Αρχείο 18.7.14
Τρεις είναι οι θάνατοι που με στιγμάτισαν σ’ όλο το ταξίδι της ζωής μου. Θα μου πεις πάλι καλά που στους ογδόντα εφτά χειμώνες και καλοκαίρια που έχεις ζήσει και τους θυμάσαι. Θυμάμαι; Ούτε που ξέρω. Το μυαλό μου τελευταία όλο και με προδίδει. Οι μνήμες. Τι να θυμηθείς και τι να ξεχάσεις μέσα στα τόσα χρόνια. Εξασθενεί ο εγκέφαλος. Έτσι δε λένε οι γιατροί; Και να μην το λέγανε το ξέρω. Το βλέπω. Οι μισοί εδώ μέσα είναι μισότρελοι. Ο καθένας παλεύει με τις σακατεμένες του αναμνήσεις. Μια γαντζώνονται γλυκά σαν τον κισσό πάνω στο δέντρο και μια προσπαθείς να τις διώξεις σαν τη ξεραμένη μούχλα στο καζάνι.
Ο πρώτος ο θάνατος είναι του άντρα μου, του Γιάννη. Είχαμε ένα καφενείο στην Κυψέλη. Ο καλύτερος καφές της Αθήνας. Μαζί τα περάσαμε όλα. Τι να πρωτοπώ. Δυνατοί και οι δυο μέσα στην φτώχεια μας. Ο ένας να στηρίζει τον άλλο. Τον αγάπησα τον Γιάννη και του χάρισα τη ζωή μου. Όπως όφειλε να κάνει κάθε τίμια και καλή γυναίκα. Και όσο μπορώ να θυμηθώ ήμουν καλή και τίμια.
Ο δεύτερος ο θάνατος που πήρε και τη μισή ζωή μου μαζί είναι του γιου μου. Υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από το να χάνει η μάνα το παιδί της; Πιστεύω στον Χριστό αλλά πιο πολύ σχώρα με θεέ μου πιστεύω στην Παναγία. Έχασε και αυτή το γιο της μέσα στα νιάτα του και καταλαβαινόμαστε. Κάθε βράδυ της μιλώ και μου μιλάει. Με βοηθάει να συγχωρνάω το φονιά του γιου μου. Σάμπως να το θελε και αυτός ο κακομοίρης; Ποιος έκανε το λάθος ποτέ δε θα το μάθουμε. Λάθος. Τι θα πει λάθος; Λάθος είναι οι δρόμοι που σκοτώνουν τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι.
Τα λέμε με την Παναγιά. Λέμε τα βράδια για τις λεωφόρους και τους Γολγοθάδες που παίρνουν τα παιδιά των μανάδων. Για την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Είναι και κάποιες φορές που ξεχνιέται το μυαλό. Όλες οι αναμνήσεις φεύγουν. Και λες μήπως να πέθανα; Αλλά κοιτάς τη λάμπα του δωματίου και τις παντόφλες σου δίπλα στο κρεβάτι και λες όχι εδώ είμαι. Ακόμη ζωντανή. Το μαρτύριο δεν τελείωσε.
Δεκαπέντε χρόνια κλείνω φέτος στον οίκο. Δεν έχω παράπονο. Οι νοσοκόμες και όλοι μας φροντίζουν. Δεν έχω αισθανθεί ίχνος περιφρόνησης στο πρόσωπό μου. Και γιατί να αισθανθώ; Έζησα τη ζωή μου έντιμα όσο μπόρεσα.
Μια φίλη μόνο έκανα εδώ μέσα. Τη Μελπομένη. Άγια γυναίκα. Και πονεμένη όσο κι εγώ. Χαροκαμένη. Και οι δυο της γιοι και αυτοί από ατύχημα. Πιο αδύνατη από μένα. Χωρίς καμπούρες και κουτσέματα. Σαν να ‘ναι εξήντα και είναι τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Μόνο το δέρμα της δείχνει την ηλικία της. Οι ρυτίδες έχουν βουλιάξει βαθειά μέσα στο αδύνατο πρόσωπό της που κάποτε θα ΄ταν σίγουρα ωραίο. Και έχει κάτι μάτια. Τόσο παράξενο χρώμα δεν έχω ξαναδεί. Σαν κεχριμπάρι.
