Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαύρο Νερό ―εκδόσεις Κίχλη 2019.
Στη μια πλευρά της πλατείας του χωριού μου απλώνονταν το κεντρικό καφενείο. Ήταν το στέκι των ανδρών της μέσης ηλικίας και των γέρων. Εκεί ο παππούς μου πήγαινε πρωί απόγευμα. Εκεί κι ο πατέρας μου, όταν οι δουλειές του, χωράφια, ζώα και παντοπωλείο, του το επέτρεπαν. Τον αναζητούσα με το βλέμμα μου στα κλεφτά, στην πάνω γωνία, στην αρχή του δρόμου για το σπίτι μας, όταν αμήχανος περνούσα μπροστά στην αναπτυγμένη στο πεζοδρόμιο εκκλησία του δήμου. Σπάνια θα κάθονταν αλλού. Σπάνια θα κάθονταν πολλή ώρα. Δε την διέθετε. Είχε πολύ μόχθο η ζωή στα χωράφια, αυτά που πότιζε ο ιδρώτας του μέχρι που γέρασε, αυτά που του στέρησαν τα γράμματα, μια επιθυμία που ούτε τα χρόνια της άνοιας ξέχασε. Για τα χωράφια μιλώντας λοιπόν μια μέρα «με τόσα φυτοφάρμακα που τα ‘χουμε ρίξει πως να δώσουν παραγωγή καλή» είπε, δίνοντας τη δική του εξήγηση για αδύναμες κι άρρωστες παραγωγές που έβλεπε να επαναλαμβάνονται.
Πάνε πολλά χρόνια πια που το καφενείο στην πλατεία έχει κλείσει, αλλάζοντας άρδην την φυσιογνωμία του χωριού, τα μάτια του έκλεισε κι πατέρας πριν πέντε σχεδόν χρόνια. Τους μνημονεύω αυτή τη στιγμή απ’ το σπίτι μου που βρίσκεται στα χωράφια, αυτά που ο πατέρας μου διακονούσε, ως ενεργό μέλος της ζώσας κοινότητας, σ’ όλη σχεδόν τη ζωή του· απ’ το σπίτι μου που αν το δει κανείς από μακριά, μαζί με διάσπαρτα όμοια του, θα μπορούσε να πει αργότερα ότι του φάνηκε πως αν και τα σπίτια κατοικούνταν, δεν κρατούσαν συντροφιά το ένα στο άλλο, αλλά το καθένα έμοιαζε μονάχο σα να μην υπήρχε γύρω κανένας και τίποτα. Στα χωράφια κι εγώ λοιπόν, αλλά αποκομμένος απ’ αυτά και ξένος στη ζωή των γιων όσων, στη νιότη μου στο καφενείο συγκροτούσαν την εκκλησία του δήμου, συγκροτούσαν σχέση, δηλαδή συγκροτούσαν ζωή. Θα το έλεγε κανείς και ήπια δυστοπικό σκηνικό. Φυσικά δεν το περιγράφω έτσι για να με συμπονέσετε, αλλά γιατί στο μυαλό μου ξεπήδησε καθώς στην δεύτερη κιόλας σελίδα του βιβλίου του ο συγγραφέας δίνει την περιγραφή της δυστοπίας του με τα παρακάτω λόγια:
« Τα λιγοστά χωριατόσπιτα που κατοικούνταν ακόμη δεν κρατούσαν συντροφιά το ένα στο άλλο μες στην ερημιά, μα έμοιαζε μονάχο του το καθένα, σαν να μην υπήρχε γύρω κανένας και τίποτα. Ουσιαστικά δεν υπήρχε πια χωριό: μόνο ξεχασμένοι άνθρωποι. Όσο ήταν το καφενείο, είχαν ένα κέντρο, ένα μέρος όπου μαζεύονταν· όμως ο Λάκη ο Πάντος, ο καφετζής αρρώστησε κι αυτός και πέθανε. Δεν υπήρχε άλλος να το κρατήσει.»
