκείνη που υπήρξε για πάντα παιδί γέλασε και έφυγε επάνω στην σκηνή για να κάνει την δουλειά που της είχαν αναθέσει. Κοίταξε κάτω την πλατεία που έσφυζε από ζωή, κοίταξε κάτω στην πλατεία τις κεφαλές του τόπου, βαλμένες πλάι πλάι σαν τα γράμματα της αλφαβήτας.

Σαν ήρθαν τα κειμήλια, ο ιερέας που μέχρι τότε μπέρδευε τις προσευχές του από το πιοτό, ανασηκώθηκε και είπε μερικά φαγωμένα λόγια που όμως στους παρευρισκόμενους φάνηκαν τόσο φωτισμένα. Αργότερα, έτσι για διακόσμηση επάνω στο θέμα, ο ιερωμένος διάβασε μια δέηση για την ψυχή του κεκοιμημένου εν Λάουθ, αγαπητού Ανδρέα, μέγιστου ανάμεσα στους ποιητές και εθνικόν. Αυτό το τελευταίο το ξεστόμισε σαν το δικό μας το αμάν που σημαίνει το τέλος μια σκληρής περιπέτειας. Πού είναι το Λάουθ, αναρωτήθηκε κάποιος μα δεν πήρε απόκριση. Τα εγκώμια έδιναν και έπαιρναν και αν αληθώς ζούσε ακόμη ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος τότε πολύ θα τον συγκινούσαν.

Και το κορίτσι, το επιφορτισμένο με το φρόνημα το εθνικό πήρε να απαγγέλει με υποβλητικότητα τους στίχους.

εις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
εσείς ω ανδρείοι.

ιε΄.
Tα συνήθη χωράφια
αφίνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
και την πενίαν.

ις΄.
Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
υπερασπίζουν.

ιζ΄.
Eκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα!)
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν η πρόνοοι χείρες
εκεί σας φέρνουν.

Κάποιοι χειροκρότησαν μα ο πολύς ο κόσμος κάπως στραβά εκτίμησε την επιλογή των στροφών. Εθεωρήθηκε πως εκείνη η βραδιά μεταμορφώθηκε σε ένα χρονικό γεμάτο έξαρση και κατάπτωση. Το κορίτσι το πήραν κακήν κακώς, το πρόσωπο του Κάλβου απέμεινε καρφωμένο σε κάποιο τοξωτό παράθυρο μιας από τις εκκλησιές του αγγλικού Λάουθ, μυστικό επτασφράγιστο για την μικρή του πατρίδα.

Μα γιατί δεν τέλειωσε η γιορτή, γιατί θυμώσανε με το ποίημα οι βασιλιάδες, αναρωτήθηκε το κορίτσι που κατηφόριζε τώρα πια την πεδιάδα νιώθοντας έναν μικρό φόβο για την ζωή της την ίδια, για την ψυχή της την ίδια. Δεν είναι ψέμα εκείνο που λεν οι στροφές, έτσι δεν είναι;

Μα ο γονιός της του κάκου πασχίζει να την κάνει να σωπάσει. Κοιτάζει πίσω του για στρατιώτες, κοιτάζει εμπρός του για περάσματα και δεν μιλά. Μονάχα πια όταν η όλη υπόθεση είχε απωλέσει τον κίνδυνο, την απειλή όταν είχε απωλέσει ο γονιός του κοριτσιού με την φωνή του χαλασμένη από τον κόπο είπε. Σημασία έχει μόνο το ποίημα και η φωνή σου που ομόρφυνε το στερέωμα. Πώς ήταν άραγες ο Κάλβος, αναρωτήθηκε σιωπηρά το κορίτσι και σαν να ακούστηκε παντού τούτη η χαμηλόφωνη κουβέντα, ο γονιός της είπε. Ήταν σαν ποίημα, τον χτυπούσε η αύρα του ανέμου. Μην τα ρωτάς.

Η Πάργα αρμένιζε και όλα ήταν ευτυχισμένα και από παντού τα σπίτια κάπνιζαν και η Πάργα ταξίδευε με ένα μεγαλείο ξένο για τους ανθρώπους, ξένο για το φέρσιμό τους. Δες την χάνεται μες στην υπόσχεση και τίποτε πια δεν ξεχωρίζει.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→