Πόσες μέρες τα είπαμε με την Μελπομένη και με την Παναγιά; Πόσα βράδια κλάψαμε μαζί για τους αγαπημένους μας και τη ζωή που τελειώνει έτσι γρήγορα. Τα νιάτα που πέρασαν. Πόσες φορές τραγουδήσαμε μαζί το αγαπημένο μας τραγούδι, το λιμάνι της ζωής. Και πόσες φορές κουρασμένες από τις κουβέντες μας και με δάκρυα στα μάτια από τις τόσες αναμνήσεις μας βρήκε αγκαλιασμένες στο κρεβάτι το πρωί.
Στο κρεβάτι μου δεν έβαλα ποτέ άλλον άντρα. Ούτε και πριν όταν ζούσε ούτε μετά που πέθανε. Ποτέ δεν πόθησα άλλονε. Ποτέ δε θέλησα να δώσω το κορμί μου σε άλλον παρά μονάχα στον Γιάννη. Και αυτό στις αρχές. Τα πρώτα πρώτα χρόνια. Να δω κι εγώ τι είναι αυτό που το λένε έρωτας, το πώς το λένε η ηδονή. Τη μόνη που δέχτηκα στο κρεβάτι μου είναι η Μελπομένη. Αλλά αυτό δεν πιάνεται. Δεν είναι άντρας.
Όποιος πει ότι οι γέροι και οι γριές δεν έχουν ανάγκη από ένα χάδι δεν ξέρει τι είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος πάντα θα ζητάει το κράτημα. Ένα άγγιγμα. Όταν γεννιέται το παιδί το πνίγουν όλοι στα χάδια και στα φιλιά και μετά όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγοστεύουν τα κανακέματα και οι αγκαλιές. Μέχρι που πια κανείς δε θέλει να σ’ακουμπήσει λες και σε σιχαίνονται.
Η Μελπομένη δε φοβάται να μ’αγγίξει. Ίσα ίσα της αρέσει. Και όταν μου κρατάει το χέρι νιώθω λίγο να ξεχνώ τους πόνους μου. Άμα γείρει στο κρεβάτι μου και βάζει το κεφάλι της μέσα στον κόρφο μου ακούω μέχρι και την καρδιά μου να χτυπάει και είναι από τις λίγες τότε φορές που νιώθω ζωντανή. Τα ζαρωμένα της μάγουλα που έχουν χρόνια να φιληθούν από χείλη ανθρωπινά της τα φιλάω κι έτσι πολλές φορές είναι που την παίρνει ο ύπνος με ένα χαμόγελο στα χείλη της. Της βγάζω τότε τη μασέλα, τη βάζω μαζί με τη δική μου μέσα στο ποτήρι και με παίρνει και μένα ο ύπνος. Μόνο στην αγκαλιά της τελευταία μπορώ να κοιμηθώ τόσο γαλήνια.
Και ας τους να κοροϊδεύουν τις μασέλες μας που κολυμπάνε μαζί μες το ποτήρι μου. Και ας τους να κοροϊδεύουνε τα χάδια μας και τα φιλιά τα γεροντίστικα. Η Παναγιά μόνο ξέρει να καταλαβαίνει από αγνές αγάπες. Και εμείς μιλάμε με την Παναγιά.
Πόσος χρόνος να μου μένει, αγάπη μου, να ρθω όλους μαζί να σας βρω; Τώρα που μέσα στην αγκαλιά μου νιώθω την ανάσα σου που κόπηκε και τα μάγουλα σου τα ρυτιδιασμένα αρχίζουν να κρυώνουν; Θα σε κρατήσω εδώ μέχρι να έρθει το πρωί και να ‘ρθουν οι νοσοκόμες. Νόμιζα ότι δεν θα είχα τώρα στα γεράματα να θρηνήσω και για άλλη αγάπη. Μα να ο τρίτος θάνατος πού ήρθε να με τσακίσει.
Δε θα του κάνω όμως τη χάρη του Χάρου αυτή τη φορά. Ανέβα πάνω, πήγαινε βρες τον Γιάννη, πες του να μου φτιάξει ένα καφέ πολύ γλυκό και έρχομαι. Μη μου ζηλεύεις, μάτια μου. Όταν θελήσει ο Θεός να έρθει να με πάρει και μένα και να με φέρει κοντά σας, φίλοι θα ‘μαστε με τον Γιάννη. Έτσι κι αλλιώς αυτός είχε χρόνια να μου χαρίσει τέτοια φιλιά και τέτοια χάδια. Εσένα θα χω αγκαλιά στον Παράδεισο.
©Ιωάννα Βακάλη
φωτο: Στράτος Φουντούλης, 2012
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.