Έργο μικρό, αιθέρας
(Δωμάτιο μιας κάποιας εποχής. Σκεπασμένα έπιπλα που τ΄αναγνωρίζει κανείς μονάχα από το περίγραμμά τους. Τ΄ακολουθεί το λευκό σεντόνι, έτσι που όλα μες στο δωμάτιο να φαντάζουν απολύτως οραματικά. Στο βάθος ένα κρεβάτι και δυο κηροστάτες σε απόλυτη προσοχή και σιγή. Πάνε τόσα χρόνια που εδώ έζησε ένας θάνατος, κανείς δεν θυμάται πια. Ίσως τα πράγματα να κατέχουν τα κλειδιά της ζωής μας, ίσως στερεώνουν την φλόγα της μνήμης.
Είχε συγκεντρωθεί τόσος κόσμος, τώρα ερημιά. Είχαν έρθει να βεβαιωθούν πως ήταν εκείνος ο νεκρός. Και έφευγαν συγκλονισμένοι, διερωτώμενοι τι τάχα τους περιμένει στην ροή του χρόνου.
Ακούγονται βήματα, παλιό ξύλο που τρίζει. Ένας μεταλλικός ήχος διαμορφωμένος από την σκουριά, μικρή παύση. Και το φως που μπαίνει από το κεντρικό παράθυρο και όλα τα καίει. Πίσω από την κουρτίνα, ο αλλοτινός νεκρός, ελεύθερος πια και μόνος, μια φωνή που σβήνει μες στον μονότονο βόμβο της ζωής. Και το όνομά αυτού, κύριος Ήστερ.)
Κύριος Ήστερ: (τινάζει σβώλους χώμα από τον γιακά του) Τι σημασία έχει το καλό κοστούμι; Τι σπατάλη αδελφέ μου; Θα μπορούσε η δουλειά να γίνει με τα παλιόρουχα που δεν θα τα λογαριάσει και κανείς. Επειδή, ας πούμε ένα καλό κοστούμι μπορεί να αποφέρει ως και τριακόσια. Μα αργότερα, χάνει την αξία του, ακόμη και αν φροντίσεις να κάνεις την δουλειά λίγο μετά την τελετή, όταν το ύφασμα δεν θα έχει σαπίσει. Και αυτή η δουλειά κοστίζει και μάλιστα πολύ. Κάπως έτσι καταλήγει κανείς πως δεν αξίζει να φορέσει κανείς τα καλά του σε μια τόσο μοναχική υπόθεση. Ας είναι, τώρα μπορώ να το γλεντήσω κομματάκι και εγώ που ποτέ μου δεν αξιώθηκα τέτοια ρούχα. Πολυτελείας, ακριβώς, ο κύριος Ήστερ μετά θάνατον, φορεί ρούχα πολυτελείας, πάει να πει λονδρέζικα κοστούμια, όχι πασαλειμμένο μαύρο πάνω σε χιλιομπαλωμένο ρετάλι, σημαίνει ακριβά μανικετόκουμπα και μια ολομέταξη γραβάτα. (κοιτάζει την γραβάτα του) Τουλάχιστον φρόντισαν να μου διαθέσουν την καλή μου την γραβάτα, αυτήν που είχα για τις σπουδαιότερες περιστάσεις. Σίγουρα κάποιο κοριτσόπουλο με γούστο και δακρυσμένα μάτια, μ΄αντίκρισε μες στην αδικαιολόγητη ομορφιά της στιγμής. Ίσως και να ΄χω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, κύριε, μα οι νεκροί δικαιώνονται, κάποιος το΄πε καιρό πριν και λάθος δεν έκανε.
(γυρνά και κοιτάζει την κάμαρη με τα σκεπασμένα έπιπλα.)
Ίσως με μια δυο φροντισμένες επιλογές να γίνει γουστόζικο τούτο το δωμάτιο. Θα μπορούσε κανείς να αλλάξει κάπως την διαρρύθμιση, ίσως μια σερβάντα εκεί και λίγο πιο πέρα το κρεβάτι. Και το γραφείο εμπρός στο παράθυρο, λουσμένο στο φως. Μα ναι, θα μπορούσε να γίνει υπέροχο δωματιάκι, ένα σκέτο παλατάκι! Και όσο για τα έπιπλα, δεν είναι να το παίρνει κανείς τόσο αψήφιστα. Πρέπει να δω κάτω από το σεντόνι, να εξετάσω την ποιότητα, φθορές, τυχόν θησαυρούς. Για φαντάσου, ένα ξεχασμένο μπαούλο, μια υποσχετική, κάποιος τίτλος, θυμάμαι πως κάποτε έζησα εκεί μέσα. Άφηνα το παράθυρο ανοιχτό και αποκοιμόμουν. Όλο το στερέωμα και η πλάση με τις χιλιάδες της χειρονομίες υπήρξαν σύντροφοί μου στο όνειρο που χωρούσε τον κόσμο. Ήταν από νιάτα που καιγόταν η ζωή, τίποτε πια όπως τώρα. Σίγουρα, κάποτε έζησα σε εκείνο το δωμάτιο, θα με βρω παντού, μες στα συρτάρια, τις σκόρπιες σημειώσεις, τα οπισθόφυλλα των βιβλίων που βουβαίνονται, ζώα βαλσαμωμένα με εκφράσεις του τρομερού, της οργής, του έρωτα, της ανάμνησης, ακίνητα μες στην ιστορία.
(τραβά το ύφασμα από όλα τα έπιπλα, τα αποκαλύπτει μες σε ένα σύννεφο σκόνης αποκαλύπτονται τα πράγματα της ζωής του. Σταματά, όλος ο κόσμος κρατά την ανάσα του.)
Αυτό εννοούσαν λοιπόν τα βιβλία. Αυτή είναι η ανταμοιβή όσων υπέμειναν τον θάνατό τους, όσων μαζί του έζησαν για εκείνο το λίγο ή το φοβερό πολύ της ζωής τους. Αυτό εννοούσαν τα βιβλία. Πως έρχονται, λέει οι αναμνήσεις, από όλες τις πλευρές του καιρού. (ο άνδρας γονατίζει, λύνει τον κόμπο της γραβάτας του, είναι σωρός από συντρίμμια. Και αυτό σημαίνει θάνατος.)
Να, σε τούτο εδώ το κρεβάτι αγάπησα για πρώτη μου φορά. Και πλάι στην σερβάντα στεκόμουν όταν ο πατέρας, θυελλώδης και αρχαίος, εισέβαλε στο δωμάτιο, φωνάζοντας την άγνωστη λέξη πόλεμος. Από αυτό το παράθυρο έβλεπα το απόγευμα που κατέβαινε, είχε επ΄ώμου τις λόγχες των δέντρων, γκρεμίζοντας με φως όσα χτίσαμε. Από αυτό το παράθυρο, έμαθα τι σημαίνει η λέξη πόλεμος με δυο ριπές και έναν αξέχαστο παγετό στην καρδιά. Από την πλάτη της καρέκλας, αυτής εδώ, κρατήθηκα όταν με χτύπησε ο κεραυνός. Νέος, τόσο νέος, είπαν και εγώ που έψαχνα να΄βρω μες στο σκοτάδι την πόρτα της διαφυγής. Δεν είναι παιχνίδι, είπα και έχασα γρήγορα το κέφι μου. Ο ιατρός στο προσκέφαλό μου, είπε, στο κρεβάτι, και από πάνω μου ακριβώς πρόβαλε ένας πουπουλένιος ουρανός. Τι δώρο για έναν άνθρωπο πτωχό τόση μοναξιά. Κάντε ησυχία, έλεγε ο ιατρός μες στο δωμάτιο που χτυπούσε σαν την καρδιά μου και έκανε να τρέμουν τα σερβίτσια μες στην σερβάντα, τα χρόνια έκανε να θολώνουν, αφήνοντας ήχο πικρό και διακριτικό.
(Ο άνδρας κάθισε στην καρέκλα. Τα πράγματα τριγύρω αρχίζουν να παίρνουν ζωή. Σκιές και φωτισμοί δίνουν κίνηση στην παγωμένη σκηνογραφία που περνά μέσα από την καθισμένη φιγούρα. Μια ζωή που προβάλλεται σε τοίχους και έπιπλα. Όλα σβήνουν αργά.
Ένα ζευγάρι μπαίνει στο δωμάτιο. Είναι νέοι και οι δυο τους, το βρίσκουν γουστόζικο.)
Νεαρός Άνδρας: Είναι φροντισμένο, σχεδόν όπως πρέπει. Κάπως παλιό.
Νεαρή Κοπέλα: Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. (τραβά το ύφασμα πάνω από το μικρό γραφείο. Αποκαλύπτεται με διάφορα παλιά πράγματα επάνω του. Το κορίτσι σκύβει, κρατά μια φωτογραφία και διαβάζει στην πίσω πλευρά της.) «Ο κύριος Ήστερ, άνοιξη του ‘34. Όλα φωτισμένα σωστά, όπως στα πρόσωπα του Μανέ. Άνοιξη». Για φαντάσου, όλα αυτά τελειώσανε πια. Είναι πικρή, τόσο πικρή αυτή η φωτογραφία. Καλύτερα κάποιο άλλο δωμάτιο, όχι αυτό, όχι.
(αγκαλιάζει τον νεαρό και εκείνος την φιλά. Μεμιάς φεύγουν από το δωμάτιο, με φωνές και πειράγματα. Στο δωμάτιο μένει μόνο το φως και η κουρτίνα που ανεμίζει σαν σημαία πεσμένης πόλεως.)
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.