Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Πενικιλίνη αγάπη μου

Τζούλιετ, Τζούλιετ, επαναλάμβανε στις αρχές. Τι αρχές δηλαδή, μονάχα κάτι συνταξιοδοτημένοι αγρονόμοι. Ο Τζακ Στιούαρτ και ο Έντελς Σπάρτ είχαν προ πολλού χάσει το ενδιαφέρον τους για δράση. Ξημεροβραδιάζονταν στο λεβητοστάσιο του Τζόνας Τόμσον. Εκεί, μες στην ζεστασιά, έπιναν όσο μπέρμπον ήθελαν και ονειρεύονταν πάνω στην σκακιέρα πως υπήρξαν αυτοκρατορικοί στρατοί, τίποτε λιγότερο. Ο Τζακ συχνά θύμωνε και ο Έντελς τον έστελνε για περιπολία. Να ηρεμήσεις λίγο, το πιοτό σου κάνει κακό, άντε λοιπόν, το μεγάλο περίπολο, Τζακ, μετρώ. Και ο άλλος θυμωμένα, παραπατώντας φορούσε το κασκέτο του και έκλεινε δυνατά πίσω του την πόρτα. 

 Είναι καλό παιδί, μα κομμάτι οξύθυμος. Είδες που τα’βαλε με εκείνον τον στρατιώτη ενώ η βασίλισσα έβγαζε τα μάτια της με τον αξιωματικό; Θα μου πεις, έτσι συνηθίζεται και γελούσαν. Ο Τζόνας δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τον γέρο Έντελς και καμιά φορά τους έδιωχνε και τραβούσε για την κυρά του. Οι δυο χωροφύλακες έπαιρναν τον δρόμο για τις εξοχές, σαν δυο αθεράπευτα μοναχικές φιγούρες στο βάθος ενός Ρέμπραντ. Τι πίκρα ήταν εκείνη θεέ μου, τι ώρες δύσκολες και τι κόσμος αδειανός!

Στον Τζακ και τον Έντελς έπεσε ο κλήρος με το όνομα Τζούλιετ. Ένα κατάξανθο κορίτσι, καλοσχηματισμένο με ένα σκισμένο φουστάνι, ξυπόλητη, όπως η νύχτα κύριε ποιητά, σωστά; Για την ακρίβεια ο κλήρος έπεσε πρώτα στον Τζακ, που απολάμβανε το περίπολο του στας εξοχάς. Περπατούσε αμέριμνος και ξεμέθυστος πια όταν μια φιγούρα ξεπρόβαλε από την πλευρά του δάσους. Στην αρχή φοβήθηκε, φίλησε τον σταυρό που έχει στην φανέλα του, έσφιξε το τουφέκι του και φαντάστηκε τον εαυτό του διοικητή πέρα στην μεγάλη πόλη. Μα η πραγματικότητα αποδείχτηκε εξόχως καλύτερη και από το πιο όμορφο όνειρο. Το κορίτσι ήταν μια αληθινή οπτασία και έτσι μισόγυμνη μες στην ερημιά του ξέφωτου, με την κούνια του φεγγαριού μονάχα για αυτούς, εκεί ψηλά, ο καθένας θα ‘χανε το νου του.. Ο Τζακ της φόρεσε το σακάκι του και είπε αποφασιστικά μα και τρυφερά μαζί, πάμε στον σταθμό. Ο γέρο Έντελς θα λατρέψει την ιστορία. Θα πάρει στον σταθμό και το ζήτημα θα λυθεί. Θα πας εσύ στην δουλειά σου και εμείς στο λεβητοστάσιο μας. Δεν χρειάζεται να χαλούμε την ζωή μας. 

Σε όλο τον δρόμο το κορίτσι του μιλούσε σε μια άγνωστη γλώσσα. Του φάνηκε πως θα ‘ταν ιταλιάνικα μα δεν ήταν βέβαιος και έτσι κρατήθηκε στην σιωπή του, γνέφοντας και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις ομορφιές του κόσμου. Ο Έντελς πρότεινε να τους γράψει η κοπελιά δυο λόγια. Έπειτα εμείς θα το διαβιβάσουμε και τέλος πάντων ότι και να ‘ναι θα πάρει τέλος. Έτσι κάνανε. Η Τζούλιετ έγραψε μια μικρή παράγραφο, ο διαβιβαστής την προώθησε, έπειτα έλαβε την απόκριση. Όλοι έμοιαζαν ευτυχισμένοι αν και το όνειρο της διοίκησης είχε πια ξεφτίσει για τον Τζακ, ειδικά εμπρός στην τόση καπατσοσύνη του συναδέλφου του. 

