Αντώνης Κρητικός, Η Συνάντηση

Αρχείο 08/02/2017

favicon

Ο εκσκαφέας έπιασε δουλειά. Καύσωνας, 4:15, μεσημέρι. Τι να κάνεις όμως. Τα έκτακτα γεγονότα δεν κοιτούν θερμοκρασία ή ώρα. Ο μακρύς βραχίονας βυθίζεται με τα μυτερά σαν αρκούδας νύχια του και σαν χέρι ανθρώπινο σπάει τον καρπό του προς τα μέσα και φουχτιάζει το χώμα. Έπειτα, τραβιέται με δύναμη προς τα πάνω, στρίβει απότομα αριστερά και το εναποθέτει λίγα μέτρα πιο κει. Εκεί που σε λίγο θα σχηματιστεί ένα βουναλάκι.

Θα πρέπει να έχει περάσει μία ώρα αδιάκοπης εργασίας. Το λέω όχι γιατί κρατώ ρολόι μαζί μου. Όμως, η τρύπα που έχει ανοίξει το κίτρινο θηρίο είναι αξιοσέβαστα, ίσως και θλιβερά, μεγάλη. Ένα τέλειο παραλληλόγραμμο χάσκει στη γη με βάθος και μήκος τρία μέτρα και πλάτος δύο.

Με αργές κινήσεις, ο βραχίονας αγέρωχος, χωρίς στάλα αγκομαχητού, μαζεύεται στο πίσω μέρος του τροχοφόρου οχήματος σαν για να ξαποστάσει. Μόνο που ο άγριος ήχος της μηχανής καθώς φεύγει, σε κάνει να νομίζεις ότι πάει να επιδείξει τη δύναμή του σε άλλα χώματα.

Παίρνω τη μεγάλη σκάλα από την αποθήκη και την τοποθετώ στο πλαϊνό τοίχωμα του σκάμματος. Με αργές και σταθερές κινήσεις κατεβαίνω μέχρι κάτω. Κοιτώ γύρω μου. Το καστανοκόκκινο χώμα με τις πτυχώσεις που δημιουργήθηκαν από το άγριο ξύσιμο των μεταλλικών νυχιών, δίνει την εντύπωση υπόγειου φαραωνικού τάφου. Ή έστω κάποιας εισόδου στο ενδιαφέρον κομμάτι ενός αρχαιολογικού χώρου. Στρέφω το βλέμμα μου στον ουρανό. Είναι γαλάζιος και παραλληλόγραμμος. Προτού αρχίσω να νιώθω κλειστοφοβικά, αρπάζω τη μικρή τσάπα μου και ξεκινώ να σκάβω στον πυθμένα. Ξέρω ότι 20 ή 25 εκατοστά πιο κάτω θα ακούσω το γνώριμο θόρυβο. Ξύλο.

Λίγη ώρα μετά, η ζέστη με τρελαίνει. Έπρεπε να είμαι στη θάλασσα και να πλατσουρίζω. Αναθεματισμένη ανάγκη. Αν δεν ήταν αυτή, δε θα ήμουν γονατιστός τώρα. Η τσάπα πεταμένη στο πλάι. Με ευλαβική μανία απομακρύνω τα χώματα για να φανεί επιτέλους το χερούλι και η πορτούλα. Να την ανοίξω. Να την ανοίξω. Αναθεματισμένη ανάγκη. Με 38 βαθμούς. Αλλά πώς να ζήσεις αλλιώς; Θα έπρεπε να είμαι στη θάλασσα τώρα. Η γυναίκα μου έχει ήδη πάει με το παιδί. Τι να της πω; Τι ώρα θα τελειώσω από δω; Θα κοντεύει έξι. Σταματώ για λίγο. Ο ιδρώτας κατεβαίνει από το μέτωπό μου στο μάγουλο κι από κει στην άκρη, στο πηγούνι μου και στάζει σαν χαλασμένη βρύση. Μία αόρατη βρύση που υγραίνει το χώμα μπροστά μου και διευκολύνει τη δουλειά μου. Τα νύχια μου έχουν μαυρίσει. Ποιος το περίμενε σε αυτή την ηλικία να είμαι στα τέσσερα και να αποκαλύπτω θαμμένες πόρτες.

Απομακρύνω και τα τελευταία χωμάτινα εμπόδια. Τραβώ τη μικρή πόρτα προς τα πάνω. Μια μυρωδιά κλεισούρας με κατέκλυσε. Κι έπειτα, χρώματα. Ένα μωσαϊκό πάτωμα. Ένα φωτιστικό που φορά βελούδινο μπορντώ ύφασμα. Μία μεταλλική βιβλιοθήκη. Ένα πικ απ. Κι εγώ. Με πρόσωπο γαληνεμένο. Σε μια καρέκλα Bauhaus. Με τα μάτια σχεδόν κλειστά, να νιώθω την αύρα της να κινείται γύρω μου. Κάνει δουλειές. Ένα ποτήρι από δω, ένα ποτιστήρι από κει. Το μπαλκόνι είναι μία μικρή ζούγκλα. Αέρινη πηγαινοέρχεται. Απρόσωπη, απόμακρη, αγέρωχα υποταγμένη στη δυστυχία, με μια ζεστασιά που δε γνωρίζει τον τρόπο να τη χειριστεί και που την καίει σύγκορμη, αφήνοντάς την παγωμένη, κάρβουνο σβησμένο.

Όμως μου προσφέρει αυτό που μπορεί. Την αύρα της. Την ακούω να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο. Ίπταμαι. Ο παράδεισος είναι εδώ. Τώρα. Αυτή η στιγμή. Μια γυναίκα που ξεφυλλίζει ένα βιβλίο. Γαλήνια αναζητά την επόμενη πηγή της ταξιδεύτρας γνώσης. Δίπλα μου. Εντός μου. Κι εγώ χαμογελώ αόρατα, νωχελικά.

“Αγάπη μου, έλα! Το νερό είναι μούρλια!” Με γρήγορες κινήσεις βγαίνω από το υπόγειο δωμάτιο. Κλείνω την ξύλινη πόρτα. Ανεβαίνω τη σκάλα και τη βάζω πίσω στην αποθήκη. Ο εκσκαφέας θα επιστρέψει αύριο για να σκεπάσει την τρύπα.

*

©Αντώνης Κρητικός

φωτο©Στράτος Φουντούλης, από τη σειρά “La solitude du dimanche”

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε