Η σκηνή
του τέλους
(Αίθουσα μουσείου, κάτι σαν αίθριο με φυτά και τζαμωτά, που φιλτράρουν το φως. Συνθήκες ιδρυματικές με γωνιές νεοκλασικού γούστου. Δυο καθώς πρέπει κύριοι έρχονται από το βάθος του δρόμου. Συζητούν παθιασμένα, είναι καλοντυμένοι και έχουν φροντισμένα κοστούμια σε εγγλέζικο κόψιμο. Όταν πλησιάζουν τους ακούμε που μιλάνε και ποζάρουν συζητώντας, κοιτώντας ο ένας να ξεπεράσει τον άλλον σε ύφος και φινέτσα. Τριγύρω πετούν μερικά πουλιά, κάθε τόσο. Οι κύριοι θα αποκαλούνται κύριος Ντουάιτ, (εφεξής Ντουάιτ) και στην απέναντι γωνιά του ρινγκ ο κύριος Έλβις (εφεξής Έλβις)
Έλβις: [ανάβει το πούρο του] Κοστίζουν μια περιουσία. Μα δεν τα τσιγκουνεύομαι. Είναι τυλιγμένα στο χέρι, καίγονται αργά. Αλήθεια θες ένα;
Ντουάιτ: [δυσανασχετεί] Ο καπνός με ενοχλεί. Και θα έπρεπε να μην καπνίζεις εδώ μέσα. Μα τίποτε δεν σε συγκινεί;
Έλβις: Βλέπω πάει περίπατο ο πληθυντικός, οι καλοί τρόποι, ε;
Ντουάιτ: Φέρομαι όπως αρμόζει στην περίσταση, αυτό ακριβώς λένε οι καλοί τρόποι. Αλλά μου φαίνεται [τον διακόπτει ο Έλβις]
Έλβις: Η συζήτηση τελειώνει εδώ. Δεν πλήρωσα μια περιουσία για να μου λες εσύ τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνω. [ενοχλημένος]
Ντουάιτ: Ώστε έτσι! Δεν το φαντάστηκα ποτέ! [ειρωνικά] Δεν το φαντάστηκα πως επειδή πληρώνεις δικαιούσαι να ντουμανιάζεις το αίθριο, επειδή πλήρωσες λέει, μια περιουσία. Σαν να λέμε, δεν έχεις πια τίποτε δικό σου, έτσι δεν είναι; [διερευνητικά]
Έλβις: [γελά] Μια περιουσία! Αυτό είπες! Πάει να πει πως είχα το κέφι να διαθέσω μια από τις πολλές για τούτη την λόξα. Αυτό σου φτάνει;
Ντουάιτ: Και τότε γιατί αυτοκτονείς; Πληρώνεις τόσα μα στα αλήθεια φαίνεσαι ευτυχισμένος.
Έλβις: Και ποιος είπε πως ένας αυτόχειρας δεν είναι ευτυχισμένος; Ρώτησαν κάποιον; Δεν το νομίζω, όχι αγαπητέ. Και αυτό το τελευταίο [φυσά τον καπνό στο πρόσωπό του] και αυτό είναι καλοί τρόποι που λένε. Η εταιρία παρέχει μερικές ανέσεις, κάποιες διευκολύνσεις μα δεν ρωτά. Κοστολογεί και ανταποδίδει. Όμως αν κανείς είναι ευτυχισμένος, ε τότε δεν πειράζει την εταιρία να ανάψει ένα πούρο, έτσι από στερνή του ευχαρίστηση.
Ντουάιτ: [σκεπτικός] Είμαι χρεωμένος ως τον λαιμό. Οι πιστωτές μου το είπαν καθαρά. Θα πάρουμε ότι έχεις, ακόμη και σένα τον ίδιο. Για σένα είναι απόλαυση μα για μένα είναι το μοιραίο τέλος, θεέ μου.
Έλβις: Μήπως τώρα θέλεις ένα; Και άκου, από Εκείνον μην περιμένεις τίποτε, όμως εγώ. Μήπως θέλεις, λοιπόν; [του προσφέρει ένα πούρο]
Ντουάιτ: Να σου πω…Ευχαριστώ. [μικρή υπόκλιση, τριγύρω φτεροκοπούν πουλιά που η ατμόσφαιρα τα θέλει εξωτικά]
Έλβις: Παρακαλώ…[ανάβει το πούρο του Ντουάιτ]
Ντουάιτ: Αλήθεια το ΄λεγες. Είναι απίθανα, τέτοια μαλακά φύλλα, υγρούτσικα, δεν γεύτηκε κανείς ποτέ. Σε ευχαριστώ.
Έλβις: Στο είπα, μα εσύ θέλεις πρώτα να θυμώνεις, είσαι από αυτούς τους ανθρώπους, που θέλουν πρώτα να θυμώνουν.
Ντουάιτ: Θα πρέπει να πεθάνω, ωστόσο, λόγω χρεών. Ακριβώς έτσι όπως στο λέω.
Έλβις: Θα σε δανείσω εγώ.
Ντουάιτ: Μα δεν θα μπορέσω να στα επιστρέψω, καταλαβαίνεις, το ζήτημα ξεκινάει ως τεχνικό και βαθμιαία γίνεται ηθικό, ηθικότατο.
Έλβις: Να, αυτός είναι ο δικός μου λόγος. Δεν συμπαθώ καθόλου τους ανθρώπους και για αυτό εδώ και χρόνια του εκδικούμαι. Τους κάνω, σαν να λέμε κακό και πλέον ο δικαστής, όσα και αν πλήρωνα, το είπε καθαρά. Πάρτε τον, δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία για αυτόν, οι πράξεις του είναι αποτρόπαιες, ηθικά ασύμβατες, εκείνα τα κορίτσια, εκείνα τα παιδιά βαθιά μες στο δάσος που ουρλιάζουν κύριοι ένορκοι, ουρλιάζουν λέγω για δικαίωση, δεν συγχωρούν, τα σφραγισμένα από το χρόνο χείλη τους λένε πάντα την αλήθεια. Έτσι είπε.
Ντουάιτ: Είσαι λοιπόν τελειωμένος, σαν να λέμε.
Έλβις: Πού πήγαν οι καλοί σου τρόποι; [γελώντας]
Ντουάιτ: Δεν χωρούν εδώ.
Έλβις: Βαριέμαι να αυτοκτονήσω τώρα. Η όρεξή μου θέλει λίγο μπράντυ, θα΄ρθεις; Δεν θα μας καταλάβουν, άλλωστε για αυτούς είμαστε κιόλας νεκροί.
Ντουάιτ: Και αν μας δει κανείς; Τα χρωστούμενα; Θα μου πάρουν το κεφάλι, σου λέω!
Έλβις: Έννοια σου, διαθέτω κάμποσα, θα πληρώνουμε επί τόπου.
Ντουάιτ: Και ο τόκος;
Έλβις: Και αυτόν.
Ντουάιτ: Ας είναι.
[ώρες μετά μεθυσμένοι στέκουν παράμερα στο τραπέζι του μαγαζιού. Σε λίγο ξημερώνει. Οι γραβάτες τους είναι λυμένες. Ο Ντουάιτ, λέει στον Έλβις μια ιστορία, μα όλα μαρτυρούν πως ανάμεσά τους υπάρχει κάτι αλλιώτικο και περισσότερο από την φιλία δύο αυτοχείρων.]
Έλβις: «Ο ιππέας Ροβύστος πεθαίνει από τα χέρια του δούλου του και έπειτα πνίγεται στα νερά του Μάιν», έτσι γίνανε τα πράγματα. Μα εσύ τρέμεις, γιατί; [η ώρα είναι δοσμένη στην λαγνεία, αυτό πρέπει να φανερώνουν, μα διακριτικά και λεπτότατα, τα βλέμματα των δυο ερωτευμένων.] Φαντάσου τι αγάπη, Ντουάιτ [και εκείνος κοιτάζει και λέει]
Ντουάιτ: Η ζωή αξίζει περισσότερο τώρα. [τα φώτα σβήνουν, μονάχα φτεροκόπημα και ορίζοντας, με εικόνα ιδανικής εξοχής και το αίθριο]
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης (Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά)
διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.