Τάμμυ Τσέκου, ‘Σιωπή’

Αρχείο 03/10/2013

 

«Μας βλέπει κανείς;»

«Ποιος μπορεί να μας δει εδώ μέσα;»

«Σωστά. Είχα μια ελπίδα πάντως. Όχι πως με νοιάζει, απλά έχω βαρεθεί να μοιράζομαι τα πάντα μαζί σου -χωρίς παρεξήγηση. Νόμιζα πως σήμερα μπορεί κάποιος να περνούσε απ’ έξω και να έμπαινε, έστω τυχαία. Πιστεύεις στην τύχη;»

σιωπή
«Εγώ κάποτε πίστευα. Πίστευα σ’ αυτή την τύχη που λένε πως βοηθάει τους τολμηρούς. Τολμούσα τα πάντα, αν θυμάσαι. Δεν κώλωνα πουθενά. Μου άρεσε να σοκάρω, να βλέπω τους άλλους να κατεβάζουν το βλέμμα πρώτοι, να μην περιμένουν αυτό που θα συμβεί . Τολμούσα να μιλήσω, κι έπειτα τολμούσα να σωπάσω . Εκεί να δεις ταραχή. Οι σιωπές μου ξεκινούσαν συνήθως τις πιο μεγάλες φασαρίες. Τους άφηνα να αναρωτιούνται τι μπορεί να συνέβη. Ψήνονταν για μέρες μέσα στην αμφιβολία. Με τριγύριζαν, με καλόπιαναν, με απειλούσαν. Στο τέλος προσπαθούσαν να με ψυχαναλύσουν. Εγώ, ούτε λέξη. Τσιμουδιά.»
«Κι έπειτα;»
«Είδες που τσίμπησες κι εσύ μόλις σώπασα; Έβαζα στοίχημα πως θα το κάνεις. Γι’ αυτό καταλήγω πως η σιωπή είναι πιο χρήσιμη από τα λόγια. Πάρε για παράδειγμα μια ταινία. Τις πιο πολλές φορές θα κλάψεις μόλις ο ήρωας πάψει να μιλάει. Τότε, θα αρχίσεις να φαντάζεσαι διάφορα: Πόσο δυστυχισμένος είναι, πόσο σοφές είναι οι σκέψεις του, πόσα τον έμαθε η ζωή και άλλα βαθυστόχαστα. Θα αρχίσεις να κλαις. Ξαφνικά θα ανακαλύψεις πόσο του μοιάζεις. Δεν είναι αυτός που υποφέρει, είσαι εσύ. Δεν είναι δικά του τα λόγια, από το στόμα σου τα έκλεψε. Εσύ κι αυτός γίνατε ένα – κι όλα αυτά, μέσα στη σιωπή. Αστείο δεν είναι;»
σιωπή
«Τώρα μου κρατάς μούτρα, σωστά; Το ξέρω καλά αυτό το παιχνίδι, μη νοιάζεσαι. Ατέλειωτες οι μέρες και οι νύχτες που το έχω παίξει. Θα μπορούσα να το διδάξω σε πανεπιστήμιο . Χα, μιλάμε για το απόλυτο παιχνίδι αντοχής. Να πώς παίζεται: Πες πως είσαι ο άντρας και εγώ η γυναίκα. Την πρώτη μέρα δε θα ξέρω τι είναι αυτό που σε τρώει, απλά θα κοιμηθούμε με τις πλάτες γυρισμένες. Την επομένη, θα αρχίσω να μαντεύω. Θα σου αραδιάζω μία – μία τις πιθανές αιτίες που σε κρατούν αμίλητο κι εσύ απλώς θα κουνάς το κεφάλι σκεφτικός. Θα επιμείνω, γιατί θα σε αγαπώ. Εσύ θα απαντάς σταθερά πως δεν έχεις τίποτα και θα ζητάς λίγο δικό σου χώρο. Θα περάσουν άλλες δυο μέρες. Εγώ δεν θα τρώω, για να μη νομίζεις πως δε νοιάζομαι για σένα. Έπειτα θα ανεβάσω πυρετό κι εσύ από καθήκον θα μου φέρεις ασπιρίνες. Για λίγο θα αναθαρρήσω, μετά θα ξαναπέσω στο κρεβάτι γιατί θα αργήσεις να επιστρέψεις το βράδυ από το σπίτι του φίλου σου. Την πέμπτη μέρα θα αρχίσω να κλαίω. Την έκτη θα σου ζητήσω να με συγχωρέσεις -’για όλα’. Θα μου χαμογελάσεις. ‘Δεν ήταν τίποτα μωρέ, συμβαίνουν αυτά στα ζευγάρια.’ Θα σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό. Θα βάλω το πιο σέξι νεγκλιζέ, θα έρθω τη νύχτα να σε ξυπνήσω με την πιο άγρια πίπα. Όλα θα είναι πάλι τέλεια. Home Sweet Home!»
