Αρχείο 16/03/2015
“…Οί δ’ έχον Αρκαδίην υπό Κυλλήνης όρος ,
Αιπύτιον παρά τύμβον, ιν’ ανέρες αγχιμαχηταί,
οί Φενεόν τ’ ενέμοντο… Στύμφηλόν τ’ είχον…”
(Ιλιάδα Β, 605 – 608)
Από το Κιάτο ή από το Δερβένι (διαμέσω του δρυμού του Σαραντάπηχου) ανεβαίνουν δυό δρόμοι στριφογυριστοί και ενίοτε κακοτράχαλοι που σφιχταγκαλιάζουν γλυκά τους ορεινούς όγκους, σα να τους καλοπιάνουν ν΄ανοίξουν για χάρη του ταξιδιώτη, ξορκίζοντας τους αφορεσμούς που προστατεύουν το νυμφώνα που κείτεται στη ρίζα τους …τη καλοφυλαγμένη παστάδα της Στυμφαλίας λίμνης που δροσίζει τον καλό της Αίπυτο στη σπηλιά του .
Αίπυτος …..σαν ίσκιος στοιχειώνει ακόμα τα πολυδαίδαλα μονοπάτια των βοσκών και των ξομάχων της Γκούρας και του Φενεού και κάνει τα μάτια να θαμάζουν απ’ τις διηγήσεις τα βράδια του χειμώνα;
΄΄…..θάμουν δε θάμουν το πολύ ως 10. Χειμώνιαζε και μαζεύαμε τα πράματα στη στάνη πριν νυχτώσει.Κείνη τη μέρα είχα πάει στο στανοτόπι με τα πρόβατα μα πρεπε να γυρίσω νωρίς να μη με πιάσει η μπόρα που ‘ρχότανε και να ζεσταθώ στον τζάκη –ξύπόλητη η έρμη -. Όσο να σφυρίξω να τα μαζέψω με τα σκυλιά ..ξέσπασε το καταριακό ! Αστραποβρόντια και μαυρίλα ως κει που ΄φτανε το μάτι σου. Τα γίδια σκιαχτήκανε , κι έτρεχα μες τη βροχή με το σκυλί να τα σαλαγήσω μα κάκου, φύγανε ολούθε .Τα ‘χασα , άμα δε τα ΄βρισκα θα με σκότωνε ο πατέρας μου. Μούσκεμα έτρεχα με το σκυλί απο κοντά σα χαμένο μπας και τα μαζέψω ως που΄πεσε ο κεραυνός κοντά….Μανούλα μου….σκιάχτηκα –τι να ‘κανα; παιδούλι ήμουν. Το σκυλί άρχισε να τρέχει στο βουνό και το πήρα και γω στη λαχτάρα μου κατόπι να μπούμε σε μια κόχη στη ράχη μπροστά μας.Εκεί απάγκιασα και μούσκεμα όπως ήμουν έγειρα κι έκλαιγα από φόβο , απ’ όξω βροντές βροχή και σκοτάδι , τα πράματα χαμένα, ‘γω μούσκεμα να κρυώνω και να πεινάω . Το ‘δα μια στιγμή που σφούγγιζα τα μάτια μου, σα να φέγγιζε βαθιά στην κόχη.
—Άπραγο που ΄μουν δε μου κοψε να σκιαχτώ-κι ας ήξερα για τις νεράϊδες που βγαιναν στα αλώνι-, μόνο πήγα να δω .
—Έλαμπε σαν ήλιος κι άστραφτε , απάνω στο άρμα του και κράταγε τα γκέμια και γύρω του ήτουνε σα να τρέχουνε τα σκυλιά του, ως κι ο σαπίτης που τον φαρμάκωσε ήταν.
—Τό ΄χε πει ένα βράδι η μάνα μου κι απέ κι οι άλλες στο χωριό, για τον Αίπυτο το αρχοντόπουλο που σκοτώθηκε στο κυνήγι κι από τον καημό του ο πατέρας του έκανε τον τάφο του σε μια σπηλιά κι έβαλε μέσα ένα άγαλμα χρυσό με το παληκάρι, τα άλογα, τα σκυλιά του και το φίδι που τον δάγκασε με ευχή και κατάρα κανείς να μη βρει ποτέ τον τάφο και να ανησυχήσει το γιό του.Μπουχός….το βαλα στα πόδια !
—Σα με βρήκανε ο πατέρας μου κι οι άλλοι χωριανοί δε μίλαγα-δε μπόραγα .Τρόμαξε ο έρμος και τη γλίτωσα για τα γίδια. Σα του είπα την άλλη μέρα τι έγινε, με σήκωσε άρωστο όπως ήμουν απ΄ το κρύο να πάμε στη σπηλιά. Πήγαμε μα η κόχη δεν ήτανε πουθενά ,βρήκαμε μόνο το σκυλί και τα πράματα . Ψάξαμε , ψάξαμε μα τίποτε…θες η κατάρα το κουκούλωσε πάλι μέσα στο βουνό….΄΄
(Ιστορία που μου διηγόταν η συχωρεμένη η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός).
—Άμα ρωτήσεις στο καφενείο καννά γέροντα θα σου αποκριθεί πως είναι ιστορίες που λέγαν τα παλιά τα χρόνια στα παιδάκια, μα αν είσαι τυχερός μπορεί να δεις σε κάποιο σπίτι κάποιο ενθύμιο από επίσκεψη στον τύμβο του Αίπυτου.
