Μαρία Ζαούση, Τα πορτοκάλια -Κριτική Βιβλίου από την Μαρία Πετρίτση

Αρχείο 19/01/2012

Τα πορτοκάλια είναι το τρίτο βιβλίο της Μαρίας Ζαούση, το οποίο αποτελείται από εικοσιένα σύντομα διηγήματα. Η θεματική τους απλώνεται σε ποικίλες κατευθύνσεις και μετατοπίζει το βλέμμα του αναγνώστη σε διάφορα σημεία του κόσμου, ταξιδεύοντας από τις γειτονιές της Αθήνας στις πλατείες των Βρυξελλών, περνώντας από τα σοκάκια της Βομβάης και καταλήγοντας σε ανώνυμες λαϊκές συνοικίες άγνωστων χωριών του κόσμου. Κάθε γωνιά της Γης θα μπορούσε να φιλοξενεί τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, με μοναδική προϋπόθεση να φιλοξενεί πρωταρχικά ανθρώπινες ζωές και σκηνές απλής καθημερινότητας.

Η σημαντικότερη καινοτομία του βιβλίου έγκειται στο γεγονός πως το κυρίως θέμα των διηγημάτων δεν είναι ο έρωτας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο έρωτας σχεδόν απουσιάζει από αυτές τις ιστορίες, έχοντας παραχωρήσει τη θέση του σε λιγότερο κοινά αλλά εξίσου ανθρώπινα σημεία προβληματισμού. Ο συγκινησιακός κυματισμός του βιβλίου αφορά κυρίως σε σκηνές μοναξιάς, σε στοιχεία γενικότερης απουσίας και απώλειας καθώς και σε επικείμενες ή και ήδη συντελεσμένες απογοητεύσεις. Εν ολίγοις, αφορά μια δύσκολη πραγματικότητα που βιώνεται με απλότητα κι αίσθημα ευθύνης.

Παρόλα αυτά, Τα πορτοκάλια δεν είναι απαισιόδοξο ή σκοτεινό βιβλίο. Είναι βαθιά ανθρώπινο και απλό. Δεν προσπαθεί να προσελκύσει τον αναγνώστη με δραματικές περιγραφές ή ψυχολογικούς χειρισμούς θλίψης και σκηνές μιζέριας. Δεν δημιουργεί εντυπώσεις πίκρας ή ηττοπάθειας. Η συναισθηματική του ένταση είναι σημαντική χωρίς να καθίσταται επιδεικτική – διαποτίζει το βιβλίο χωρίς να πονά ή να εξεγείρει τον αναγνώστη.

Μέσα από αυτές τις ιστορίες εκφράζονται ολόκληρες γενιές Ελλήνων που έζησαν την καθημερινότητα της εποχής τους αγωνιώντας για την επιβίωση και την ακεραιότητά τους. Τα βιώματα αυτών των ανθρώπων έχουν τις ρίζες τους στην καταγωγή και στην ιστορία τους κι αποτελούν μικρά ντοκουμέντα ζωής που πάνω τους αξίζει να καθυστερήσουν διεισδυτικά το βλέμμα και η σκέψη του αναγνώστη, καθώς πάντοτε υπάρχει ένα ηθικό δίδαγμα που τον περιμένει ως φιλοδώρημα στην τελευταία παράγραφο.

Αυτά τα μικρά προσωπικά ντοκουμέντα, αν τα κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, παρατηρεί ότι απεικονίζουν «άγριες τρικυμίες μοναξιάς και αγωνίας, χωρίς κραυγές, χωρίς υψηλούς τόνους». Η αξιοπρέπεια, η στωικότητα, το πείσμα και η σοβαρότητα είναι αρετές που κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην συνολική ταυτότητα του βιβλίου. Οι ήρωές του κινούνται διαρκώς μεταξύ ηθικών διλημμάτων και κινήσεων επιβίωσης, όπως είναι φυσικό για κάθε άνθρωπο που ζει δύσκολα, θέτουν στόχους και πολεμούν για να τους επιτύχουν, αποδέχονται τη μοναξιά τους και την όποια ανώτερη βία επιδιώκοντας ταυτόχρονα να υπερβούν τα εμπόδια και να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον.

Είναι άνθρωποι τίμιοι και περήφανοι, καθόλου μελοδραματικοί, γεμάτοι θάρρος και αποφασιστικότητα απέναντι στον εαυτό τους και, κατά συνέπεια, απέναντι στην κοινωνία. Τολμούν να κάνουν όνειρα και να προσπαθήσουν για ένα ευνοϊκότερο αύριο, πατώντας γερά στο έδαφος του σήμερα. Τα βήματά τους είναι μετρημένα αλλά σταθερά γι’ αυτό και σπανίως τους προδίδουν.

Ο λογοτεχνικός χειρισμός της Μαρίας Ζαούση παρουσιάζεται λιτός κι επαρκής για να αποφέρει ένα σπουδαίο αποτέλεσμα: «η αρετή του βιβλίου είναι η ισορροπία ανάμεσα στη θεματική ευτέλεια και την εκφραστική ολιγάρκεια». Όπως αναφέρει ο Θανάσης Βαλτινός στον πρόλογο του βιβλίου, «το μάθημα φυσικά έρχεται κατευθείαν από τον Τσέχωφ».

«Τα αφεντικά δεν μας είπαν ποτέ ένα ευχαριστώ και, παρ’ όλα αυτά, ένιωθα να είναι η ύπαρξή μου κάτι πιο σημαντικό. Κάτι να κάνω, πώς να το πω. Το θεωρώ άδικο –άδικο. Το οικονομικό μας έχει γονατίσει. Όταν το οικονομικό είναι δύσκολο, πηγαίνουν και τ’ άλλα στραβά. Έχουν σπάσει τα νεύρα μου, κλαίω και χτυπιέμαι, ξεσπάω αλλού.

Δεν θέλω και να παρακαλώ, αλλά εσείς που εργάζεστε, στο Υπουργείο, στην Τράπεζα δεν υπάρχει τίποτε; Να καθαρίζω σκάλες, τουαλέτες – τίποτε;».

***

Copyright©Μαρία Πετρίτση