Αρχείο 1.11.2014
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ
Από νωρίς στα χάπια – ανέραστοι γαρ γύρω τριγύρω
αργά στα παιδιά,
από νωρίς στην εποχή – μάνα ορεινή, του ’40 κι εσύ!
αργά στη μητρική…
ό,τι και να γραφεί
κάτω κι από νέες στέγες
ο ξανακερδισμένος χρόνος
δεν λιάζεται·
ξανακολάζεται
συθέμελα ξεσαλώνοντας
μέγιστος σεισμός η ζωή
δίχως στέγες
από παντού
ο ήλιος
να λιάζεται
ώρα εισχώρησης στο πλέον πειναλέο “πλέω και πάλι”
με χάπια νέα τώρα
μα δίχως τσατσάδες αιώνα 20ου
με παιδιά κοκκινομάλλικα
μα δίχως γνώση καλού
στον ονειρεμένο σπαραγμό πληρώνοντας πάντα
την εκπλήρωση του ονείρου
πλέοντας…
ώρα ταυτότητας ξένου
με το κεφάλι της Μέδουσας στο εικονοστάσι
το σώμα της στην πρύμνη να υπενθυμίζει
και τους αιώνες όλους στη δίνη
που πλώρη σαν γίνει
ταυτότητα δίνει
μη πετρωμένη
άπειρη
…σχεδόν
ώρα άχρονη – καραμέλας παιδιού,
άχρονη σαν τον κόσμο του ομφάλιου λώρου μου τότε
ώρα σήμαντρου γιορτινού φαγωμένου από τα ερείπια
———————————-της εκκλησιάς όπου θα κείτομαι τότε
ώρα του ποιήματος τούτου
ώρα που ξαπλωμένος ανάσκελα
μυρίζω
ό,τι μου μαθαίνει ο νεογέννητος να μυρίζω
ξαπλωμένος πάνω μου με γιασεμί ανάμεσα,
ναι ό,τι μυρίζει ο γιος μου
αναμφισβήτητα μύτη λευκή με μύτη λευκή
και σκέφτομαι
η ύπαρξη
υπό πάντα σε κάτι
αλλά κυρίως στην ελευθερία της
ναι στην ελευθερία της
και τώρα στην καλοκαιρινή μπόρα
που τη μύτη μου ο γιος απαρνιέται
για τ’ άξαφνο στρέφοντας υγρό
μυρίζοντας τα νοτισμένα τώρα
στο πλέον πειναλέο “πλέω και πάλι” να κλαίω
από ταυτότητα άπειρη
…σχεδόν.
Από νωρίς στα χάπια – βαρύτερα τώρα
που ορμάω με φόρα
απ’ την εντατική
τον ξανακερδισμένο χρόνο να λιάσω
και παιδιά να σπουδάσω
με γιασεμί ανάμεσα κι υγρά
κι αρχόντους να χαλάσω
και πάλι πλέοντας
άκαπνος με stent καρδιάς μισής
κι άλλης μισής
αλλοπαρμένης
με φλόγα που σπαράζει
στη φωτιά εισχωρώντας
της μιας μου ταυτότητας
των τόσων ερώτων
πλέοντας…
(καπιταλιστικά θα ήθελε ο 21ος μάνα)
ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ *
Με παιδιά χαμένα – “δυστυχισμένη φύση” να το πεις;
“δυστυχισμένα πλάσματα”;
του άπιαστου άθεου καταδικασμένοι
για έξαψη και θεό στο διαφεύγον,
———————————κάποτε αίμα μας,
κι όμως στο διαφεύγον που “θλίψη” ένα με “χαρά”
μια δίνη γιορτή ως εμάς ξεχειλίζει
τον πόνο μας απαντά
στα απάτητα και μας πετάει
———————————αν ίσως έτοιμοι εμείς
στη γιορτή με παιδιά χαμένα
που μας ιδρώνουν σύνορους
στην γυαλισμένη μας άλυσο να κοιταχτούμε
τα αντικλείδια μας να δούμε
———————————αν ίσως όντας,
αιμάτινοι ανθρώποι
σπαράζοντας στη γιορτή
από γιορτή κι από ξεχείλισμά μας
“υπέρ την νύκτα” της αβίωτης αρετής μας,
———————————“πτερών ελαφρών”,
απάτητοι στ’ απάτητα που νιώθουμε
να πονάμε κι άπιαστο άθεο σπαρακτικό
να ευτυχάμε συλλείτουργό του όντας
“υπέρ την νύκτα” της δόξας μας,
———————————πτερών ολάνοιχτων
————————————-ανειρήνευτοι…
[σαν τη νυχτιά εκείνη
που με παιδί χαμένο
στα απάτητα
το αίμα σου ήθελες να τα πατήσει
κάποιον θεό αναμμένο βρίζοντας,
ώσπου σπαράζοντας
στ’ άπιαστο τ’ άθεο το σπαρακτικό
στην μούσα του γιορτή του
ξεχείλισμα σου ’ρθε να απαντηθείς κι αντικλείδι
γιορτή κι ανασασμός της
συνάνθρωπος κατά βάθος πέρα ως πέρα
“υπέρ την νύκτα” της αβίωτης αρετής σου
“υπέρ την νύκτα” της δόξας σου,
———————————“πτερών ελαφρών”
————————————–κι ολάνοιχτων
——————————————ανειρήνευτος…]
Ω σπαραγμέ αναστάσιμε! πολύτιμε
προς Κυριακή επιτάφιε, συ άπας άπατα
στη γιορτή· “σήμερον
την γην μη παραιτήσεις”
———————————την πολιτική.
* ελεύθερη παραλλαγή του ομότιτλου ποιήματος του Ανδρέα Κάλβου
©Χρίστος Παλαιοπάνος
φωτο©Στράτος Φουντούλης, από την ανέκδοτη φωτογραφική συλλογή “repetita”
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.