Φάρσα
Σε αναγεννησιακό περιβόλι
[Μεγάλο σπίτι με απέραντο περιβόλι. Πρόκειται για μια φάρμα, στέκει στην μέση ενός σύμπαντος, πάει να πει πως είναι το σύνορο ανάμεσα σε δυο κόσμους. Διαθέτει εξώστες και αίθρια και μπαλκόνια προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πόρτα του είναι ορθάνοιχτη και βαριά, αναγεννησιακή. Μέσα φέγγουν με το περίγραμμά τους μερικά έπιπλα και έπειτα σκοτάδι. Έξω στην αυλή μεγάλο τραπέζι, κληματίδες, σαν να πρόκειται για το καράβι του θεού Διόνυσου που πλέει κάποτε στα ανοιχτά της αιώνιας Σαντορίνης. Ο ίσκιος πέφτει βαρύς. Στην μια πλευρά δυο γυναίκες. Μέσης ηλικίας, καλοντυμένες, με ροδαλές παρειές και κομψές, υφασμάτινες βεντάλιες σε ανοιξιάτικα χρώματα. Η Λίλι και η Χαρτ, γελούν και κάπου κάπου κλαίνε μα αυτό δεν είναι της παρούσης. Στην άλλη πλευρά οι κύριοι των κυριών, ο Χανς και ο Στεφάν, με πούρα και λυμένους λαιμοδέτες, ζάμπλουτοι ως θανάτου. Σε κάθε πλευρά και στις δύο κατευθύνσεις εκείνης της τραπεζαρίας η κυρία Φιλίπ, Γαλλίδα ως τα μύχια της καρδιάς της και ο κύριος Φιλίπ, με νησιώτικη περιβολή, πολύ σπορ για απογευματινό ελαφρύ στην βεράντα, μα ας είναι. Τι θα ήταν η ζωή μας δίχως κάτι το παράταιρο;
Καθένας φορά τον οπλισμό του. Οι κυρίες οπλοπολυβόλα, με πενηντάρες σφαίρες. Ο κύριος Φιλίπ έχει ακουμπήσει το περίστροφό του πάνω στο τραπέζι και όλο το κοιτάζει. Ο Χανς και ο Στεφάν διαθέτουν δυο αυτόματα, τύπου Ούζι περασμένα χιαστί. Στο τραπέζι ανάμεσα στο ροζμπίφ και τους λεκέδες οι σφαίρες μοιάζουν με πιόνια παρατημένα, έξω από τον σκοπό τους. Κάθε τόσο ο φωτισμός τρεμοπαίζει. Συνήθως μετά από λίγο φθάνει ο ήχος μιας έκρηξης. ]
Χανς: (με ικανοποίηση) Τους ξετρυπώσανε!
Στεφάν: Θέλεις λίγο κρασί ακόμη;
Χανς: Ναι, απόψε γιορτάζουμε!
Λίλι: (οπλίζει) Καλύτερα να μην πιεις άλλο αγάπη μου.
Χανς: (θυμωμένα) Νομίζω πως στο είχα πει. Ο καπνός και το πιοτό είναι δικές μου υποθέσεις. Μάθε το καλά αλλιώς…
Χαρτ: Έλα Χανς, μια κουβέντα είπαμε και εμείς, τι σόι παρέα είμαστε.
Στεφάν: (γελά πονηρά) Τα κορίτσια σε τουμπάρανε!
Χανς: Μα είναι δυνατόν να μην το κατορθώσουν;
Στεφάν: (σκύβει στο μέρος του Χανς, εμπιστευτικά του λέει με βαθμιαία αυξανόμενο ερεθισμό που κλιμακώνεται και σοβαρεύει) Το πολυβόλο της ρίχνει διακόσιες πενήντα σφαίρες το λεπτό. Να την δεις όταν το χρησιμοποιεί, τι μυθιστόρημα Θεέ μου!
Χανς: Έτσι ε;
Στεφάν: Και έπειτα μες στους καπνούς των φρέσκων πυρών (τραβάει μια γενναία ρουφηξιά από τον καπνό του και βυθίζεται μες σε χρησμοδοσίες που κανένας δεν γυρεύει) Την θέλουν όλοι οι στρατηγοί! Καμιά φορά συλλογίζομαι πως κινδυνεύουμε από έναν εμφύλιο. Η πλάτη της, βλέπετε Χανς, αυτή τα φταίει όλα.
Λίλι: Τι λέτε εσείς εκεί; (με περιέργεια)
Χανς: Ώστε εσύ δεν βάζεις μυαλό. Τώρα θα δεις! (ο Χανς κάνει να σηκωθεί, είναι μεθυσμένος, σωριάζεται χάμω.)
Κυρία Φιλίπ: Στο Παρίσι, πριν περίπου είκοσι χρόνια –θυμάσαι Φιλίπ, έξω οι πλάτες και χορός μέχρι το πρωί στην αίθουσα Πετί. Ήταν ωραία, τα κορίτσια είχαμε όλα μεγαλώσει, αφήνοντας πίσω μας τις γκιλοτίνες και τις Αντουανέτες. Ο Θεός δεν αρκεί, πρέπει κανείς να δει εκείνο το Παρίσι.
Κύριος Φιλίπ: (ρίχνει μια τουφεκιά, όλοι σηκώνονται οπλισμένοι, έτοιμοι για μακελειό.) Τι ωραία που είσαι, ένα αίνιγμα, αυτό είσαι και θέλω να σε κατακτήσω. Απόψε, τώρα! (πυροβολεί)
Κυρία Φιλίπ: Θεέ μου! Προλετάριε! (χασκογελάει)
[Στο μεταξύ από τον διάδρομο ακούγονται βήματα. Οι κυρίες από την πλευρά της πόρτας ταμπουρώνονται. Είναι η υπηρέτρια, η Γκάρμπο με τον φαντασμένο αισθησιασμό της.)
Γκάρμπο: Να με συγχωρείτε. Πέρασε προ ολίγου απ΄εδώ ένας κύριος, είπε πως έρχεται από το ανθοπωλείο Φλερ και εκτελεί μια παραγγελία για την κυρία Χαρτ. Έτσι είπε, ακριβώς, δεν λησμόνησα τίποτε. Και μου παρέδωσε για να σας παραδώσω και εγώ με την σειρά μου – όλοι θα παραδώσουμε μια μέρα, δεν είναι έτσι; – ένα μπουκέτο κράνη!
Στεφάν: Ώστε έτσι; Άλλη λογαριάζαμε για του δρόμου και άλλη μας βγήκε!
Χαρτ: Αγάπη μου, συγχώρεσε με, δεν ελέγχεται το πάθος.
Στεφάν: Αυτά δεν αξίζουν τίποτε! Τώρα θα δεις! (ο Στεφάν γαζώνει την Χαρτ και η Λίλι με την σειρά της εκτελεί εν ψυχρώ τον άτυχο σύζυγο. Η κυρία Φιλίπ χειροκροτεί, ο κύριος Φιλίπ την πυροβολεί ανάμεσα στα μάτια και εκείνη χαμογελά, χαμογελά, χαμογελά. Ο Χανς ρίχνει μια κοντακιά στην Λίλι, η υπηρέτρια μπαίνει ξανά, κρατά ένα ημιαυτόματο και τακτοποιεί τους συνδαιτυμόνες. Όταν όλα έχουν ησυχάσει και οι νεκροί έχουν πια δικαιωθεί η υπηρέτρια σταματά τους πυροβολισμούς και λέει με υπόκρουση από το Χάρτινο Φεγγαράκι αδέξια παιγμένο όμως.)
Γκάρμπο: Ήθελα να σας πω ακόμη πως ο κύριος είπε, ο πόλεμος κηρύχτηκε, τα διαγγέλματα ειπώθηκαν, ο κύβος ερίφθη, έτσι να πείτε. Είπε, τα κράνη θα σας χρειαστούν. Να φέρω τώρα το γλυκό;
|Τέλος|
*
©Απόστολος Θηβαίος
διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.