Με λένε Τζούλιετ. Ξέφυγα από τις σελίδες ενός βιβλίου, το ξέρω, θα σας φανεί παράδοξο. Μα είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Που λέτε, είχα έναν εραστή, τον Ρωμαίο μου. Όμως μια παρεξήγηση μας στοίχισε πολύ. Εκείνος γίνηκε σκιά και εγώ είπα πως δεν έχει άλλη ζωή δίχως εκείνον. Είπα να ριχτώ από το μπαλκόνι μα θα χαλούσα την φαντασίωση. Ξαναμπήκα στις σελίδες, τόσο λυπημένη δίχως να μπορώ να αποδράσω από την μοίρα μου. Ωστόσο την τελευταία στιγμή και αφού είχα πάρει αρκετό δηλητήριο η καρδιά μου σφίχτηκε. Κοίταξα τον εαυτό, είπα τόσο νέα, προσπάθησα να βγω από την σελίδα, έσπρωχνα μα ο βιβλιοδέτης είχε κάνει σωστή δουλειά. Ένα αληθινό, ανυποχώρητο κομψοτέχνημα αυτή η  ιστορία. Τον Ρωμαίο τον είχα πια ξεγράψει μα η δική μου η ζωή ξάφνου πήρε μια αξία πρωτόγνωρη. Και έτσι σε μια ύστατη προσπάθεια βγήκα από την ιστορία, βρέθηκα σε μια πόλη. Ακολούθησα τον φωτισμένο ορίζοντα, εμπρός μου ένας κεντρικός δρόμος. Τα αυτοκίνητα περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θα ήταν άσκοπο να περάσω στην άλλη μεριά. Και άλλωστε παντού νύχτα είχε, δεν θα κανε διαφορά. Ένα φορτηγό σταμάτησε και ο οδηγός μου πρότεινε να πάω μαζί του. Είδε που δεν καταλάβαινα και ξύπνιος καθώς ήταν μου είπε δυο τρία ιταλικά και αμέσως τον πίστεψα. Μα στην διαδρομή μου φέρθηκε τόσο άσχημα, κατόρθωσα και ξέφυγα από τα χέρια του. Αν είχα ένα μαχαίρι, μονάχα ένα μαχαίρι ή αν ζούσε ο Ρωμαίος μου, θα το σκεφτόταν πολύ ο τύπος εκείνος. Δεν ξέρω ποιον δρόμο πήρα, το στομάχι μου σφίγγεται, βοηθήστε με σας παρακαλώ, χρειάζομαι πενικιλίνη, πενικιλίνη. Έχω διαβάσει σε ένα διπλανό σύγγραμμα σε κάποια βιβλιοθήκη πως κάνει καλό σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ένα βιβλίο μπορεί να περάσει ζωή χαρισάμενη και εκείνη η κυρία μας έδειχνε με κάθε ευκαιρία την αγάπη της.  Λοιπόν, έχετε πενικιλίνη; Έχετε;

 Ο Τζακ Στιούαρτ και ο Έντελς Σπαρτ όμως δεν γελιούνται. Και έτσι ετούτη η ανταπόκριση από τις μικρές, παράδοξες ειδήσεις τελειώνει κάπως αμήχανα. Ηρέμησαν το κορίτσι και του έδωσαν στεγνά ρούχα και λίγο καφέ. Έπειτα τηλεφώνησαν στο κέντρο ψυχικής υγείας. Δυο υπάλληλοι έφθασαν αμέσως με μια θορυβώδη Σεβρολέτ. Είχε αρχίσει να βρέχει μα για εκείνους δεν έκανε καμιά διαφορά. Ακούστηκαν μερικά υαλικά που σπάζανε, κάτι κραυγές και έπειτα δυο γδούποι, σαν να πετά κανείς δυο σακιά βρώμη σε σανιδένιο πάτωμα. Και η Τζούλιετ, –  αγνώστων λοιπών στοιχείων, εθνικότητος πιθανότατα λατινικής – οδηγήθηκε στο κέντρο ψυχικής υγείας που πήρε το όνομα ενός μεγάλου ευεργέτη. 

Λίγες μέρες μετά η τοπική εφημερίδα σφράγισε θλιβερά τα γεγονότα. Ο Τζακ διάβασε, όχι καλά μα ήταν αρκετό. Η νεαρά Τζούλιετ ετάφη προχείρως, δεν παρουσιάσθηκε κανείς συγγενείς οποιουδήποτε βαθμού. Τα περιουσιακά στοιχεία της θανούσας περιορίζοντο σε ένα λινό φουστάνι με μικρά καρό, διάστικτο και καταπονημένο. Αιτία, δηλητηρίαση με άγνωστο μέσο λόγω έρωτος. 

 Ο Έντελς έκανε μια αδέξια κίνηση και η βασίλισσά του έπεσε νεκρή. Ο λέβητας έβηξε δυο φορές, γέμισε καπνιά το λεβητοστάσιο. Ο Τζακ, συντριμμένος από τον άδοξο έρωτά του για την δις Τζούλιετ έφυγε για το περίπολο. Είναι νέος, θα ξαναγαπήσει είπε ο γέρο Έντελς και κατέβασε μια γενναία γουλιά εις μνήμην. 

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης