Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Νίνα ένα κορίτσι της κατοχής, Εύμαρος, 2022
Μια κριτική παρουσίαση της Έφης Φρυδά, μεταφράστριας-συγγραφέως
Το βιβλίο, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος, έχει ως κεντρικό χαρακτήρα τη Νίνα, μητέρα της αφηγήτριας. Μέσα από τον χαρακτήρα της Νίνας, μέσα από τη ζωή της, περνάει η ιστορία της Ελλάδας. Ελλειπτικά, με μια τεχνική συμπύκνωσης χωρίς ίχνος απεραντολογίας, χωρίς να θέτει σε δοκιμασία τα όρια της μνήμης μας, αλλά και ταυτόχρονα αναλυτικά όπου πρέπει. Η συγγραφέας ξέρει τι θέλει να κρατήσει και τι να πετάξει. Ξέρει τι μετράει στο γραπτό της. Με μια λέξη, εκείνη τη σωστή που επιλέγει, σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα, ένα γεγονός, κάποιο σημείο της πόλης, ένα ιστορικό συμβάν. Δεν φαίνεται να δυσκολεύεται καθόλου σ’ αυτό. Με το λογογραφικό της χάρισμα, κομψά και παραστατικά, αναμιγνύει τα ιστορικά στοιχεία με την προσωπική συγκίνηση.
Μέσα από μια ρέουσα αφήγηση που πουθενά δεν κολλάει, διαβάζουμε την ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας, την ιστορία της χώρας μας, από το ’22 έως και σήμερα. Ανάμεσα στα γεγονότα της ζωής τους βρίσκουμε πολιτικά γεγονότα, συγγραφείς της εποχής, αθάνατους, που ακόμα τρέφουν τα διαβάσματά μας, βιβλία και εκδότες. Ένα μάλλον πικρό χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη μας όταν η Μαριάννα Παπουτσοπούλου μας θυμίζει πως δεν είναι πρώτη φορά που απαγορεύονται οι Ρώσοι – ο Ντοστογιέφσκι ήταν και τότε κόκκινο πανί. Μας θυμίζει τον Ζ. Παπαντωνίου και τραγουδάκια της εποχής που κι εμείς προφτάσαμε – ο Μπαρμπαγιάννης ο κανατάς. Μας θυμίζει τις «καραμέλες αστακούς» που ήταν γεμιστές με πραλίνα.
Με μαεστρία grand master ζωγραφίζει τον πόλεμο, την κατοχή όπου «ο ένας (ήταν) για τον άλλον και για το αδύνατο», τη σκληρότητα της ζωής, χωρίς όμως ποτέ να χάσει την τρυφερότητά της για τον άνθρωπο. Οι χαρακτήρες της δεν είναι άγιοι, κάθε άλλο. Έχουν πολλά κουσούρια κι έχουν πολλά βάσανα, πώς αλλιώς; Να το μεγαλείο της συγγραφέως. Μας διδάσκει πώς να μιλάμε για τα βάσανά μας, πώς να γράφουμε για το βαθύτερο άγνωστο, με γλυκύτητα, σχεδόν με αγιοσύνη. Μιλάει για το παρελθόν και, είτε μιλάει για τις δυσκολίες και τις χαρές, είτε για τις πίκρες και τις ομορφιές του, το κάνει πάντα με σεβασμό, με φροντίδα, με αγάπη για αυτό που πέρασε, για τους ανθρώπους που έφυγαν, για αυτούς που έμειναν πίσω. Και, μολονότι η ματιά της περνάει πάντα μέσα από το φίλτρο της αγάπης, δεν υπάρχει ίχνος εξιδανίκευσης. Οι χαρακτήρες της είναι τσαλακωμένοι άνθρωποι, με τους πόνους και τις δυσκολίες τους, με τις αποτυχίες και τις αρρώστιες τους, ποτέ όμως δεν ευτελίζονται στα μάτια της συγγραφέως και επομένως ούτε στα δικά μας. Είναι άνθρωποι τσαλακωμένοι και αλλά ατσαλωμένοι από τη ζωή.
Πόλεμοι, εξορίες, Μακρονήσια, εκτοπίσεις. Όμως ο Σάντας και ο Γλέζος, που κατέβασαν τη σβάστικα από τον ιερό βράχο και την παρέδωσαν στους χθόνιους θεούς μας, «στο αρχαίο φίδι να τη φάει και έγιναν ιστορία», δεν είναι τα μοναδικά παλικάρια. Παλικάρια είναι και οι γιαγιάδες, οι μανάδες και οι συννυφάδες που κρατάνε την οικογένειά τους «με γενναιότητα λοχαγών», συνεκτική και ενωμένη «σε λύπη και χαρά αμοιβαία παρούσες», κεντώντας στον σκιερό κήπο, φτιάχνοντας θεσπέσια γλυκά και «δουλεύοντας μαζί το αυγολέμονο, στο ίδιο κατσαρόλι, η μια δεξί χέρι, η άλλη αριστερό». Και όλα αυτά ενώ ο πατέρας της Νίνας, ο Λέων, με μετατραυματικό σοκ από τον πόλεμο στον Σαγγάριο, νοσηλεύεται ένα χρόνο μετά το 1922 στο Δρομοκαΐτειο με «παραληρηματική φρενοβλάβεια» – αυτό που σήμερα ονομάζουμε διπολική διαταραχή. Αλλά και οι παππούδες, οι πατεράδες, οι σύζυγοι παλεύουν να κρατήσουν το σπίτι τους, το μαγαζί τους. Είναι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, αστοί, όμως ζουν σε εποχές που τους περνάνε από σαράντα κύματα. Κανείς δεν βρίσκει ησυχία, κανείς δεν επαναπαύεται, και κυρίως κανείς δεν παραιτείται. Μέχρι τέλους.
Ζούμε μαζί με την οικογένεια της Νίνας την κρίση του μεσοπολέμου, τα τραύματα της κυβέρνησης Βενιζέλου, τη δικτατορία Μεταξά και τα κατορθώματά της που συνομιλεί με τα ανάλογα της χούντας του ‘67, και επικαιροποιείται στις κρίσεις του σήμερα. Της παγκόσμιας επέλασης του νεοφιλελευθερισμού, τις πολιτικές διώξεις, την αστυνομοκρατία, την πανδημία. Της βιοπολιτικής με τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου του ανθρώπου από τη νεωτερική εξουσία.
Με μειλιχιότητα η Μαριάννα Παπουτσοπούλου μας θυμίζει, μας μαθαίνει μια πατριδογνωσία σπάνια, χαρτογραφεί το χάος της σημερινής άχαρης μεγαλούπολης μιλώντας μας για τους δρόμους και τις γειτονιές όπου έζησε η Νίνα της. Και, σαν κορυφαία σκηνοθέτης, βάζει τη δική μου μητέρα, τη μητέρα μου που έζησε όλη της τη ζωή στο ιστορικό κέντρο, στο συγκεκριμένο ακριβώς τετράγωνο που έζησε τα παιδικά της χρόνια η Νίνα, να μπαίνει μαζί της στο παλιό αθηναϊκό σπίτι της οδού Κολοκοτρώνη με τα ξύλινα χαγιάτια και το μεγάλο τζαμωτό, να περπατάει δίπλα της στην Πλατεία Καρύτση, να πηγαίνουν μαζί και να ακούνε συναυλίες μουσικής στον Παρνασσό. Και στο «Χαμογελάστε, παρακαλώ!» είναι σαν να βλέπω τους γονείς μου σε εκείνη την κιτρινισμένη φωτογραφία του υπαίθριου φωτογράφου. Σαν σε ταινία του Ντε Σίκα το ερωτευμένο ζευγαράκι περπατά αγκαζέ έξω από την Τράπεζα Ελλάδος, χαμογελαστοί και ανυποψίαστοι, σφύζοντας νιάτα και ζωντάνια κάτω από το μεταπολεμικό αθηναϊκό φως.
Όσο για μένα, με βάζει να αναρωτιέμαι αν θυμάμαι πραγματικά το καταστήματα ηλεκτρικών ειδών στη Στοά Σπύρου Μήλιου ή αν είναι η τόσο γλαφυρή η αφήγηση που το προβάλλει στην οθόνη του μυαλού μου. Και αν δεν με είχε κερδίσει ως Αθηναία με πλημμυρίζει με κύματα συγκίνησης ως Παλιοφαληριώτισσα, όταν διαβάζω για την οδό Αφροδίτης κοντά στη θάλασσα, με τον όμορφο κήπο με τις λεμονιές και τις ανθισμένες μπιγκόνιες, για τη θάλασσα της γειτονιάς μας και τα τρελά παιχνίδια και τα πλατσουρίσματα των πιτσιρικάδων στον Φλοίσβο τού τότε.
Κι όταν μου λέει για τα μικρά βιβλιαράκια, τις πρόχειρες εκτυπώσεις μεγάλων έργων, αυτά τα «βιβλία της κατοχής, ύμνους στη βιβλιοφιλία», βρίσκω τα βιβλιαράκια που κληρονόμησα από τους γονείς μου και, σε μια μαζική εκκαθάριση που πολύ πρόσφατα έκανα, δεν τόλμησα – ευτυχώς! – να τα ξεφορτωθώ για ν’ ανοίξω χώρο για το καινούριο…
Ακόμα και τα ονόματα των χαρακτήρων της Νίνας της είναι μιας παρελθούσης εποχής. Φλωρεντία, Κλεαρέτη, Λέων… μου θυμίζουν κάποιους δικούς μας – Πολύβιος, Ευτέρπη, Βενετία, Φαιναρέτη.
Με τρόπο λυπημένο και απλό η συγγραφέας αναπαριστά το σκηνικό της ψυχικής πάθησης. Πότε μέσα από τους ίδιους τους ασθενείς και τις αντιδράσεις τους, πότε μέσα από τους οικείους τους και τη φροντίδα, την ανησυχία τους για τον δικό τους άνθρωπο. Μέσω του κόσμου που τριγυρνά στα ψυχιατρεία. «…γιγάντιοι νοσηλευτές, τρεχάτοι γιατροί, παραληρηματικοί ασθενείς, «μανάδες, οι καλύτερες νοσηλεύτριες, οι καλύτερες τρελές, όταν δεν είναι εγωκεντρικές, καταστροφικές». Μου μιλάει για το κολαστήριο της Λέρου, όλοι νομίζω θυμόμαστε τη φρίκη που νιώσαμε όταν βγήκε το σκάνδαλο στην επιφάνεια. Μέσα από την ψυχική πάθηση μου μιλάει για τον Χαλεπά, τον Μητσάκη, τον Βιζυηνό, τον Βαν Γκογκ και τις κίτρινες και μπλε ζωγραφιές του. Για τα ηλεκτροσόκ, για τα «ανθρώπινα σκουπίδια», για τη βαρβαρότητα του κυνικά αδιάφορου κράτους. «Η οικονομική κρίση διέλυσε πρώτα τα ψυχιατρεία, όπως ο Χίτλερ εκτελούσε πρώτους τους ψυχικά πάσχοντες… Όπως κατάργησαν την Ψυχανάλυση ως μη αποδοτική οι ασφαλιστικές εταιρίες στις ΗΠΑ, κι έστειλαν όλο τον κόσμο στα φάρμακα. Ζήτω οι εταιρείες. Ζήτω τα δισκία, τα οπιούχα»!
Κι ύστερα «Άγγελοι. Κι όμως υπάρχουν ανθρώπινοι δεσμοί, αυτοί που μας σώζουν από την ιδιότυπη ‘τρέλα’ της εμπιστοσύνης. Αν είναι τρέλα η τρυφερότητα, το έλεος και η δωρεάν ψυχή».