Νομίζω ότι στις γραμμές αυτές ο συγγραφέας εισάγει την καταστατική συνθήκη της νουβέλας του, συνθήκη που την διατρέχει μέχρι το τέλος της. Η διάλυση της συνοχής της κοινότητας, η υπονόμευση της κοινής αφήγησης, η κατάλυση των κοινών σημαινομένων είναι αυτό που γεννά την δυστοπική όψη της ζωής. Είναι η προσπάθεια να αναιρεθεί η σημασία του τόπου για την νοηματοδότηση της ύπαρξης, του τόπου όπου τα υποκείμενα αποκτούν την ταυτότητα τους, του τόπου και των προσώπων, όπου η συνείδηση τους συγκροτεί τον κόσμο, όπου δηλαδή από την αμορφία και το χάος των πραγμάτων, επιλέγει εκείνα που θα αποκτήσουν νόημα συγκεκριμένο και θα δώσουν ταυτότητα και τρόπο να προσλαμβάνει και να ερμηνεύει τον κόσμο. Κι αυτό σημαίνεται ξανά και ξανά μέσα στο κείμενο κι αγγίζει το σύνολο των συνθηκών και των παραμέτρων της ζωής των ηρώων (ενδεικτικά αναφέρω τον καθαρισμό του δρόμου από τον Πατέρα, εργασία «που είχε αναθέσει ο ίδιος στον εαυτό του, κι ας μην υπήρχε πια κοινότητα»). Επιμένουν να μείνουν στον χωριό τους, καταδικασμένοι στον αργό θάνατο της αρρώστιας, που η απληστία του πιθήκου που κυριάρχησε στον πλανήτη, εισήγαγε με την μορφή του δηλητηριασμένου νερού από την προσπάθεια εξόρυξης του πετρελαίου που υπήρχε στο υπέδαφος της. Αλλά, δεν επιμένουν γιατί προτιμούν τον αναχρονισμό από την πρόοδο, την άνεση από την ταλαιπωρία, την φροντίδα της οργανωμένη υγείας ίσως από την διαρκή έκθεση στην αρρώστια και τελικά σ έναν επώδυνο θάνατο. Δεν είναι δηλαδή ξεροκέφαλοι και αντιδραστικοί χωριάτες, που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις περιστάσεις του παρόντος τους, αλλά, αντίθετα, μένουν στον τόπο τους επειδή αρνούνται το θάνατο της ταυτότητας τους, επειδή αρνούνται να θυσιάσουν την μνήμη τους, να αυτοχειριαστούν δλδ αφού η ζωή είναι η μνήμη, ό,τι στο πέρασμα του χρόνου εγγράφεται στον εγκέφαλό μας ως ερμηνεία όλων, όσα οι αισθήσεις προσφέρουν στον άνθρωπο απ’ τη στιγμή της σύλληψης του. Αρνούνται γιατί γνωρίζουν ότι ο βιολογικός θάνατος είναι μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει, ότι σε πείσμα των επιστημών, των γιατρών, των διαιτολόγων, των γυμναστών, σε πείσμα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, που αντιμετωπίζει το θάνατο σαν μη απαραίτητο, σαν ανωμαλία στη λειτουργία της ανθρώπινης μηχανής, σαν κάτι που οφείλουμε να αποφύγουμε, όλοι θα πεθάνουν τελικά και γι αυτό οι ήρωες στο Μαύρο Νερό αρνούνται να ζήσουν σαν ζωντανοί νεκροί και κρατούν το δικαίωμα να διαλέξουν τον τόπο του, να διαλέξουν δηλαδή να πεθάνουν με την πλήρη επίγνωση και παρουσία του ποιοι υπήρξαν. Η Αθήνα του Κολτσινη λέει «Τώρα είναι η μόνη ελευθερία που ‘χουμε, ν’ αποφασίσουμε εμείς που θα πεθάνουμε» (σελ. 28.)
Οι ήρωες του Μακρόπουλου στην πραγματικότητα, διαλέγοντας να μείνουν στο χωριό τους, δεν υποκύπτουν στην δυστοπία της αποξένωσης από τη ζωή τους, αλλά καταφάσκουν την ζωή, δεν την αρνούνται, δεν την αφήνουν στη μοίρα της, αλλά την περιφρουρούν, την ανυψώνουν, της αναγνωρίζουν την αξία της, γιατί γνωρίζουν, μάλλον όχι γνωρίζουν, γιατί δεν είναι γνώση επιστημονική αυτό, αλλά βιώνουν το ότι δεν υπάρχουμε ερήμην των πραγμάτων που αγγίξαμε, αυτών που κρατούν στο σώμα τους τα ίχνη της ζωής που ζήσαμε, γιατί γνωρίζουν πώς δεν υπάρχουμε χωρίς το παρελθόν, χωρίς την ιστορία μας, χωρίς αυτά κι αυτούς που αγαπήσαμε, που χάσαμε, χωρίς τις χαρές, το πόνο και τη λύπη μας, δεν υπάρχουμε χωρίς αυτά που μαρτυρούν ότι ζήσαμε.
Ας το ακούσουμε από τον αφηγητή να μας το λέει, όταν ο Γιάννης Πάντος ανακοινώνει ότι θα φύγει:
«Το ’πε κοιτώντας τα χέρια του, που, με πλεγμένα τα δάχτυλα, τα είχε ακουμπισμένα πάνω στα πόδια του, καθισμένος μόνος σ’ έναν πάγκο πού χώραγε κι άλλους δέκα — και οι χωριανοί ένιωσαν τα λόγια του σαν θάνατο- ίσως περισσότερο άπ’ ό,τι αν είχε αρρωστήσει και πεθάνει. Φεύγοντας να πάει στα καινούργια σπίτια στον Κατσικά, θα αφανιζόταν με τρόπο πού δεν μπορεί κανένας θάνατος να αφανίσει τον άνθρωπο. Φεύγοντας, το παλιό χαρακωμένο τραπέζι στο σπίτι του, κείνη ή κουτσή καρέκλα πού όλο έλεγε να τη φτιάξει κι ολοένα το αμελούσε, το παλιό στρώμα πού το κορμί του το ’χε βαθουλώσει με το βαθύ αποτύπωμα τού μοναχικού του ύπνου, ή ραγισμένη τσιάφκα όπου έπινε το τσάι του, όλα θα έχαναν το νόημά τους — και τότε ό Γιάννης Πάντος δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.» Κι αργότερα όταν ο Ντεμάι ανακοινώνει ότι ο Μυριούνης δεν θα επέστρεφε στο χωριό, λεει: «Η όψη του είχε γίνει πέτρα, αλλά στη σάρκα από κάτω ένα μαχαίρι μπηγόταν βαθιά ως το μεδούλι και τον σκότωνε ξανά και ξανά» (σελ 35)
Αυτή λοιπόν είναι η δυστοπία· να εξωθείσαι σε μια ζωή στην οποία ζεις αλλά είναι σαν να μην έχεις υπάρξει ποτέ, να εξωθείσαι δηλαδή σε μιαν αναγκαστική μετανάστευση σε ανοίκειο τόπο, σε μια ζωή με ανοίκειο τρόπο. Και το επιβεβαιώνουν καθώς στον χαιρετισμό του Πάντου, δεν τον συνοδεύουν με την χαρά και την ευφροσύνη της απόδρασης από το δηλητηριασμένο περιβάλλον, αλλά με την θλίψη και τον πόνο του δεύτε τελευταίον ασπασμόν της εξόδιας ακολουθίας, το τελευταίο ασπασμό προς τον εν ζωή νεκρό.
Την κατάφαση της ζωής κι όχι την άρνησή της επιβεβαιώνει και η παρουσία του τυφλού γέροντα, του Γιώργη Γκέρτσου, που ψάλλει από μνήμης τα Χριστούγεννα στην εκκλησιά και ύστερα ψήνει μόνος τον καφέ στους επισκέπτες, για να τους δείξει ότι μπορεί να ζήσει μέσα στο χώρο που γνωρίζει με κλειστά τα μάτια, ή με άλλα λόγια, ότι μπορεί να ζήσει με τον τρόπο που δικαιώνει τη ζωή του και της δίνει νόημα (βλ.σελ. 55.)