—Ίσως τό έχει η περιοχή στα σπλάχνα της-στην ψυχή της , το να μπερδεύει ιστορίες και να υφαίνει περίπλοκα σχέδια μπερδεύοντας το μύθο με την ιστορία, αφήνωντας βαθιές και σκοτεινές αυλακιές στη γη σα τις καταβόθρες- που λέγεται πως έφτιαξε ο Ηρακλής για να ξεράνει το έλος που δημιουργούσαν οι ποταμοί Όλβιος και Δόξας και μάστιζαν τη Στυμφαλία και τη γενέτειρα της προμάμης του της Λαονόμης, το Φενεό.
—Η κρύπτη του Αίπυτου είναι χωμένη στη γη, σα τις καταβόθρες αυτές που οδηγούν στον Άδη και λέγεται πως διάβηκε η Δήμητρα στη λαχτάρα της για να βρει τη μονάκριβή της Περσεφόνη. Μια κρύπτη, μυστικό άντρο σα του Αίπυτου που αποκαλύπτεται σε λίγους προξενόντας δέος και φόβο σαν άρρητο μυστικό ψυθιρισμένο στα μυστήρια της Κιδαρίας Δήμητρας που λατρευόταν στην περιοχή σύμφωνα με τον Παυσανία.
—Μπορεί πάλι να είναι τερτίπια και σκανταλιές του Ερμή, από όταν ήρθε –μωράκι- στην περοχή της Ευρωστίνης για να κρυφτεί από το θυμό του Απόλλωνα –όταν του ΄κλεψε τα βόδια από τη Θερσσαλία- κι έφτιαξε τη λύρα μ΄ ένα καύκαλο χελώνας και τα νεύρα ενός βοδιού. Μη τάχα Αίπυτος δεν ήταν και ένα από τα επίθετα του Ερμή του Τεγεάτη?
—Τόπος με μαγεία και μυστήριο όπου θεοί και ήρωες σημαδεύουν κάθε πέτρα.
—Ο Αίπυτος και ο Στύμφαλος (από τον οποίο ονοματίστηκε η περιοχή και η λίμνη) ήταν γιοί του Έλατου. Ο Αίπυτος ήταν ένας από τους βασιλείς των Αρκάδων διαδεχόμενος τον Κλείτορα και θρύλοι πολλοί σημαδεύουν αυτό το όνομα συσχετίζοντάς όσους το έφεραν με τους θεούς Ποσειδώνα και Απόλλωνα μα και με τη τέχνη της μαντικής …..(ίσως να πάιζει ρόλο και το γεγονός πως σε κείνα τα μέρη έφτασε ο Ηρακλής -μετά την αρπαγή του ιερού τρίποδα των Δελφών- με σκοπό να ανοίξει δικό του μαντείο, μια και δε του έδινε χρησμό ο Απόλλωνας μέσω της Πυθίας ).
—Άλλος μύθος αναφέρει ότι ο Αίπυτος ανέλαβε να αναθρέψει την Ευάδνη (κόρη του Ποσειδώνα από την Πιτάνη) κι όταν αυτή συνέλαβε τον Ίαμο από την επαφή της με τον Απόλλωνα, επισκέφτηκε το μαντείο των Δελφών όπου του ανακοινώθηκε πως το παιδί είναι γενιά του Απόλλωνα και θα γίνει έξοχος μάντης .
—Αίπυτος λεγόταν κι ο γιός του Ιπποθόου που βασίλευσε στην Αρκαδία και λέγεται ότι τυφλώθηκε παραβαίνοντας την απαγόρευση του θεού και μπήκε στο ιερό του Ποσειδώνα στην Μαντινεία
—Ο δισέγγονός του Αίπυτος (παιδί της Μερόπης θυγατέρας του Κύψελου που ήταν γιός του) όταν πέθανε ο πατέρας του Κρεσφόντης σε στάση, ανατράφηκε στην Αρκαδία από τον Κύψελο ως ότου ανδρώθηκε και με τη βοήθεια των Αρκάδων και των λοιπών Δωριέων βασιλέων επέστρεψε στο θρόνο του (αν και υστερότοκος) εγκαινιάζοντας μια περίοδο τόσο συνετής βασιλείας που έδωσε στη γενιά του την επωνυμία Αιπυτίδες.
(Αποτελλεί επίσης θέμα της τραγωδίας Κρεσφόντης του Ευριπίδη, της οποίας σώζονται μόνο αποσπάσματα)
—Η αληθινή ιστορία χάνεται μέσα στην αχλύ του χρόνου κι ο μύθος είναι σαν παιχνίδισμα που κάνει το φως στο νερό, μαγεύοντας τις αισθήσεις μα μην αφήνοντας να ξεδιακρίνεις καθαρά τι υπάρχει κάτω.Που και που μέσα από ένα ίσκιο σε ένα δέντρο , ένα κελάρυσμα στο Κεφαλόβρυσο, ο Αίπυτος κρυφοκοιτά τι κάνουν οι απόγονοι του –λέγεται πως ήταν ο πρώτος οικιστής της περιοχης – πριν επιστρέψει στην γαλήνη του.Σύμφωνα με τον μύθο, τάφηκε με πολλές τιμές και άφθονα πλούτη σε μια περιοχή του Γεροντίου όρους, σ΄ένα τύμβο τον οποίο είδε όπως αναφέρει ο Παυσανίας μα ακόμα και σήμερα αναζητάται από αρχαιολόγους και τυχοδιώκτες.
*
©Σταύρος Ασημακόπουλος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.