Γι’ αυτό νιώθω, ότι η Μαριάννα Παπουτσοπούλου-Σαμαράκη μου έκανε τη χάρη, μπήκε στον κόπο να μιλήσει για αυτά που γνώριζα παλιά· για τη δική μου ζωή, για τη ζωή των προγόνων μου, για ανθρώπους που βάζανε πάνω απ’ όλα την αφοσίωση στον δικό τους άνθρωπο, για μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί. Και εγώ, που αποφεύγω τη νοσταλγία καθότι άνθρωπος κατά βάσιν μελαγχολικός, κυριεύομαι τελικά από ένα βαθύτατο Saudade, και θέλω να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω το βιβλίο της Μαριάννας· με αντιδράσεις σχεδόν σωματικές – ανατριχίλες, ταχυπαλμίες, γέλιο και δάκρυα. Όπως ορίζει ο Λόρκα το duende: «Είναι κάτι σαν τιρμπουσόν που απελευθερώνει την τέχνη μέσα μας…Είναι μια δύναμη, όχι ένα έργο. Είναι ένας αγώνας, όχι μια σκέψη». Έτσι νιώθω διαβάζοντας τη Νίνα, καθώς η αφήγηση με αγγίζει με ένα χέρι που δεν είναι αυτού του κόσμου, κι όμως είναι πέρα για πέρα του κόσμου αυτού.
Αφού τίποτα μεταφυσικό δεν υπάρχει στην Νίνα της. Η συγγραφέας δεν είναι συγγραφέας-αναχωρήτρια, είναι ορκισμένη πολίτης του κόσμου αυτού, με κρίση και στόμα που τα λέει σταράτα. Μόνο που η γραφή της είναι μαγική και φέρνει πίσω από το σκοτάδι της λήθης όσα έζησαν οι παλιοί και είναι εγγεγραμμένα ανεξίτηλα μέσα μας.
Μας μιλάει για τη Μεγάλη Παρασκευή του πολιτισμού μας, εν μέσω πανδημίας, τώρα που η «πυκνή σιωπή του πένθους, του φόβου, του αληθινού έρωτα έπεσε τριγύρω. Η σιωπή ως αποδοχή της ανικανότητάς μας να μιλήσουμε για τα ιερά και τα όσια που μας τυλίγουν από τα γεννοφάσκια μας».
Κι ύστερα αμέσως μας λέει για την «ζωντανή κοινωνικότητα που βοηθούσε την ίδια να ζει, να γελά, να γιατρεύεται, να γιατρεύει, να ενθαρρύνει, να παρηγορεί, σχεδόν χωρίς κόπο».
Και έχω την αίσθηση ότι η Μαριάννα Παπουτσοπούλου-Σαμαράκη έγραψε αυτό το βιβλίο σχεδόν χωρίς κόπο, τόσο χειμαρρώδης είναι η γραφή της, τόσο ιαματικό είναι το συναίσθημα που αφήνει. Όμως σφάλω και το ξέρω. Είναι που «Βλέπει ακόμα τα τσακίρικα μάτια του πατέρα της να της λένε, ‘Ό,τι κι αν συμβαίνει, μη φοβηθείς’». Κι έτσι μας ξετρομάζει και εμάς μπροστά σε κάθε τι ανθρώπινο.
Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά φιλοσοφικό, το διατρέχει η αίσθηση της προσφοράς της, αφοσίωσης, της συγχώρεσης, της αμαρτίας, της ανιδιοτέλειας, της τιμωρίας.
Στη γραφή της Μαριάννας Παπουτσοπούλου-Σαμαράκη βρίσκουμε έναν σπάνιο συνδυασμό: Την καθαρή ματιά ενός παιδιού, τον ενθουσιασμό ενός έφηβου και την ιερή σοφία μιας γυναίκας που κατάλαβε τι σημαίνουν όσα έζησε. Και, είτε είμαστε αριστεροί είτε όχι, είτε είμαστε χριστιανοί είτε άθεοι, θα ταυτιστούμε σίγουρα με το έργο της· γιατί πρώτα απ’ όλα είμαστε ανθρώπινοι, τρωτοί και ανθεκτικοί συνάμα. Αυτό είναι το μεγάλο χάρισμα της συγγραφέως. Είναι που μας μαθαίνει τον τρόπο να μιλήσουμε για την ευάλωτη πλευρά μας, για τον πόνο μας χωρίς να αποδυναμωθούμε. Πόνος που τον ακολουθεί «μια αίσθηση από μενεξέδες». Κι αυτός είναι ένας βασικός λόγος για να έχουμε το έργο της πάντα στο κομοδίνο μας· γιατί αποτελεί όπλο απαραίτητο τις πονηρές εποχές που διανύουμε.
*
©Έφη Φρυδά, 7/6/2022
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.