Περιηγήσεις Ναυτίλου, Λυσσασμένες αλεπούδες [2014]

Αρχείο 19.11.2014

Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες -εκδ. Κέδρος

“Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι απ’ τα παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και
παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο…”

Έτσι ξεκινάει ο συγκλονιστικός ”Νεκρόδειπνος” του Τάκη Σινόπουλου για να συνεχίσει με το προσκλητήριο των νεκρών του. Μνήμες Εμφυλίου ξεδιπλώνονται και στην εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Πετσετίδη. 

Άλλοτε διηγείται ιστορίες που ανήκουν αποκλειστικά στα κατοχικά ή μετακατοχικά χρόνια κι άλλοτε με αφορμή κάτι σημερινό, ταξιδεύει πάλι στα χρόνια που σημάδεψαν την παιδική του ηλικία. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που ο Λάκωνας συγγραφέας ασχολείται με τον Εμφύλιο. Ιστορίες για αναίτιους φόνους, εκτελέσεις, προδοσίες, ανομολόγητες ενοχές… Όλες μέσα σε μια ατμόσφαιρα θανάτου και βίας. Ολόκληρη η συλλογή είναι ποτισμένη απ’ το αίμα εκείνων των ζοφερών χρόνων. Τόσο αίμα, που λέρωσε ακόμα και το εξώφυλλο…

“Πήραμε τον ανήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε
κι άκουγες ωχ και τίποτ’ άλλο. Κι ήρθανε
πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ελεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Κωνσταντόπουλος -σε τι εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα…”
Ο συμβολαιογράφος Θεόδωρος Δριτσανάκης υπήρξε ένας σοβαρός και ευυπόληπτος συμπολίτης που φρόντιζε στοργικά σύζυγο και παιδιά. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τι κοχλάζουσες ενοχές έκρυβε μέσα του, στο αριστουργηματικό διήγημα: ”Μάρτυς κατηγορίας”; Πού να ‘ξερε η Ελληνοαμερικανίδα εγγονή, στη ”Δολοφονία ενός προέδρου”, τι προδοσία και πόσο αίμα αδελφικό βρίσκεται πίσω από τον τρόπο με τον οποίο κληρονόμησε το πατρογονικό της σπίτι στο χωριό; Ποιος θα φανταζόταν πόση εγκληματική αιματοχυσία κρύβουν οι φλυαρίες ενός γεροντάκου στο ”Είκοσι φορές εις θάνατον”;
“Χαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;”
Η αφήγηση του Πετσετίδη είναι λιτή και ο τόνος ελεγειακός. Θα τολμούσα να πω, χωρίς πιστεύω να υπερβάλλω, ότι υπάρχουν στιγμές που η γραφή του γίνεται ιδιαίτερα λυρική. Επιπροσθέτως, δεν της λείπει ο σαρκασμός και το χιούμορ, ως αντίβαρο στη ζοφερή και απαισιόδοξη ματιά του, ενώ η νοσταλγία για τον τόπο των παιδικών του χρόνων και τη χαμένη αθωότητα εκείνης της ηλικίας είναι πανταχού παρούσα. Όλα τα διηγήματα είναι αξιόλογα, ενώ πολλά απ’ αυτά είναι τόσο καλά που τα διάβασα και δυο και τρεις φορές για να τα χαρώ. Κάποια μάλιστα, τα επέλεξα για οικογενειακή ανάγνωση.
“Τόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι άλλα τόσα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά απο μήνες φεύγοντας,
σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,
φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες
κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό…”

Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες -εκδ. Κέδρος

Πάλι για τον Εμφύλιο θ’ ακούμε ιστορίες; Τι νόημα έχει στην εποχή μας να ανατρέχουμε σε κείνα τα χρόνια;

Στ’ αλήθεια, είμαστε τόσο βέβαιοι ότι αυτά δε θα επαναληφθούν; Πίσω από τις διηγήσεις του Πετσετίδη διαισθάνομαι την ειρωνεία για την περίφημη Εθνική Συμφιλίωση, που έχει λάβει χώρα τα τελευταία 40 χρόνια. Μήπως αυτή η συμφιλίωση είναι λέξη κενή; Πιστεύω ακράδαντα ότι ιστορίες σαν αυτές του Πετσετίδη είναι απαραίτητες, για να μας θυμίζουν τι υπήρξαμε δυο γενιές πριν. Για να μην ξεχνάμε ότι ανάμεσά μας υπάρχουν “λυσσασμένες αλεπούδες”. Ίσως κι εμείς ν’ ανήκουμε σ’ αυτές…
Θα τελειώσω την ανάρτηση με ένα απόσπασμα από την αρχή του διηγήματος: “Ο γερο-Ξεφτέρης”.
“Τα φραγκόσυκα τρώγονται κρύα. Έτσι, ξυπνούσαμε με το χάραμα, παίρναμε ένα μαχαίρι κι ένα πηρούνι, κόβαμε μια κλάρα από σκίνο για να τινάζουμε τ’ αγκάθια και ανηφορίζαμε κατά το Μακροσπήλιο, στις φραγκοσυκιές. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά εμείς δεν είχαμε ιδεί ακόμη τι θα πει ειρήνη. Τα φύλλα κάθε φραγκοσυκιάς ήσαν γεμάτα από χαραγμένα αρχικά ονομάτων και ημερομηνίες. Περνούσαν οι χίτες την ημέρα, άφηναν τα επισκεπτήριά τους με τους σουγιάδες, περνούσαν οι αντάρτες τις σεληνόφωτες νύχτες, χάραζαν κι αυτοί το όνομά τους πάνω στα φύλλα. Και οι φραγκοσυκιές, απτόητες, συνέχιζαν να καρποφορούν, χωρίς να επηρεάζονται από τέτοια τραύματα, όσο πολλά κι αν ήσαν αυτά”.
*
Σημειώσεις: Τα αποσπάσματα με τους μπλε χαρακτήρες, που είναι εμβόλιμα στην ανάρτηση, προέρχονται από τον “Νεκρόδειπνο” του Σινόπουλου (εκδ. Ερμής). -το υπόλοιπο των σημειώσεων μπορείτε να το διαβάσετε στο ιστολόγιο του Ναυτίλου