
Ήταν εκεί. Στο δεξί μέρος της ντουλάπας, πάνω στο πρώτο ράφι. Πάντα εκεί· από την πρώτη μέρα που της το είχε χαρίσει ο μπαμπάς. Όταν δεν κοιμόταν μαζί στο μαξιλάρι, ήταν εκεί. Το έβλεπε από το κρεβάτι της. Η ίδια ηλιαχτίδα το φώτιζε κάθε πρωί. Το αρκουδέλι. Καφετί. Γυαλιστερό. Με δυο μικρές μαύρες χάντρες που σε κοιτούσαν πεινασμένα. Τρυφερά. Χαϊδευτικό. Χνουδωτό. Μπορεί να ’ταν και σκίουρος· ίσως και κάστορας -σπάνιο· της είχανε μάθει όμως και γι’ αυτά- ρακούν, ασβός, πιθηκάκι. Εκείνη μέσα της το ’λεγε «αυτό». Το. Τοτό.
Το ’παιρνε στο κρεβάτι της και κοιμόταν μαζί του. Ήταν κάτι λιγότερο από μισό μαξιλάρι. Καφετί, γυαλιστερό, χαϊδευτικό. Με δυο μικρές μαύρες χάντρες που σε κοιτούσαν τρυφερά. Τριβόταν πάνω του. Μύριζε βανίλια. Έβαζε και πιπίλιζε το δάχτυλο στο στόμα και κοιμότανε γλυκά μαζί του και μύριζαν βανίλια, με τη μύτη της μέσα στη χνουδωτή κοιλιά του, που ήταν άσπρη· σαν άσπρη, και είχε τρίχες πιο μαλακές.
Εκείνη αγαπούσε το δάχτυλό της στο στόμα και τη μύτη στην κοιλιά του, που μύριζε βανίλια: όλα μύριζαν βανίλια εκείνες τις στιγμές. Μάτια κλειστά, χείλια σαλιωμένα. Κι η μαμά δεν ερχότανε κάθε μέρα, ούτε ο μπαμπάς κάθε μέρα· η γιαγιά δεν- Η ηλιαχτίδα με τις σκόνες, εκεί. Αυτό, το, το ’παιρνε μισό μαξιλάρι, μισό μαξιλάρι πιο εκεί από `κει που ’βαζε το κεφάλι της και γλιστρούσε το δάχτυλό της στο στόμα της και μύριζαν βανίλια και κοιμόταν. Κι όταν έφευγε το ’βαζε εκεί. Στο δεξί μέρος της ντουλάπας, πάνω στο πρώτο ράφι, πάνω απ’ τα φανελάκια. Ήταν και τα παρδαλά γάντια εκεί, αλλά όχι πάντα· καμιά φορά· όχι τώρα. Αυτό εκεί. Και κοιμόταν μαζί. Το δάχτυλο στο στόμα, στα χείλια· σάλια στα χείλια. Η μύτη στην κοιλιά· βανίλια.
Η μαμά δεν ερχόταν πια συχνά στο κρεβάτι· ο μπαμπάς σχεδόν καθόλου. Η MissSalmont είχε φύγει, είχε γίνει MissDizzy, MissPiggy, MissFreezy, η μαμά σχεδόν· ο μπαμπάς δεν- αυτό, δικό της, εκεί. Χαϊδευόταν μαζί κάθε βράδυ και παίζαν τη ζωή των μεγάλων τώρα που είχαν μεγαλώσει λίγο.
Της έκλεισε κι άλλο ένα βράδυ το μάτι. Και το χάιδεψε πάλι. Και τη χάιδεψε κι αυτό. Και τη δάγκωσε λίγο. Και της άρεσε. Και τη χάιδεψε. Και της άρεσε. Και δεν την χάιδεψε. Και δεν της άρεσε. Και κοιμήθηκε μόνη με το δάχτυλο στο στόμα. Και κοιμήθηκε μόνο του μαζί της. Και η μαμά πια δεν-
* * *
Το πήρε πάλι κοντά της. Το πήρε αγκαλιά. Το πήρε μέσα της. Ήταν καλά. Ήθελε πάλι. Της μίλησε· «σ’ αγαπώ» της είπε. Της άρεσε. «Πες μου κάτι κι εσύ», της είπε. «Θέλω να σε φάω· μ’ αρέσεις», του ψιθύρισε χαμογελώντας ονειροπόλα. Πολύ τρυφερά· «να σε φάω». Το πήρε πάλι αγκαλιά. Το πήρε μέσα της· «να σε φάω…» «Μα πες μου κάτι», της μίλησε.
* * *
«Μα πες μου κάτι», της μίλησε.
* * *
Το πέταξε πίσω στη ντουλάπα, στο ράφι. «Μα πες μου». «Δε θέλω να μιλάς», του είπε. «Μα δεν είμαι παιχνίδι! Δε με καταλαβαίνεις. Δε με νοιώθεις διόλου». «Δεν θέλω…». «Είσαι μαλακισμένη». «Είσαι!». Το πέταξε πάλι πίσω. Έξω. Ουρλιαχτά, υστερίες· ξινό. Πικρό. «Δεν σε θέλω. Βαρέθηκα. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου». Κόμπος. Τρελάθηκε· πήγε στο μπάνιο κι έκανε εμετό. Ο γιατρός της είπε να προσπαθεί πάντα να είναι ο εαυτός της και να μη νοιάζεται· να ζει τώρα το τώρα. Και να παίρνει τα χάπια της· βανίλια.
* * *
Να το… Αυτό, το. Στο δεξί μέρος της ντουλάπας, πάνω στο ράφι· πρώτο ράφι. Να το. Το ίδιο. Με γαλανά μάτια· μπορεί λίγο ψηλότερο. Το πήρε κοντά της. Το ίδιο. «Σ’ αγαπώ», της είπε. «Θέλω να σε φάω», του είπε. Τρυφερά. Το πήρε αγκαλιά. Μαύρα μάτια τώρα. Καστανά. Ήταν καλά. Χνούδι. Πιο κοντό. Ξανθό. «Είσαι…» Μακριά μαλλιά. Κοντά μαλλιά. Πιο γεμάτο. Τώρα καλά. «Να σε φάω!». «Είσαι μαλακισμένη». «Κτήνος!». «Είσαι!». Το ίδιο. Τα ίδια. «Σ’ αγαπώ· να σε φάω». Τρυφερά. Φύγε. Έλα. Σε θέλω. Μίλα μου. Φύγε. Έλα. Θέλω. Θέλω τώρα το τώρα· τώρα. Θέλω.
* * *
Μόνη, στριφογυρίζοντας δίχως τελειωμό, δίχως ειρμό, χωρίς τέλος, ούτε σκοπό. Παράδοξα, δίχως σύνδεση φανερή, πλημμυρισμένη φαντάσματα που κάπνιζαν αδιάφορα το ένα μέσα στο άλλο.
———————————–«Μίλα μου!»- Μα τι;
—————————————Δεν είχε άλλο.
——————————————«Μίλα μου!»
———————————————-Δεν είχε.
————————————————-«Μίλα»
—————————————————–Δεν
*
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, από το συλλογικό έργο “Χάριν παιδιάς” , εκδόσεις Ίκαρος