Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Minotauro

Μικρή πρόζα γραμμένη
σε φύλλα καπνού

ίθουσα αεροδρομίου. Γαλάζιο και πράσινο φως, ατέλειωτες σειρές inox κατασκευών. Και μια θολωτή σκεπή ντυμένη ολόκληρη από λεπτό γυαλί. Μια σειρά από ταξιδιώτες περιμένουν υπομονετικά. Άνδρες και γυναίκες, ένα μωρό παιδί μες στα ζεστά του ρούχα, ένας ροκ τύπος, κάποιος άλλος κομμάτι ρετρό, μα με την συμπαθητικότερη έννοια του όρου, ένα κορίτσι τρομαγμένο με μια συστατική επιστολή που την δείχνει με παγωμένο βλέμμα σε όποιον την κοιτάξει. Κατά μήκος της σειράς των ταξιδιωτών και σε κάθε της πλευρά στέκουν γεμάτοι εξουσία και πάθος για αυτό που φυλάνε τα κατάμαυρα γυαλιά τους. Κραδαίνουν τα κλομπ τους, περιμένουν τον ασύρματο και σπρώχνουν στην φισούνα μερικούς ακόμη. Η αίθουσα ονομάζεται Μινώταυρος. Ορισμένοι ταξιδιώτες θυμούνται τον μύθο και παγώνουν, καθώς εμπρός τους ανοίγεται ένας άγριος, μεσογειακός κόσμος, καμωμένος από φωτιά και από κίνδυνο. Μα δεν έχουν πια καμιά ευκαιρία. Η σωτηρία τους κρέμεται από τους φύλακες που φτύνουν κατάχαμα και ακούνε με δήθεν υπομονή τα σπασμένα αγγλικά των απελπισμένων. Ένας από τα παιδιά αυτού του λυπητερού θιάσου φορά τα χρώματα της Κούβας και έτσι γνωρίζουμε την καταγωγή τους. Ίσως ακόμη από το χαρακτηριστικό κασκέτο του νεαρού που φωτίζει άλλες εποχές, γεμάτες από αίμα και μια ελπίδα αχαρακτήριστη ακόμη. Όλοι οι χαρακτήρες για λόγους οικονομίας εμφανίζονται μια φορά μονάχα. Αυτό τους κάνει μοναδικούς περισσότερο και από το θέατρό τους το ίδιο.]

Φλουένσια (το κορίτσι με την συστατική επιστολή και την απίστευτη συστολή.) Μου έδωσαν αυτό εδώ το χαρτί. Μου είπαν να σέβεσαι και να ακούς. Μόνο στην περίπτωση που το πρόβλημά σου είναι αξεπέραστο, μόνο τότε να επικοινωνήσεις. Η ζωή είναι εκεί έξω και πρέπει να την κάνεις δική σου. Ορίστε, κάπως λερώθηκε το μελάνι, μα φαίνεται ξεκάθαρο το όνομα.

Χούλιο (νεαρός με χαρακτηριστική περιβολή που θυμίζει επαναστατικές εποχές) Στα παραμύθια λένε πως ο Μινώταυρος κατασπάραζε κάθε φορά τον ανθό της εποχής. Φαντάσου, μερικά δροσερά κορίτσια και κάμποσα αγόρια, φιλόδοξα, τρομαγμένα, θυσία στις ορέξεις αυτού του κτήνους. Αφήστε μας, επιτέλους, αφήστε μας! Ποιος νοιάζεται για την επιστολή σας; Μα εσείς δεν έχετε ιδέα από τον τρόπο που δουλεύει ο κόσμος! Ω, δεσποινίς μου! [προς στιγμή οι φύλακες του ορμάνε μα όταν μαζεύεται εκείνος οι ίδιοι υποχωρούν.]

Ντάνιελς (πατέρας, κρατά το μωρό του στην αγκαλιά, είναι ιδρωμένος και συγκρατεί με δυσκολία τα νεύρα του) Επιτέλους, δείξτε λίγη ανθρωπιά. Έξω από αυτήν την ζέστη, είστε και εσείς που ρωτάτε, ρωτάτε, ρωτάτε! Λοιπόν, σαν τα είπα χίλιες φορές! Γυρεύω μόνο λίγη δροσιά για μένα και το μωρό μου. Λυπηθείτε μας, λένε πως στα μέρη σας οι καρδιές είναι μεγάλες, όπως τα αγάλματα. Δεν είναι αλήθεια;

Ζιλ (σοβαρός, ανέκφραστος νέος, πιθανότατα φοιτητής) Τότε αφήστε μας να προχωρήσουμε. Πάει ώρα που χαθήκανε οι τελευταίοι. Και ο ασύρματος έχει βουίξει. Μα νομίζω πως σας αρέσει να στέκουμε εδώ, μετέωροι, δίχως να ανήκουμε πουθενά. Σας διασκεδάζουμε. Ας είναι. Μα δεν με τρομάζει κανένα τέχνασμα, μπορείτε να μου πείτε να προχωρήσω και θα το κάνω. Ειδάλλως θα γεμίσω τα δελτία σας ώσπου να με βαρεθείτε, ναι, να με βαρεθείτε και να σφραγίσετε για πάντα αυτήν την αίθουσα transit.

Έλλη (πανέμορφη γυναίκα με διαλυμένο μακιγιάζ) Αυτός ο Μινώταυρος, στα αλήθεια πιστεύεις πως υπάρχει; Έτσι λένε το σύστημα που συναντάς εκεί μέσα, αυτό είναι όλο. Ο Μινώταυρος μιλά όλες του κόσμου τις γλώσσες. Μονάχα στο φιλί αφοπλίζεται. Σε κάθε εσοχή υπάρχει και ένα γραφείο, καθένας σε διατάζει σε μια διαφορετική υπογραφή, έτσι που έπειτα από λίγο καιρό έχεις λησμονήσει σε ποιον χρωστάς και τι. Αυτός ο Μινώταυρος, το μόνο αληθινό που κάνει είναι πως κατασπαράζει τα καλύτερα παιδιά κάθε εποχής. Τ΄αφήνει δίχως πατρίδα και εκείνα μαραζώνουν.

Ρέι (τραγουδά το Que te pedi με μια σπαραχτική λυπητερή φωνή και όλοι σωπαίνουν. Ως και τα κλομπ.) Αυτά τα όμορφα όνειρα που είχαμε, δεν θα προλάβω ποτέ να σου εξηγήσω, δίχως γυρισμό, δίχως γυρισμό. Η αγάπη που θα μπορούσα να βάλω στα χέρια σου μέσα.   

[Ο Ζιλ χορεύει την Έλλη και κανένας δεν νοιάζεται για τον Μινώταυρο. Ο Ρέι τραγουδά την μελωδία και κανείς δεν νοιάζεται για τους στίχους που άλλωστε κάθε φορά ταιριάζουν στην καρδιά. Οι φύλακες δεν μπορούν παρά να κραδαίνουν το κλομπ τους μα τίποτε περισσότερο.

Ο Χούλιο, στο μεταξύ, ανάβει το πούρο του και εκεί μες στους καπνούς ένα καθεστώς πεθαίνει.]

*

©Απόστολος Θηβαίος

άστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→