«Δεν νομίζεις πως εκχυδαΐζεις τα πάντα ;»
«Όχι, απλά κόβω δρόμο. Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ειπωθεί. Όλα είναι εδώ μέσα. Το ξέρεις κι αυτό είναι που σε τρομάζει. Όσα ψάχνεις τα έχεις κιόλας ζήσει, τα έχεις κάνει, τα έχεις δει. Και σιχαίνεσαι τις επαναλήψεις. Γι αυτό κρύβεσαι μαζί μου. Λες να μην έχω καταλάβει πως με χρησιμοποιείς;»
Σιωπή
«Δεν περίμενα να μου απαντήσεις. Τόσο τυπική σου αντίδραση που θα με ξάφνιαζε οποιαδήποτε άλλη . Αλήθεια, τι καιρό κάνει έξω; Χα, χα – τρόμαξες, ε; Σε πειράζω. Το ‘ξερα πως θα σε έπιανε ταχυπαλμία, μόλις θα έλεγα ‘έξω’. Εντάξει λοιπόν, φέρε κάποιον από ‘μέσα’. Να αλλάξουμε λίγο παραστάσεις τουλάχιστον, να θυμηθούμε τα παλιά. Μουχλιάσαμε. Μόνο, κοίτα. μη φέρεις ξανά τη μητέρα σου. Λυπάμαι που θα στο πω, αλλά καταντάει κουραστικό. Αρχίζει να μιλάει για τα παιδικά σου χρόνια και δεν το αντέχω. Το μάθαμε πια, δεν υπήρχε πιο όμορφο μωρό. Όλοι στο σχολείο έλεγαν πως η επιστήμη περιμένει εσένα για να προχωρήσει – ευτυχώς που πρόκοψες. Αλλά κι εκείνη, ήρωας, με ‘Η’ κεφαλαίο! Και μάνα και πατέρας μαζί. Δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί αυτός ο γάμος αν ήταν άλλη στη θέση της, με όσα της είχε κάνει ο πατέρας σου. Σωστά δεν τα λέω;»
«Ήταν μικρός. Τα ξέρεις.»
«Ακόμα τον δικαιολογείς, λοιπόν. Όμορφα θα περάσουμε πάλι. Κοίτα, δεν έχω καμιά διάθεση να λέω και να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Πρέπει να προχωρήσεις. Θυμάσαι που έλεγες πως ενήλικος είναι αυτός που γίνεται πατέρας και μάνα του εαυτού του; Αυτός που δεν έχει πια ανάγκη να αποδείξει κάτι στους άλλους; Αυτός που δεν περιμένει καμιά ανταμοιβή; Τι σκαλίζεις, λοιπόν ακόμα ; Τι περιμένεις να αλλάξει; Μέχρι κι εγώ μεγάλωσα. Εσύ, γιατί δεν ξεκουμπίζεσαι από δω μέσα;»
Σιωπή
«Είναι ώρες-ώρες που δεν ξέρω τι με τρελαίνει περισσότερο – το αξιοθρήνητο ύφος σου ή η σιωπή σου; Σε κοιτάω και αναρωτιέμαι πως μπορεί κάποτε να πίστεψα πως είχες στόφα για κάτι μεγάλο. Τα έλεγες όμως πολύ όμορφα, και στα αλήθεια με είχες πείσει. Να σου διαβάσω κάτι από τα λόγια σου; Δε χρειάζεται να μου απαντήσεις -σου διαβάζω: “Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κυνηγάει. Θέλω να πάψω να ζω στις σκιές που παίζουν στο μυαλό μου. Δεν έχω ανάγκη πια κανέναν να μου δείξει το δρόμο. Εγώ είμαι ο δρόμος. Παραιτούμαι από ό,τι νόμιζα αυτονόητο. Αρνούμαι όσα πίστεψα πως με ομορφαίνουν. Τι να τον κάνω τον κάλπικο θαυμασμό σας; Στο εξής θα τρέφομαι μόνο από το λιγοστό αντιφέγγισμα των αστεριών στη θάλασσα, μέχρι να γεμίσω φως.” Τι έχεις να πεις;»
