Γιώργος Δουατζής, «Χρονογραφίες- Σημειώσεις ημερολογίου» [αποσπάσματα]

Γιώργος Δουατζής, Χρονογραφίες- Σημειώσεις ημερολογίου, εκδόσεις Κάκτος, 2021

Προς αναζήτηση νοήματος (Κεφ.1ο, αποσπάσματα)

Γνώρισα όψεις ζωής 
κι εφηύρα δικαιολογίες 
(Χρόνου σκιά) 

Η στοχαστική ματιά στα πράγματα, σταδιακά οδηγεί στην ανακάλυψη άγνωστων πτυχών του εαυτού μας και του κόσμου, στη συμπόνια, στην κατάκτηση ψυχραιμίας, σε μια προστατευτική ηρεμία, σε ένα είδος πολύτιμης σοφίας, σοφίας που δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται μέσα από κακοτράχαλους δρόμους οδύνης. 

Σεβαστή η επιλογή του αγαπημένου μου στοχαστή –όπως ήθελε να τον αποκαλούν– Κώστα Αξελού να μιλά για στοχαστές και όχι για φιλοσόφους, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Δεν θα μπορούσε σήμερα να χωρέσει και να επεξεργαστεί ένα ανθρώπινο μυαλό τις έως απείρου γνώσεις επιστήμης και τεχνολογίας, που επεμβαίνουν όσο ποτέ καθοριστικά στην ανθρώπινη ζωή. Ζωή, που, σε όλες της τις παραμέτρους, αποτελεί αντικείμενο των στοχαστών. Ο Αξελός, όμως, όταν μιλάει για στοχαστές και όχι για φιλοσόφους, δεν το συνδέει αυτό τόσο με την επιστήμη όσο κυρίως με την άποψή του ότι η «φιλοσοφία» κλείνει με τον Χέγκελ, τον οποίο θεωρεί ως τον τελευταίο συστηματικό φιλόσοφο, δηλαδή, τον τελευταίο που ανέπτυξε σύστημα με επίκεντρο το βασικό (Αριστοτελικό) ερώτημα της φιλοσοφίας: Τι το ον;

Η φιλοσοφία για να υπάρχει, πάντα θα απαιτεί, μεταξύ άλλων, μεθοδευμένη σκέψη, συγκρότηση, ευρύ φάσμα γνώσης και, κυρίως, συνδυαστική ικανότητα αξιοποίησης των ήδη ειπωμένων. Όσο κι αν ακούγεται βαριά ως έννοια, η φιλοσοφία έχει να κάνει με την καθημερινότητά μας, με τη ζωή και τα αιτούμενα των ανθρώπων. Όσο η ζωή γίνεται όλο και πιο περίπλοκη με την εισβολή της τεχνολογίας, τόσο περισσότερο χρειάζονται τη φιλοσοφία οι άνθρωποι. Ίσως οι σημερινοί φιλόσοφοι, θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τα εκφραστικά τους μέσα, να γίνουν ακόμα πιο εύληπτα όσα γράφουν, να πλησιάσουν περισσότερο τον καθημερινό άνθρωπο, να τον υπηρετήσουν έτσι καλύτερα.

Όσο πιο απλά μιλάς τόσο βαθύτερα σε πάει ο νους. Με απωθεί το απλοϊκό, αγαπώ το απλό. 

Ζητούν οι άνθρωποι, απαιτούν πιεστικά καμιά φορά, από τους στοχαστές λύσεις, απαντήσεις λυτρωτικές στα αγωνιώδη τους ερωτήματα, διότι ξεχνούν ότι κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος οδηγείται σε σωρεία νέων ερωτημάτων που επιζητούν απάντηση. Δεν πρόκειται για έναν ασφυκτικό λαβύρινθο, αλλά για τη φύση των πραγμάτων η οποία σε κάθε βήμα ανα-απο-κάλυψης, εκθέτει νέα ερωτήματα, τα οποία αν, ίσως, είχαν απαντηθεί θα σήμαινε και το τέλος της σκέψης ή της αιτιότητάς της.

Τα πλαίσια που ορίστηκαν μέσα στην ιστορία για τη συνύπαρξη των ανθρώπων, εν είδει κανόνων απαιτούσαν στοιχειώδεις δικαιολογίες. Έτσι επιχρίστηκαν, ως στερεότυπα πλέον, με ιδεολογήματα αιτιολόγησής τους. Πόσο ανταποκρίνονται όμως αυτά τα ιδεολογήματα στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων όπως αυτές ορίζονται από την ίδια τη φύση του;

Ένα από τα ιδεολογήματα, που όμως όρισε την τύχη, τη ζωή της ανθρωπότητας, είναι αυτό της ιδιοκτησίας. Το χωράφι ΜΟΥ, το σπίτι ΜΟΥ, τα παιδιά ΜΟΥ, η γυναίκα ΜΟΥ. Η έννοια της ιδιοκτησίας καλλιέργησε πλήθος αρνητικών συναισθημάτων (το έχειν των άλλων προκλητικό) και είναι η βασική αιτία πολέμων, διεκδικήσεων, αντιπαραθέσεων σε ατομικό και συλλογικό, ως και διακρατικό επίπεδο. Τώρα, είναι πλέον πολύ αργά να αλλάξει κάτι τόσο βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη συνείδηση, κάτι που νομίζουν οι άνθρωποι ότι συντελεί στον ορισμό της ευτυχίας ή της δυστυχίας του.

Δεν παύω να αναρωτιέμαι γυρνώντας στο απώτατο παρελθόν, πώς όρισαν οι πρωτάνθρωποι τα της ιδιοκτησίας, αν όχι μόνον με την επιβολή του ισχυρότερου και με τη βία. Ένα ον, μέρος της φύσης, κατακτούσε ένα κομμάτι της φύσης και οριοθετούσε ετσιθελικά την ιδιοκτησία του, απολαμβάνοντας μόνον αυτό τους καρπούς του.

Γιατί ήρθες στον κόσμο, γιατί υπάρχει η ζωή, ίσως δεν μπορείς ή δεν χρειάζεται να απαντήσεις. Το γιατί υπάρχεις, όμως, απαιτεί μια απάντηση, μια δικαιολογία για να εξακολουθήσεις να ζεις. 

Πάντα θεωρούσα ότι μιας πρώτης τάξης δικαιολογία ύπαρξης είναι να νιώθεις, ή πραγματικά να είσαι, χρήσιμος. Ήτοι, να προσφέρεις στους άλλους, άρα εξαιτίας σου να προκαλείται αίσθημα ικανοποίησης. Αναρωτιέμαι, πώς ζουν άνθρωποι που δεν έχουν βρει ή εφεύρει μια στοιχειώδη δικαιολογία ύπαρξης. 

Η διαρκής σύγχυση στην οποία ζουν συνήθως οι άνθρωποι δεν βρίσκει συχνά το αντίδοτό της στη φιλοσοφία. Παρ’ ότι οι στοχαστές μπορούν να δώσουν εκδοχές διεξόδου, οι άνθρωποι δεν προσφεύγουν σ’ αυτούς, απορροφημένοι από τη σκληρή καθημερινότητα, παραδομένοι συχνά στο κυνήγι μιας πλασματικής ευδαιμονίας, βασισμένης εν πολλοίς στον καταναλωτισμό. 

Η άσκηση φιλοσοφίας και Ποίησης από ανθρώπους που απέχουν από την καθημερινότητα, από την πραγματική ζωή, -όπως καλώς ή κακώς έχει διαμορφωθεί- δεν έχει νόημα. Οι νοητικές ασκήσεις προς ιδίαν τέρψιν, που φορτώνουν τους ανθρώπους αυταρέσκεια, δεν είχαν ποτέ ουσιώδες αντίκρισμα. 

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι στοχαστές είναι κατά κανόνα πεσιμιστές, επομένως, ο λόγος τους μόνον ίαση δεν μπορεί να προσφέρει. Μου θυμίζουν όσους θεωρούν την κλασική μουσική πένθιμη. Αλλά, και μόνον η άσκηση του νου είναι μία πολύ σημαντική προίκα. Κι έπειτα, υπάρχουν στοχαστές εμποτισμένοι με αρκετή αισιοδοξία, που δίνουν φως στο σκοτάδι το οποίο απαγορεύει τις διεισδυτικές ματιές. 

Ο Σαρτρ έχει καταγραφεί ως κύριος εκπρόσωπος του υπαρξισμού εκλαϊκεύοντάς τον. Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί συνιστά εκλαΐκευση το πέρασμα της στοχαστικής του ματιάς σε ένα μυθιστόρημα, το οποίο κάνει πλέον εύληπτες τις σκέψεις του, όπως έκανε, για παράδειγμα, με τη Ναυτία ή όπως έκανε ο Καμύ με τον Ξένο.

«Ο φιλοσοφικός διάλογος στερείται νοήματος» έγραψε ο βαθιά θρησκευόμενος, γνωστός ως ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος Κίρκεγκορ. Αυτή η φράση, που νομίζω έχει να κάνει με τη θρησκευτική του πίστη, περιέχει μια ουσιώδη αντίφαση. Η φιλοσοφία ως σώμα είναι ένας συνεχής διαχρονικός διάλογος με τους προγενέστερους, τους επερχόμενους, με τον εαυτό και τον κόσμο. Δεν μπορώ να διανοηθώ την ύπαρξη φιλοσοφίας χωρίς διάλογο. Αν δεν έχει νόημα ο φιλοσοφικός διάλογος, άραγε έχει νόημα ο φιλοσοφικός μονόλογος; 

Ο Ντεκάρτ έως και ο Ράσελ θεωρούσαν τη φιλοσοφία ταυτισμένη με την επιστημολογία. Αιώνες τώρα, ένα από τα αιωρούμενα ερωτήματα ήταν, και παραμένει, το αν έχει λόγο ύπαρξης η φιλοσοφία. Κάτι σαν το αν έχει λόγο ύπαρξης η ζωή; Ωστόσο, συνεχίζουν ζωή και φιλοσοφία να υπάρχουν, γεννώντας συνεχώς ερωτήματα. Με τις αμφιβολίες να πληθαίνουν και μύριες τις υπό αίρεση απαντήσεις.

Η επιστήμη με τη συνδρομή της τεχνολογίας, με τα πειράματα και τις αποδείξεις της, υποδεικνύει μοναδικές αλήθειες-βάσεις για τα επόμενα βήματα. Τα ευρήματά της επηρεάζουν τη ζωή μας. Οι τεχνοκράτες υποστηρίζουν ότι η φιλοσοφία είναι ατελής, ακριβώς διότι δεν έχει πειράματα και αποδείξεις. Η φιλοσοφία και το παιδί της, η καθέκαστα ηθική –πέρα από θρησκείες– φτιάχνει πλαίσιο κανόνων για να υπάρχει οργανωμένη κοινωνία, και καθορίζει τις περισσότερες παραμέτρους της ζωής μας κι ας μην το γνωρίζουν οι πολλοί. Πείραμα η καθημερινότητα, απόδειξη η ίδια η ζωή μας.

Εύκολα θα με χαρακτήριζε κάποιος σκεπτικιστή με την έννοια που δίνει ο Σιοράν: «Σκεπτικισμός είναι μια αέναη διερώτηση, η ενστικτώδης άρνηση της βεβαιότητας… Η εκλεπτυσμένη αμφιβολία των πολιτισμένων ανθρώπων δεν είναι παρά ένας τρόπος για να κρατηθούν σε σεβαστή απόσταση από τα γεγονότα». Αυτή η ρήση δίνει ένα αίσθημα ευρυχωρίας λόγω της συνήθειάς μου να νιώθω, από την εφηβεία μου ακόμα, παρών-απών, αναλόγως του ενδιαφέροντος που έχω για το περιβάλλον. Πράγμα πολύτιμο, ιδιαιτέρως όταν έχουν περάσει τα χρόνια, τότε που ο χρόνος τρέχει ταχύτερα.

Δεν ξέρω πραγματικά αν έφτασε ποτέ στοχαστής στη δημιουργία μιας βεβαιότητας και στη συνακόλουθη πίστη σε αυτήν. Είναι φαντάζομαι πράγματι συγκλονιστική η στιγμή όπου ο φιλόσοφος φτιάχνει ένα ολόκληρο οικοδόμημα συλλογιστικής και μέσα στη χαρά της όποιας ανακάλυψης, έρχεται μια και μόνο σκέψη, η οποία αναιρεί τη βάση-βεβαιότητα του συλλογισμού του. 

Το ότι διάλεξα να ζω δίχως βεβαιότητες, διόλου δεν με πληγώνει. Έτσι γεύτηκα έναν αέρα ελευθερίας, χωρίς αυτό να αναιρεί τα ταξίδια του νου και την ευχαρίστηση της συνεχούς αναζήτησης. Βεβαίως, χωρίς την ύπαρξη μίας βεβαιότητας-βάσης δεν θα υπήρχαν τα μαθηματικά (των οποίων ως και σήμερα αναιρούνται θεωρήματα), η επιστήμη και η τεχνολογία. Αναρωτιέμαι όμως, όταν ο φιλόσοφος έχει πίστη σε βεβαιότητες, δεν κινδυνεύει να αγγίξει το δογματισμό; Και ποιος δογματισμός επιτρέπει «το άνοιγμα στον κόσμο» του αγαπημένου μου Αξελού;

Η αίσθηση της αδυναμίας να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον άλλο, είναι μια ακόμα αιτία χρόνιας αβεβαιότητας σε όσους ψάχνουν την ουσία πέραν της εικόνας. Η συνεχής αναζήτηση της βεβαιότητας, της σιγουριάς, συνήθως, μου μοιάζει νοσηρή. Η αποδοχή της εγγενούς μας αδυναμίας να νιώσουμε σίγουροι για μια πραγματικότητα για μένα είναι λυτρωτική. 

Η μεγάλη αβεβαιότητα για τον εαυτό, ταΐζει τους αδύναμους με έπαρση και κομπασμό. Γι’ αυτό, πριν αρχίσουμε να μιλάμε –και κυρίως να κρίνουμε τους άλλους– θα έπρεπε να κάνουμε βαθιές ενδοσκοπήσεις.

Η διαπίστωση της μηδαμινής αξίας κεκτημένων αγαθών δεν συνιστά αιτία φόβου. Είναι εγνωσμένη πορεία προς την πρόσληψη της ματαιότητας. Είναι ο δρόμος που σε μόνιμο -και γόνιμο;- ημίφως κρύβει το τέλος του. Κι είναι και κείνες οι στροφές που κρύβουν κάθε προοπτική επίγνωσης και κάθε αβέβαιο βήμα, λες κι αν υπήρχε η ελάχιστη βεβαιότητα θα γινόταν η ζωή μας ενδιαφέρουσα.

Η αιτία που έχω δει χιλιάδες φορές το είδωλό μου στον καθρέφτη για λόγους πρακτικούς (ξύρισμα, χτένισμα κλπ) και δεν το έχω παρατηρήσει ποτέ, ίσως να κρύβει το φόβο ότι θα κάνω λάθος στην πρόσληψη του ειδώλου μου λόγω των πολλαπλών κάθε φορά διαφορών, που είναι αναπόφευκτες. 

