Σκηνή με εφήμερους συσχετισμούς και την μελαγχολία που ώρες ώρες μας δικάζει
κάτω από τον ήλιο του θερισμού
[Δειλινό σε μαγευτική αμμουδιά. Το πλήθος που κάποτε συνέρρεε τώρα έχει πια σκορπίσει, άγνωστο σε ποιες κατευθύνσεις, σε ποιους προορισμούς. Ένα ολομόναχο μαγαζί με αναμμένους φωτισμούς, πολύχρωμα λαμπιόνια και μεταλλικά τραπεζάκια παλιώνει εμπρός στο κύμα. Ένας νεαρός, ντυμένος με την χαρακτηριστική αμφίεση του σερβιτόρου αγναντεύει τον θαλασσινό ορίζοντα. Όλα μοιάζουν μπακιρένια, φωτισμένα με εκείνη την μελαγχολική αίσθηση που αφήνουν τα καλοκαίρια σαν ξεφτίζουν. Πάνω στα τραπέζια αφημένα τα ποτήρια, οι αδειανές μποτίλιες του κρασιού, τα σημάδια από τα παγωμένα ποτήρια που κάποτε ξεδίψασαν, ποιος ξέρει πόσους καταγοητευμένους ταξιδιώτες. Ο νεαρός μιλά δίχως να στρέψει το πρόσωπό του.]
ΝΕΟΣ: Το καλοκαίρι πάντα τελειώνει δίχως φασαρία, δίχως προειδοποίηση. Μεμιάς, το ξεπλένουν οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου, γρήγορα σβήνουν τα ίχνη του. Είναι μια ένδειξη η μέρα που μικραίνει, το φεγγάρι που αδειάζει, [κοιτάζει για μια στιγμή το τσίγκινο τάσι] κατάστικτο από υποσχέσεις και αφιερώσεις και όρκους αιώνιους που προδόθηκαν. Μα όλα αυτά είναι μια αίσθηση. Ξέρετε, το καλοκαίρι είναι κάτι το οραματικό, στα αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια εποχή, ποτέ. Το καλοκαίρι αναχωρεί δίχως θορύβους, χωρίς φωνές και αποχαιρετισμούς, παίρνοντας μαζί του όσα μπορεί από εμάς. Θυμίζει τον άνεμο που άθελά του σαρώνει την ομορφιά και όλα εκείνα τα αναγκαία που διαμόρφωσαν το όνειρό μας. Ω, να με συγχωρείτε, δεν συστήθηκα. Βλέπετε, όλον αυτόν τον καιρό που σερβίριζα οι θαμώνες φώναζαν “γκαρσόν, παρακαλώ τον λογαριασμό”, “γκαρσόν, αργείτε!”, “γκαρσόν, θα επιθυμούσαμε μια φωτογραφία, ελπίζω τα χέρια σας να μην τρέμουν όπως στο σερβίρισμα!” [ακολουθεί το πικρό γέλιο του νεαρού που θυμάται όλες εκείνες τις στιγμές] Με λένε Άλκη, γεννήθηκα πολύ μακριά από εδώ, όμως η ανάγκη με έφερε σε αυτό εδώ το μέρος. Εργάστηκα σκληρά τόσους μήνες, επιστρατεύοντας χιλιάδες άγνωστες λέξεις, εφευρίσκοντας τρόπους για να δείχνω ίδιος με εκείνη την ινδική θεά, δείχνοντας κατανόηση στις παρατηρήσεις του αφεντικού όταν κάποιος πελάτης εμφανιζόταν έξαλλος για τον λεκέ από σοκολάτα που προξένησε η απροσεξία μου. Μπύρες, τεκίλα σανράιζ κοκταίηλ με ανάλαφρη γεύση, μερικές χαρτοπετσέτες, το κυρίως και το επιδόρπιο και όλα αυτά με δυο μονάχα επιδέξια χέρια. Αφοσιώθηκα στην ιδέα του ελληνικού καλοκαιριού και ας έζησα μες στα υγρά υπόγεια, μες στην αδιάκοπη μοναξιά, βρίσκοντας κάθε βράδυ μερικούς αγνώστους σε εκείνα τα δωμάτια. Ερωτεύτηκα κάποιο κορίτσι μα εκείνη ξεγλίστρησε με το πλοίο της γραμμής όταν εγώ εκτελούσα παράτολμα νούμερα ισορροπώντας τον δίσκο μου, όπως κανείς την ζωή του μες στις εποχές. Νοστάλγησα την θάλασσα που μου έγνεφε με κάθε τρόπο, όταν εγώ χαμογελούσα συγκαταβατικά στους κυρίους που δοκίμαζαν την παλαιότητα του κρασιού. Πρέπει να σας πω πως όλα αυτά μονοπωλούσαν τις μέρες μου σε τέτοιο βαθμό που δεν υποψιάστηκα πως εκείνος ο ξαφνικός άνεμος όλα επρόκειτο να τα πάρει μακριά. Το κορίτσι, τις παρέες, τους δίσκους, τους άγνωστους συγκάτοικους, την αύρα την θαλασσινή, τις φωνές “γκαρσόν, γκαρσόν” που με έκαναν να τινάζομαι μες στον αγωνιώδη ύπνο μου. Δεν κατάλαβα πώς χαθήκανε όλες εκείνες οι στιγμές, πώς πνίγηκε το καλοκαίρι μες στα αδειανά ποτήρια, πώς ράγισε ο δίσκος μου, πώς άρπαξε η θάλασσα μέσα από τα χέρια μου όλες εκείνες τις στιγμές. Τώρα οι φίλοι μου ταξιδεύουν με αργοκίνητα επιβατηγά πλοία. Στέκουν στα ρέλια γυρεύοντας τις απαντήσεις που το καλοκαίρι κράτησε μυστικές. Άραγε θα με θυμούνται όταν θα φανεί ο χειμώνας με τις άγριες φωνές του και την παγωνιά; Θα θυμούνται πως σε κάποιο νησί, πέρα μακριά, με άφησαν να μετρώ τον καιρό; Υποθέτω πως όχι. Μα δεν με πειράζει πια επειδή συνήθισα να είμαι το γκαρσόνι που εκτελεί τις πιο παράτολμες ασκήσεις ισορροπίας. Συνήθισα να στέκω ολομόναχος σε τούτη την αμμουδιά προσμένοντας εκείνη την παρέα που θα βάλει φωτιά στην βραδιά. Νομίζω πως γελιέμαι, αφού όλοι μου οι φίλοι ταξιδεύουν πια με αργοκίνητα επιβατηγά πλοία, κρατώντας μια τρυφερή ανάμνηση από τα κουρέλια του καλοκαιριού. Ίσως αυτή να είναι η μοίρα των σερβιτόρων, σαν να λέμε να γερνούν ολομόναχοι ανάμεσα στα τραπέζια ενός καιρού. Ίσως ο θεός να ακούσει το παράπονό μου, και ίσως ετούτο εδώ το νησί να είμαι εγώ, τόσο ανεπιφύλακτα και ακατάλυτα μόνος πια.
[Ο νεαρός περπατάει πάνω στο κύμα, γυροφέρνει τα αδειανά τραπέζια, φροντίζει τα σερβίτσια, ελέγχει τους φωτισμούς και είναι εκείνος που κλείνει την πόρτα στο καλοκαίρι σαν ξεφτίζει κάτω από φτηνούς, εύκολους έρωτες. Μα αυτό είναι το συστατικό κάθε αλησμόνητης εποχής. Τώρα ακούγεται μονάχα ο ήχος της βραδινής θάλασσας που κουρασμένη αφήνει τους τελευταίους της σπασμούς εμπρός στα μελαγχολικά, παραθαλάσσια ξενοδοχεία. Το γκαρσόνι το σκεπάζει η αμμουδιά και η σκηνή τελειώνει με το φεγγάρι άφαντο, θεέ μου.]
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.