«Παιδιάστικες ανοησίες.»
«Πράγματι. Το θυμόμουν καλύτερο αυτό το κομμάτι. Ψάχνω να βρω τίποτα άλλο. Φοβάμαι όμως πως αυτό ήταν το καλύτερό σου. Από ένα σημείο και πέρα είναι όλο μουτζούρες. Και πιο παλιά, όλα μέσα στην κλάψα. Θυμάμαι όμως μια εποχή ευτυχισμένη. Τι απέγινε;»
Σιωπή
«Ώστε την έσκισες. Σωστά, πώς θα μπορούσες να βρίσκεσαι πάλι εδώ μέσα, αν δεν είχες βουλιάξει στην αυτολύπηση; Ίσως και να μην έχεις κι άδικο. Κάποτε ήμουν κι εγώ σαν κι εσένα. Ψέματα. Κάποτε ήμουν ΕΣΥ. Συγχώρεσέ με που καμιά φορά το ξεχνάω. Πέρασαν αιώνες από τότε. Από εκείνη την μέρα που μ’ άφησες σαν να μην τρέχει κάστανο. Που βρήκες ξάφνου το νερό της ευτυχίας, κι έγινες καπνός. Θυμάσαι ποια ήταν η τελευταία σου φράση; ‘Αντίο. Τώρα πια ξέρω, τώρα πια μπορώ. Σε ευχαριστώ για όλα.’ Μπλιαχ, θα προτιμούσα να με έφτυνες αντί για αυτόν τον εμετό κοινοτοπίας.
«Λυπάμαι».
«Λυπάσαι; Γιατί δεν λες και κάτι καινούργιο. Γύρισες και πίστευες πως θα με βρεις στην ίδια θέση. Λυπάμαι που σε απογοήτευσα . Τα μάγια βλέπεις, λύθηκαν. Σίγουρα όλα σου φάνηκαν αλλιώτικα και στενάχωρα εδώ μέσα. Γκρίζα, μαραμένα, γερασμένα. Δίκιο δεν έχω; Τίποτα δεν μοιάζει τολμηρό, πρωτότυπο, επαναστατικό, όπως κάποτε. Ίσως και να μη διαφέραμε τελικά από τους άλλους όπως νόμιζες, σωστά; Γι’ αυτό έκλεισες λοιπόν τα πατζούρια; Για να μη μας βλέπουν απ’ έξω, ή μήπως για να μη βλέπεις εσύ έξω; Να σου πω την αλήθεια, δεν με νοιάζει πια. Κι αν κάθομαι τόση ώρα και σου μιλάω, το κάνω μόνο για χάρη του παλιού καιρού.
Σιωπή
«Πολύ θα ήθελες να σταματήσω, το ξέρω. Όμως τώρα θα πάρω εγώ την εκδίκησή μου. Ξέρεις, ήρθε η ώρα να φύγω. Ανήκουστο, ε; Μάθε λοιπόν πως εμένα δεν μου γουστάρει πια το σκοτάδι. Με κούρασε η μπόχα του. Βαρέθηκα να ζω στη μιζέρια του και να αναπλάθω λέξη-λέξη την ασκήμια του για να ικανοποιώ την κοπρολαγνεία σου. Πάει καιρός που δεν βρίσκω στις σιωπές σου κανένα μυστήριο, οι ατέρμονες μωρολογίες σου δεν αξίζουν ούτε για κωλόχαρτο, τα φιλοσοφικά σου αποφθέγματα είναι για τα πανηγύρια. Και ναι, λοιπόν. Είναι καιρός που δεν ζω πια εδώ. Σου έλεγα ψέματα. Σε λυπόμουν. Ήξερα πως μόλις το μάθεις θα καταρρεύσεις. Αλλά δεν πάει άλλο. Έχω κι εγώ τη δική μου ζωή να ζήσω.
Έχω μόνο μια τελευταία ερώτηση να σου κάνω.»

«Σ’ ακούω.»

σιωπή 

*
©Τάμμυ Τσέκου, ‘Σιωπή’
φωτο© Στράτος Φουντούλης, “La solitude du dimanche” Bruxelles, 2008.