Κωνσταντίνος Ν. Μακρής, Το πιπινόδασος

Είχανε πιάσει από νωρίς τα πόστα μες στα σύδεντρα. Οι στάλες της ομίχλης σταλάζανε στο χώμα ομού με τη χρυσή βροχή και την υγρασία των νεαρών τους ανθισμένων ως μπουμπούκια─ αιδοίων τους. Καθισμένες οκλαδόν, άφηναν την κάψα τους ν’ ανέβει σαν καπνός απ’ αναμμένο τζάκι μες στο δάσος. Άλλες με δίκτυα στα πόδια σαν ψαράς που περιμένει υπομονετικά μα και πυρετικά τη λεία του. Όλες με ψηλά στιλέτα που καρφώνονταν στο νοτισμένο καφεκίτρινο χώμα.

Και να, οι ξυλοκόποι· με τα μανίκια ανασηκωμένα, με τα μπράτσα τους σαν πέτρες και τους φαλλούς─ αξίνες. Ακονίζουν τα στειλιάρια τους για να κόψουν, να ρίξουν κάτω, να τεμαχίσουν, τα θεόρατα πλατάνια. Πέφτουν με πάταγο στη γη τα ξύλα. Τα στοιβάζουνε στα κάρα, ιδρωμένοι μα κι ευχαριστημένοι απ’ την αλκή τους. Τώρα είναι ώρα να ξεκουραστούν. Πιο πέρα τα χαϊμαλιά στρωμένα στα παχιά φυλλώματα. Οι νηρηίδες τους καρτερούν. Τραμπαλίζονται στα τραμπολίνα του αρσενικού μέλους. Περήφανα και γελαστά ρουφάνε το γάλα της ζωής. Με τα χείλη φουσκωμένα και τα στομάχια γεμάτα ευδαίμωνη αρσενική ουσία. Δεν είναι ανάγκη να κρυφτούν οι δρυοκολάπτες. Κι αυτοί το τραγούδι τους λένε, μπήγοντας το μακρύ τους ράμφος πας στα δέντρα. Τα φύλα περιτυλίγονται στα φύλλα και το δάσος, αρχέγονο και φωτεινό μέσα στο ξέφωτο, χαμογελάει με τη δροσιά του να νοτίζει τα μέλη τους.

*

©Κωνσταντίνος Ν. Μακρής

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