[ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΥΡΙΟ 1η ΙΟΥΝΙΟΥ] Δημήτρης Μαμαλούκας, Τα πτώματα δεν πληρώνουν, ―Αστυνομικό μυθιστόρημα― εκδόσεις Κέδρος
Περιγραφή:
Μια υπόθεση του ντετέκτιβ Νετούνο
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Νετούνο είναι ένας άνθρωπος διαφορετικός από τους άλλους. Από τη μνήμη του έχουν σβήσει περίοδοι ολόκληρες, βλέπει εικόνες από το μέλλον και κατέχει ένα ιδιαίτερο και μοναδικό χάρισμα.
Ζει στην Αθήνα, σ’ ένα υπόγειο μπούνκερ κυκλωμένος από τη μοναξιά, παρέα με τα βιβλία, τα κόμικς και τους δίσκους του.
Όταν η Σάντι, ένας παλιός του έρωτας, τον καλεί να βρει το μικρό παιδί της που απήγαγαν κάποιοι, ο Νετούνο θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Μπιλ και τον Χίκοκ, ένα δίδυμο αδίστακτων πληρωμένων δολοφόνων.
Για δύο μέρες θα ζήσει ένα ξέφρενο κυνηγητό γεμάτο αίμα και θάνατο.
Το χρήμα το λατρεύουν όλοι εκτός από τα πτώματα.
✳︎
Απόσπασμα
(οι πρώτες 14 σελίδες)
1
Χριστούγεννα 2018
Κοντινό παρελθόν
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ο Μαρκ, ή αλλιώς ο «Γάλλος», έκοψε ταχύτητα και βγήκε από την Αττική Οδό στην έξοδο για την Παλλήνη. Έκανε ένα διαολεμένο κρύο και ψιλόβρεχε. Παρόλο που ήταν γιορτινές μέρες, σ’ αυτή την άκρη της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ψυχή.
Ένα λεπτό μετά χώθηκε ανάμεσα στα άχτιστα οικόπεδα στον παράδρομο, έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει σιγά μέχρι που το πάρκαρε κάτω από ένα κακομοιριασμένο δέντρο. Κατέβηκε στο νοτισμένο από την υγρασία χορτάρι. Πιο δίπλα κάποιος είχε πετάξει μια σακούλα με υπολείμματα φαγητού.
Η φτωχική μονοκατοικία απείχε ούτε εκατό μέτρα. Ο Γάλλος πήρε τη δερμάτινη τσάντα του και έκλεισε σιγανά την πόρτα. Καθώς απομακρυνόταν, οι σταγόνες της βροχής τον αναζωογόνησαν και τον ξύπνησαν. Έριξε μια ματιά τριγύρω.
Ερημιά απόλυτη. Πού και πού ακουγόταν ο βόμβος κάποιου οχήματος στον κοντινό αυτοκινητόδρομο.
Εδώ ήταν λοιπόν.
Τον έψαχνε μήνες, αλλά τελικά τον βρήκε.
Πλησίασε με κάθε επιφύλαξη, τσέκαρε το σπίτι μέσα στη νύχτα. Καθόλου γείτονες κοντά. Σκύλος δεν ακουγόταν. Λίγα φώτα. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κάγκελα και άνοιξε σιγά την αυλόπορτα. Δεν έτριξε. Πατώντας στις μύτες, έφτασε στον εξω- τερικό τοίχο. Έστησε αυτί. Ήχος τηλεόρασης.
Σκέφτηκε ότι δε θα ήταν δύσκολο. Άλλωστε το είχε ξανακάνει. Βρήκε ένα μικρό γλαστράκι και το πέταξε προς την εξώπορ- τα. Το γλαστράκι αναπήδησε στο τσιμέντο κάνοντας θόρυβο. Ο Μαρκ περίμενε κρυφοκοιτώντας απ’ το παράθυρο. Τότε τον είδε.
Ο Γιάγκος. Έσερνε τα πόδια του, έδειχνε νυσταγμένος. Πλησίαζε προς την εξώπορτα. Ο Μαρκ κινήθηκε γρήγορα. Ο Γιάγκος ξεκλείδωσε και άνοιξε δειλά. Ίσως περίμενε να μπει κάνας γάτος.
Αλλά ήταν ο Μαρκ εκείνος που όρμησε και τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι.
Εύκολο.
Όταν ο Γιάγκος τον αντίκρισε ο φόβος σχηματίστηκε στο πρό- σωπό του.
Ο Γάλλος. Τον είχε βρει.
«Γεια σου, Γιάγκο».
«Γάλλε…» είπε και σταμάτησε. Ήταν ένας κοντός και αδύνατος άντρας, που τον έκανες για νεκροθάφτη ή για εισπράκτορα γραμματίων. Του έλειπε ένα δόντι και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει μπροστά.
«Μου χρωστάς λεφτά. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο».
«Σε παρακαλώ, Γάλλε, έχω προβλήματα υγείας, δεν είμαι καλά».
«Άλλο τίποτα έχεις να πεις;» είπε ο Γάλλος κι έβγαλε ένα σφυρί από τη δερμάτινη τσάντα του. Το ακούμπησε σ’ ένα τραπέζι κι έπειτα έβγαλε μερικά χοντρά δεματικά καλωδίων.
Ο Γιάγκος έκανε δυο βήματα πίσω και προσπάθησε να πιάσει το κινητό του από μια πολυθρόνα. Ο Γάλλος τον πρόλαβε και το άρπαξε πρώτος. Το έχωσε στην τσέπη του μπουφάν του.
«Σε παρακαλώ», είπε ξανά ο Γιάγκος. Προσπάθησε να μυξοκλάψει, αλλά δεν του βγήκε. Ίσως γιατί εκείνη τη στιγμή η φωνή του πήρε μια βραχνάδα, αφού είχε στεγνώσει ο λαιμός του. Μπορεί κι από φόβο. Δίψασε αυτόματα.
«Είχες όλο τον χρόνο να μου επιστρέψεις τα λεφτά μου», είπε ο Γάλλος. «Πίστευες ότι μπορούσες να κρυφτείς σ’ αυτή την κωλότρυπα και να μη σε βρω;»
«Όχι, δε σου κρυβόμουνα, θα σου τηλεφωνούσα!»
«Ναι; Πότε;» είπε ο Γάλλος και έσπρωξε απότομα τον Γιάγκο προς μια καρέκλα με μπράτσα.
Εκείνος δάκρυσε.
«Σε παρακαλώ», είπε και του φάνηκε ότι το σπίτι κουνήθηκε γύρω του.
Ο Γάλλος του έδεσε σφιχτά τα χέρια με τα δεματικά καλωδίων στα μπράτσα της καρέκλας. Πήγε να κάνει το ίδιο και για τα πόδια του, αλλά είδε ότι ο Γιάγκος δεν αντιστεκόταν.
Τα δάκρυα κυλούσαν τώρα κανονικά από τα μάτια του Γιάγκου. Ήξερε τι μπορούσε να κάνει ο Γάλλος. Είχε ακούσει ότι στα νιάτα του στη Μασσαλία ήταν μπράβος, ονομαστός για τη σκληρότητά του.
Τώρα ο Γάλλος ήταν σχεδόν εξήντα χρόνων αλλά δεν έδειχνε να έχει μαλακώσει καθόλου. Ήταν ένας ωραίος άντρας, ψηλός, με μεγάλες πλάτες και σγουρά μαλλιά που τώρα είχαν γκριζάρει. Είχε γαλάζια μάτια και αρμονικό, όμορφο πρόσωπο. Οι γυναίκες έλιωναν στην παρουσία του. Είχε αμέτρητες στη ζωή του. Κι ας ήταν γνωστό ότι τις κακομεταχειριζόταν.
Ξαφνικά ο Γιάγκος ένιωσε να ζεσταίνεται υπερβολικά και να ζαλίζεται. Το δωμάτιο γύριζε, ήταν σίγουρος.
«Σε παρακαλώ, λύσε με, δε νιώθω καλά».
«Δεν άρχισα ακόμα, ρε μαλάκα, κι είσαι έτοιμος να λιποθυμήσεις», του είπε.
Στον Μαρκ άρεσε η λέξη μαλάκας. Την έλεγε συνεχώς. Ήταν η πρώτη ελληνική λέξη που έμαθε όταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων. Είχε σπάσει και τα δύο χέρια ενός Έλληνα που ήθελε να κάνει τον μάγκα στο μπαρ όπου δούλευε. Αυτή τη λέξη επαναλάμβανε ο Έλληνας μέχρι που τον πήρε το ασθενοφόρο.
Ο Γιάγκος ένιωσε ξαφνικά το στήθος του να καίει κι ένας τρομερός πόνος τον τύλιξε ολόκληρο. Νόμισε ότι η καρδιά του σκί- στηκε στα δύο. Σκέφτηκε τη μάνα του που είχε πεθάνει είκοσι χρόνια πριν.
Άρχισε να βογκάει.
Ο Γάλλος τον παρακολουθούσε ατάραχος.
«Η καρδιά μου, η καρδιά μου, Γάλλε».
Είχε γίνει άσπρος.
Ο Γάλλος κατάλαβε ότι δεν αστειευόταν.
«Έπαθα έμφραγμα, Γάλλε! Σώσε με, σε παρακαλώ, κάλεσε
ασθενοφόρο. Πεθαίνω».
«Καρφί δε μου καίγεται, Γιάγκο».
«Σε παρακαλώ! Έχω λεφτά, θα σου δώσω λεφτά, μόνο τηλεφώ-
νησε στο 166, σε παρακαλώ».
«Μίλα και θα τηλεφωνήσω».
Κι ο Γιάγκος του είπε στα γρήγορα από πού είχε βρει λεφτά
και ποιος τα φύλαγε τώρα, καλά κρυμμένα. Η φωνή του έβγαινε με δυσκολία. Μιλούσε σαν να εκμυστηρευόταν ένα μυστικό ζωής που δεν έπρεπε να χαθεί.
«Ο αδερφός μου! Ο Κόφτης! Ο Κόφτης τα έχει. Κάναμε μαζί μια δουλειά. Μεγάλη».
Του είπε το ποσό. Ο Γάλλος γούρλωσε τα μάτια. «Σκάσε, ρε, μη λες μαλακίες!»
«Ναι, τόσα! Ούτε εμείς το πιστεύαμε! Σου το ορκίζομαι, Γάλλε. Τα μισά είναι δικά μου», είπε ξεψυχισμένα ο Γιάγκος.
Κι έπειτα του είπε μερικές παραπάνω λεπτομέρειες για τη δουλειά που είχαν κάνει με τον αδερφό του πριν από λίγους μήνες. Ο Γάλλος θυμόταν το χτύπημα, είχε πάρει δημοσιότητα και είχε συζητηθεί αρκετά μεταξύ των ανθρώπων του υποκόσμου.
«Είναι αλήθεια, Γάλλε, δώσε μου να τηλεφωνήσω στον Κόφτη, να σ’ το επιβεβαιώσει».
Ο Γάλλος δεν ήξερε αν του έλεγε αλήθεια ή ψέματα, ή αν του τα ’χε παραφουσκώσει. Αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ.
Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να καλέσει ασθενοφόρο.
«Σε πιστεύω, Γιάγκο, ηρέμησε. Καλώ βοήθεια», είπε και έβγαλε το δικό του κινητό από την τσέπη.
Έκανε στα ψέματα ότι καλούσε.
«Πες μου τη διεύθυνσή σου».
Ο Γιάγκος την είπε αναθαρρώντας.
Ο Γάλλος επανέλαβε φωναχτά τη διεύθυνση. «Ναι, δίπλα στην
έξοδο στην Αττική Οδό», συμπλήρωσε κι έκλεισε, υποτίθεται, τη γραμμή.
«Είναι κάτι άλλο που πρέπει να μου πεις», ρώτησε τον Γιάγκο και σήκωσε απειλητικά το σφυρί.
«Όχι! Ειλικρινά δεν ξέρω πού τα κρατάει! Δώσε να του τηλε- φωνήσω τώρα! Δεν ξέρω, δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω πού είναι, αλλά σου ορκίζομαι είναι αλήθεια».
«Ωραία, σ’ ευχαριστώ, Γιάγκο».
«Μείνε μαζί μου, Γάλλε, μέχρι να έρθει το νοσοκομειακό». «Ναι», είπε εκείνος και τον ελευθέρωσε, κόβοντας τα δεματικά
με τον σουγιά του.
Τον βοήθησε να ξαπλώσει στον καναπέ σφίγγοντας τον σουγιά
στην παλάμη, για την περίπτωση που ο Γιάγκος ήταν καλός ηθοποιός και ήθελε να πάρει το ματς στις καθυστερήσεις.
Και περίμενε. Αν δεν πέθαινε μόνος του ο Γιάγκος, θα τον βοη- θούσε.
Όμως ο Γιάγκος έσβησε μετά από λίγο.
Έκλεισε τα μάτια, άφησε έναν ανατριχιαστικό ρόγχο και η καρδιά του σταμάτησε για πάντα.
Ο Γάλλος τον έπιασε στον λαιμό. Δε βρήκε σφυγμό.
«Μακάρι να ήταν όλες οι δουλειές τόσο εύκολες», είπε μιλώντας στον εαυτό του.
Στη συνέχεια έψαξε εξονυχιστικά το σπίτι για χρήματα. Βρήκε μόνο το πορτοφόλι του Γιάγκου, αλλά δεν το πείραξε. Κι έπειτα χωρίς να βιάζεται μάζεψε τα κομμένα δεματικά, έβγαλε το κινητό του Γιάγκου απ’ την τσέπη του και το έβαλε στο τραπεζάκι αφού το σκούπισε προσεκτικά. Το ίδιο έκανε σε όποια επιφάνεια είχε ακουμπήσει. Όχι ότι είχε σημασία, σκέφτηκε. Ο ιατροδικαστής θα διαγνώσει μοιραίο έμφραγμα και δε θα γίνει καμιά έρευνα.
Ο Γάλλος έφυγε όπως είχε φτάσει: αθόρυβα και χωρίς να τον δει κανείς. Τις επόμενες εβδομάδες δεν άκουσε τίποτα για τον Γιάγκο, ούτε το πότε τον βρήκαν.
Καθώς επέστρεφε στη Βούλα όπου έμενε, σκεφτόταν ότι θα τσεκάριζε όσο μπορούσε την ιστορία του Γιάγκου. Κι αν ήταν αλήθεια, θα έπιανε να μελετήσει τον Κόφτη. Θα τον ξεψάχνιζε, ώστε να ξέρει πώς να τον χειριστεί. Δε θα βιαζόταν. Ούτε όμως θα καθυστερούσε. Κι έπειτα, όταν θα ένιωθε προετοιμασμένος, θα κατάστρωνε το σχέδιό του: πότε και πώς θα χτυπούσε.
[…]
❀
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.