Θέμα ματιάς, να δούμε εντονότερα το πρόσκαιρο, το περιστασιακό κάθε κίνησης. Περιστασιακά σκέφτομαι, γράφω, ανασαίνω. Πρόσκαιρος κι εγώ, ανασαίνω τις αναιρούμενες αλήθειες μου κι αντλώ δύναμη από τον έρωτα και τη στέρηση κάθε βεβαιότητας.

Σε κάθε συλλογισμό, ενδεχομένως, υπάρχει ένας αντίλογος, ίσως ισχυρότερος. Αυτό δεν μας εμποδίζει να διερευνούμε τη δική μας ύπαρξη, των άλλων και του κόσμου. Το δικαίωμα να στοχάζεσαι αποτελεί το ελάχιστο δικαίωμα ελευθερίας που δεν μπορεί να μας στερήσει κανείς. Ευκταίο, οι σκέψεις μας –προφορικές ή γραπτές– να αποτελούν νοητικό ερέθισμα στους άλλους. Μόνον καρποφόρα είναι η αντιπαράθεση των ιδεών, μιας και ξέρουμε ότι ποτέ δεν έγινε, ούτε θα γίνει, κτήμα μας η απόλυτη αλήθεια.

Ο Αριστοτέλης όρισε την αλήθεια, ως αντιστοιχία του νου προς την πραγματικότητα. Δεν πρόσθεσε, όμως, το επίθετο υποκειμενική. Ο δικός μου νους –καθένας μας έχει άλλες, διαφορετικές προσλαμβάνουσες– δέχεται τη δική μου πραγματικότητα. Η δική μου αλήθεια και αυτή των άλλων. Σωστά ο Καντ αμφισβήτησε τον ορισμό του Αριστοτέλη τον οποίο είχαν αποδεχθεί πολλοί άλλοι φιλόσοφοι, λέγοντας ότι η πραγματικότητα είναι δημιούργημα του εαυτού μας. Ποια είναι η αλήθεια για έναν τυφλό που δεν έχει οπτική πρόσληψη της πραγματικότητας; Ίδια με τη δική μου, που έχω όλες τις αισθήσεις σε λειτουργία;

Μας βάζουν στην αβεβαιότητα οι διεισδύσεις σε νέους κόσμους, αλλά χαράζουν ένα απρόβλεπτο μέλλον, που χτίζεται από τους στοχαστές κάθε επιστημονικής και τεχνολογικής ειδικότητας. Σε ποιον πόλεμο, σε ποια μάχη θα πάμε βέβαιοι για την έκβασή τους; Αλλά, τουλάχιστον, θα έχουμε δώσει τον αγώνα.

Πόσο εύκολο είναι, άραγε, να αποδεχτούμε πως ο σημερινός κόσμος είναι όσο ποτέ απρόβλεπτος; Θόλωσαν πια τα όρια τάξεων, εθνών, ιδεολογιών, κοινών αιτουμένων και το εμείς τείνει δραματικά σε ένα χαώδες εγώ. Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου δεν ήταν τόσο ασαφές ως και το άμεσο μέλλον. Η λαϊκή ρήση “δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει” όσο ποτέ επίκαιρη… Νιώθω τυχερός που έζησα μια εποχή -έστω με αυταπάτες- που έβριθε αιτουμένων, συλλογικότητας, αγώνων για έναν καλύτερο κόσμο.

Η υπέρβαση του εαυτού είναι μια πάγια αναζήτηση των σκεπτομένων. Δεν ξέρω αν κατάφερα να ξεπεράσω τις δυνατότητες του εαυτού μου, ακριβώς διότι δεν μπορώ να προσδιορίσω τα όριά τους. Κι έπειτα, με γεμίζει ανασφάλεια η σκέψη πως, συνήθως, άλλο είναι αυτό που νομίζουμε και άλλο αυτό που πραγματικά υπάρχει. Ίσως γι’ αυτό, ωριμάζοντας, έμαθα να ζω εν αμφιβόλω.

Η έλλειψη κάθε βεβαιότητας με συντρόφευε για δεκαετίες μετά την α-νόητη εφηβεία, οπότε νομίζεις ότι είσαι παντογνώστης, άφθαρτος, δυνατός, και μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Αμφισβητούσα διαρκώς ως και τις ελάχιστες αλήθειες μου, που, στην περίπτωση άλλων, αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους μιας επανάπαυσης, συνήθως στείρας. Είμαι ταυτισμένος με την αμφισβήτηση, αυτή την κινητήρια δύναμη του νου και της γραφής. Αναρωτιέμαι αν θα έγραφα λέξη κατακλυσμένος από βεβαιότητες. Ο άνθρωπος με βεβαιότητες είναι η απεικόνιση του ανόητου στα μάτια μου. Όσο κι αυτοί που επαναλαμβάνουν το «εγώ» σε κάθε φράση, αγνοώντας ότι σε κάθε τους πρόταση εκθέτουν πολλά συμπλέγματα και μια εν τω βάθει ανασφάλεια.

Πέραν της συνεχούς επιβεβαίωσης της αβεβαιότητάς μας για καθετί, αν αποδεχθώ τον ορισμό ότι η τρέλα είναι η συνεχής αίσθηση ότι δεν μας καταλαβαίνουν οι άλλοι, αναλογίζομαι ότι ένα είδος βεβαιότητας είναι η αποδοχή της τρέλας μου, της παράνοιας, δηλαδή, του να θεωρώ ότι επικοινωνώ, μοιράζομαι, συνδιαλέγομαι, ίσως, και υπάρχω, και όλο αυτό είναι μια κατασκευή, της οποίας το γκρέμισμα οδηγεί στην πλήρη κατανόηση της βαθύτερης τρέλας, του παρανοϊκού σαλπίσματος μιας τεράστιας αυταπάτης, της οποίας η αποκάλυψη είναι –ή μπορεί να είναι– κάτι συντριπτικά οδυνηρό.

Η πίστη στη μη πίστη θέλει κουράγιο, αλλά δίνει χαρά γιατί σε αφήνει να κολυμπάς σε άγνωστα νερά και να ανακαλύπτεις. Ζώντας σε διαρκή αμφιβολία, δεν στερήθηκα την απόλαυση. Γιατί απόλαυση είναι η αίσθηση του νέου. Και νέο είναι πάντα το, μέχρι να το γνωρίσεις, άγνωστο.

Το φέρεσθαι χτυπά το φαίνεσθαι και δείχνει πάντα την ουσία, και καλοκρυμμένες εκφάνσεις του είναι.

Το μίσος είναι το δηλητηριώδες συναίσθημα που έχουν οι μικρόψυχοι σε διάρκεια και όχι μόνον σε στιγμιαίες εξάρσεις θυμού. Ο θυμός θολώνει το μυαλό, διαλύει τη σκέψη, υπονομεύει εν θερμώ κάθε ευαισθησία, κάθε ψήγμα αγάπης στο συνάνθρωπο. Το μίσος, πιο επικίνδυνο από το θυμό, επιτρέπει στη σκέψη να βυσσοδομεί εν ψυχρώ κατά του άλλου ή των άλλων και τρέφει την ευτελή εκδίκηση. 

Λέει ο Χ. Τζ. Γουέλς: «Δεν υπάρχει ανάπαυση ή τέλος για τον άνθρωπο. Και όταν όλα τα βάθη του σύμπαντος και τα μυστήρια του χρόνου θα έχουν γίνει κατακτήσεις του, πάλι θα βρίσκεται ακόμη στην αρχή». Επισημαίνει το άπειρο της γνώσης, την ανυπαρξία ορίων του ανθρώπινου νου, τις επινοήσεις, τις ανακαλύψεις του. Αν υπήρχαν όρια στον ανθρώπινο νου, πώς θα ήταν η ανθρωπότητα σήμερα; Η γνώση πάντα κάπου οδηγεί, άλλως θα αποδεχόμουν το αδιέξοδο ότι δεν έχει νόημα να ζούμε. 