Διάβασα τρεις – τέσσερις φορές τις τελευταίες μέρες το βιβλίο. Κάθε φορά όλο και περισσότερο με κυρίευε η αίσθηση ότι διαπνέεται από μιαν έντονη θρησκευτικότητα, η οποία αγιοποιεί και αποθεώνει την ιερότητα της ζωής και της κοινωνίας ζώντων και τεθνεότων και τη σχέση ανάμεσα σε έμψυχα και άψυχα. Αντί άλλων αναφορών αξίζει να θυμηθούμε την περιγραφή της ταφής του Χρίστου Βίλλη στη σελ. 37:
«Στάθηκαν όλοι γύρω από την τρύπα, περιτριγυρισμένοι από τις οικογένειές τους, από κοντινούς και μακρινούς συγγενείς, από χωριανούς που άλλοτε κάποιοι ήταν εχθροί και κάποιοι φίλοι, αξεχώριστοι τώρα – με την απόσταση που χώριζε αυτούς τους εννιά από το υπόλοιπο χωριό να είναι ως εκεί που έφτανε το χνότο τους, πρωτού διαλυθεί στον παγωμένο αέρα. Όλο κι όλο, ό,τι τους έκανε να διαφέρουν από τους νεκρούς ήταν αυτός ο αχνός που ‘βγαινε από τα σκασμένα χείλη τους, κι ο καπνός που ξετυλιγόταν μεσ’ από τις δικές τους καμινάδες μόνο. Τον κατέβασαν, ο τυφλός έψαλλε από μνήμης, κι ύστερα τον σκέπασαν»,
Κι αυτή η ιερότητα δεν επισημαίνεται με διδακτισμούς και μεγαλοστομίες, αλλά με την επιμονή των λίγων να ζήσουν με τον τρόπο που ξέρει η ψυχή τους αρνούμενοι μέχρι το τέλος να παραιτηθούν απ’ αυτά που την συνθέτουν. Αυτήν την ιερότητα αισθάνομαι να διαφυλάγουν με τις μαζώξεις τους στην εκκλησία, αν και μήτε παπάς υπάρχει μήτε λειτουργία γίνεται, αυτή την ιερότητα διαφυλάγουν προσπαθώντας να γεμίσουν το κενό που άφησε ο θάνατος των λέξεων, επιμένοντας να διαβάζουν την γραφή, να επαναλαμβάνουν τις ψαλμωδίες, να διαβάζουν, ο Χριστόφορος κι ο Πατέρας, ο ένας στον άλλο βιβλία.
Και φυσικά δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος ο κεντρικός άξονας της νουβέλας που συγκροτείται από τη σχέση του Πατέρα με τον γιο του Χριστόφορο. Η αγάπη του πατέρα για τον Χριστόφορο, ως έμπρακτη προσφορά και διακονία, που εκφράζεται με την σχολαστική περιποίηση του ανάπηρου σώματος του παιδιού, με την συνεχή έγνοια γι αυτό και φυσικά με το κουβάλημα στην πλάτη, που μπορεί να προσεγγιστεί κι ως ενοχή του δημιουργού για το ατελές του δημιουργήματός του, μέχρι τη στιγμή που θα καταφέρει να του δώσει την ελευθερία της κίνησης πάνω στη ράχη του αλόγου. Και μπορεί αυτή η ελευθερία να συντελείται ολοκληρωτικά μόνο στο όνειρο του Χριστόφορου, δεν παύει όμως να σημαίνει την αποδέσμευση του δημιουργήματος από τα ασφυκτικά πλαίσια της ανάγκης από τον περιορισμό της χρηστικότητας και του προκαθορισμού της ανάγκης. Κι ο έρωτας στο τέλος του βιβλίου, ο έρωτας των σωμάτων, η ορμή προς τη ζωή, δεν είναι happy end του ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα, δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι, δεν είναι καν ελπίδα ότι θα υπερνικηθεί το κακό της αρρώστιας, είναι όμως η κοροϊδευτική γλώσσα που λέει στο θάνατο ότι θα ζήσουμε μέχρι να έρθεις κι όταν έρθεις δεν θα νικήσεις αλλά θα επιβεβαιώσεις ότι ζήσαμε μέχρι να πεθάνουμε χωρίς τίποτα περισσότερο να προσδοκούμε.
Αν ήμουν υποχρεωμένος να μιλήσω για το βιβλίο με δυο γραμμές θα διάλεγα τους δύο τελευταίους στίχους από το «Ρήμα το Σκοτεινόν» του Ελύτη, στα Ελεγεία της Οξώπετρας, όπου λέει ο ποιητής:
Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Αλλ’ / Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
*
©Δημήτρης Σινάκος
Βασιλικά Θεσσαλονίκης
Μάρτης του 2021
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.