«Πόσο ανώφελη θα ήταν τελικά για μένα μια ζωή παρηγορημένη» λέει ο Ρίλκε. Αναλογιζόμενος σε ποια κατάσταση έχει ανάγκη παρηγορίας ο άνθρωπος, κατανοώ τη ρήση του μεγάλου ποιητή. Η ανάγκη παρηγορίας προϋποθέτει αδυναμία, πληγή, πόνο ψυχής. Η μη ανάγκη της, σε καταστάσεις κάμψης, προϋποθέτει δύναμη ψυχής. 

Ο Νίτσε αρνητής κάθε είδους θεϊκής ή ανθρώπινης παρηγορίας έφτασε στην παραφροσύνη. Δεν τον παρηγόρησε η οξύνοια και η φιλοσοφία του. Ως αρνητής κάθε παρηγορίας σημάδεψε την ιστορία.

«…ξεχειλίζει από άγρια και ακατάβλητη μακαριότητα». Υπέροχη έκφραση του Ρόμπερτ Μούζιλ, που έζησε στα όρια και εντός της παράνοιας.

Εικάζω ότι σε ψυχολόγους ή ψυχίατρους κατευθύνονται συνήθως οι άνθρωποι όταν ο πόνος γίνεται δυσβάστακτος. Γι’ αυτούς που τους επισκέπτονται σκέπτομαι: Το τόλμησαν. Γι’ αυτούς που τους υποδέχονται σκέπτομαι: Πώς τολμούν; Όταν έχεις να κάνεις με την ψυχή των ανθρώπων, προτιμότερη η στοχαστική σιωπή, ο σεβασμός και το δέος…

Συγχέουμε καμιά φορά τη φαντασία με την προφητική σκέψη. Συχνά, όμως, όσα φανταζόμαστε γίνονται πραγματικότητα κι εμείς προφήτες.

Στα Μαύρα Τετράδια του Μάρτιν Χάιντεγκερ –όπου κείμενα ημερολογιακής καταγραφής προορισμένα να δημοσιευθούν μετά θάνατον– ο διάσημος φιλόσοφος απορρίπτει τον διαφωτισμό, την κοινοβουλευτική δημοκρατία και επιμένει ότι μοναδική λύση στο μέλλον είναι ο ναζιστικός εθνικοσοσιαλισμός. Παρά ταύτα, έμεινε στην ιστορία ως μέγας φιλόσοφος. Ο μέγας ποιητής Έζρα Πάουντ υπηρέτησε τον φασισμό. Αρκετοί άλλοι άνθρωποι της γραφής και του στοχασμού δεν είχαν άμεση σχέση με ακραία και απάνθρωπα πολιτικά συστήματα, ωστόσο τα ανέχτηκαν, εθελοτυφλούσαν, σιώπησαν ή αδιαφόρησαν για την ύπαρξή τους. Εύλογο το ερώτημα: Είναι δυνατόν να εξυψώνεται το πνεύμα σε υψηλά επίπεδα διανόησης και παράλληλα να αδιαφορεί πλήρως για το τι συμβαίνει στον διπλανό; Κι εδώ, αναθυμούμαι τον Τζώρτζ Στάινερ: «Λέξεις που είναι κορεσμένες με ψέματα ή θηριωδία, δεν συνοψίζουν εύκολα τη ζωή».

Είναι τόσο λεπτομερής η περιγραφή του Ζαν Πωλ Σαρτρ για το μίσος στο έργο Ηλικία της λογικής και το πώς νιώθει αυτός που το φέρει «φιλήδονα και ενσυνείδητα», που σε βάζει σε τρομακτικές σκέψεις. Διότι μόνον ένας βαθύς γνώστης του μίσους θα κατάφερνε να το περιγράψει σε κάθε λεπτομέρεια τόσο καλά. Μπορεί ένας φιλόσοφος να καταδέχεται το μίσος…

Ποτέ δεν θα κατανοήσω προς τι τόση μήνις, ένταση, πάθος στους διαλόγους μεταξύ στοχαστών, που κατακεραυνώνουν ο ένας τον άλλον για να αποδείξουν το δίκιο τους ή για να τονώσουν το εγώ τους. Ιστορικοί πλέον οι διαξιφισμοί μεταξύ Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και Καρλ Πόπερ στο Κέμπριτζ. Είναι άσκηση βίας η πρόθεση επιβολής της άποψής σου και κυρίως η εκδήλωση της προσπάθειας επιβολής. Η επιβολή και η βία της, μπορούν να χαρακτηρίζουν πνευματικούς ανθρώπους; Φαίνεται -δυστυχώς- πως ναι…

Κατακρίνουμε συχνά τους άλλους ως αλλοτριωμένους, αγνοώντας επιπολαίως ότι όλοι αλλοτριωθήκαμε ως προϊόντα του περιβάλλοντος που μας αναδιαμορφώνει συνεχώς. Μπορούμε, ίσως, να κρίνουμε αν η διαμόρφωση αυτή είναι προς το χειρότερο ή το καλύτερο. Και πάλι, με αυστηρώς προσωπικά κριτήρια. Α, η ρευστότητα της κρίσης, πανταχού παρούσα.

Δεν ξέρω πραγματικά αν σχεδίασα ποτέ τη ζωή μου έστω και βραχυπρόθεσμα. Από όσο θυμάμαι, εκτιμούσα τις περιστάσεις (ή προτάσεις) και με ένα Ναι ή ένα Όχι συνέχιζα την πορεία μου. Αυτές οι επιλογές καθόρισαν το δρόμο μου στη ζωή. Επιλογές, που δεν είχαν πάντα ωφελιμιστικό στόχο, επιλογές, για αρκετές από τις οποίες μετάνιωσα, κυρίως αυτές που είχαν να κάνουν με ανθρώπους. Και -ως μη ενοχικός- έριχνα πάντοτε το βάρος του λάθους μόνον στον εαυτό μου, μιας και εγώ είχα επιλέξει.

Συνήθως θυμόμαστε περισσότερο τις ευτυχείς στιγμές, μιας κι οι μηχανισμοί απώθησης δρουν κυρίως για τις δυστυχισμένες στιγμές. Όμως, μόρια της λύπης που μας σημάδεψε μένουν κι έρχονται απρόσκλητα να συντηρήσουν τη μελαγχολία, που τις περισσότερες φορές είναι δημιουργική.

Η διερώτηση για το επέκεινα των ορίων της ανθρώπινης σκέψης, αυτομάτως δίνει υπόσταση στο αδιανόητο, άρα και ανείπωτο. Η πρόσληψή του ως α-διανόητου δίνει και την αιτία της ύπαρξής του. Το πέραν της νοητικής μας ικανότητας προσδιορίζει την αποδοχή της ύπαρξης του μη προσλήψιμου, άρα και μη δυνάμενου να ειπωθεί.

Αρκετές έννοιες που φέρουν οι λέξεις, υπάρχουν μεν –ακριβώς επειδή έχουν νοηθεί και ειπωθεί– συχνά τις χρησιμοποιούμε, αλλά δεν μπορούν να οριστούν επακριβώς και σε πολλές περιπτώσεις  δεν είναι πλήρως εφικτές ως πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, ο έρωτας και τόσες άλλες. Υπάρχουν ως έννοιες, προσδιορίζονται με λέξεις ως κοινή αντίληψη, παρ’ ότι το αιτιατό των περισσότερων έρχεται συνήθως μέσα από την αναγκαιότητα συλλειτουργίας στο κοινωνικό σύνολο.

*

©Γιώργος Δουατζής

 ❀