ΑΡΧΕΙΟ/ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016
Το λούτρινο
Φελλοί. Επικίνδυνα τοξικά που η άνωση πετά στον αφρό, κηλίδες από πετρέλαια, ψάρια που τα ’χει χτυπήσει µπουρλότο. Σπαρταράτε ή έχετε ήδη ψοφήσει; Είστε πάλι µωρά και βρίσκεστε στο νερό. Ηµιθανείς τραβάτε στα κουτουρού, κάποιοι σας παγιδεύουν µε τις απόχες τους, σας ρίχνουν σε µια σκάφη. Αναπνέετε δίπλα σε έναν καµακωµένο ροφό. Νικητές θαλάσσιου αθλήµατος ή συληµένα από Σκύλες µέλη; Στη στεριά σας υποδέχονται σαν ναυαγούς. Οι άσπρες τουρλωτές σας κοιλιές βουτηγµένες στο αίµα.
Πότε άρχισε; Άρχισε; Όλα περασµένα απ’ την πριονοκορδέλα του χρόνου. Ιστορίες ρετάλια. Ιστορίες που δεν έχουν δόντια κι όµως δαγκώνουν. Στην αυλή σουρωµένα οπίσθια, πέη συνταξιούχων που αποπνέουν κάτουρο, σύννεφα σκόνης. Και µες στα δωµάτια; Τι; Οµολογίες µε εσωτερική φραγή; Ρόγχος που δεν ξέρει πώς να κρατήσει τη θέση του και ξεσπάει σε χάχανο; Άλλο ένα φάντασµα µε αµπαλάζ λώρου; ∆ωµάτια σάβανα, άνθρωποι που προτού έρθει το τέλος τους υπογράφανε συµφωνητικό παράδοσης στα σκουλήκια. Κι οι άλλοι που όλη µέρα έκλαναν, ευτυχείς επειδή το εντεράκι τους λειτουργούσε. Το πρώτο βλέµμα; Ποιο «πρώτο βλέµµα»; Κανένα βλέµµα. Οικειότητα, βαναυσότητα, απουσία, φάντασμα, πανικός. Το µη άγγιγµα, το µη βλέµµα. Το χωριό. Κι αυτή η πανσιόν. Ελάχιστοι πια οι τουρίστες. Σκόνη και χώµα. Μόλις που διακρίνω τους τελευταίους πελάτες. Το πλαδαρό προφίλ ενός Ιταλού, τα νευρωτικά, άσαρκα πόδια µιας Γιαπωνέζας.
Το παρελθόν. Ποιο παρελθόν; Αν µπορούσα να σου διαβάσω αυτές τις αράδες ίσως να το αντικρίζαµε επιτέλους κατάφατσα. Χωρίς τον φόβο, χωρίς τον ίλιγγο, χωρίς την ναυτία. «Ίσως» σκέφτοµαι. «Ίσως τότε. Τα καλοκαίρια». Θυµάµαι πάλι το βελούδινο ύφασµα που έτριβες µέσα στις χούφτες για να µπορέσεις να κοιµηθείς. Η Σ. ανεβαίνει στο κρεβάτι µου, µού ανεβάζει το νυχτικό στην κοιλιά και τρυπώνει στην τριχωτή σχισµή. Με την παλάµη χωνί φέρνω το πρόσωπό µου όσο πιο κοντά στα µισάνοιχτα πόδια µου, όσο πιο κοντά στη σχισµή µου. «Γιατί µε σκάβεις; Πεινάς;» τη ρωτάω. «Σε µυρίζω» µου απαντάει αυτή µεσ’ απ’ την τρύπα. «Και τι µυρίζεις; Το αίµα µου;» «Ποιο αίµα σου;» µου λέει ξεκαρδισµένη. «Ιδρωτίλες, ξινίλες και πούδρες φτηνιάρικες. Αυτά πια αποπνέεις». Ξέρω πως είναι άυλη. Και δεν είχε ποτέ δική της µιλιά, στόµα, µύτη, στοµάχι µε ορέξεις. «Μη νοµίζεις» της λέω. «∆εν είµαι σχιζοφρενής. Μεταξύ µας, ξέρω πως δεν υπάρχεις. Αν υπήρχες, θα έπρεπε τώρα να ήσουν γριά». Εκείνη κατεβαίνει από το κρεβάτι µου και αρχίζει να περιφέρεται στο δωµάτιο. Πίσω της σέρνει έναν αρκούδο τεράστιο που θα τολµούσα να πω πως µου µοιάζει. Ένα τεράστιο λούτρινο που την κοιτάει µε τρυφερότητα, ενώ εκείνη του δίνει φιλάκια, το ντύνει και το ξεντύνει µε κάτι πολυφορεµένα τσιτάκια. «Μπορεί εσύ να µην…, εγώ πάντως πεινάω» της ανακοινώνω και η φωνή µου ακούγεται ιδιαζόντως ψυχρή. Αµίλητη, βάζει τα πασουµάκια της, ναι, εκείνα µε τις ροζ αγκραφίτσες, έτοιµη να µε συνοδεύσει στην κουζίνα. Θυµάµαι αίφνης ότι στην κουζίνα δεν έχει αποµείνει τίποτα, µόνο λίγο ψωµί. Μα κι αυτό τώρα θα είναι πλέον ξερό. Η κόρα του θα έχει γίνει µπετόν κι η ψίχα µια σκληρή µάζα µούχλας. Καλό µου φαίνεται όµως αυτό. Η µούχλα δεν είναι απαραίτητα άσχηµη. Υπάρχουν και περιπτώσεις που θεραπεύει. «Συµφωνείς;» τη ρωτάω. ∆εν µου απαντά, ίσως να µην ακούει. Παιδί πρόωρα γερασµένο, κατεβαίνει µαζί σου τη σκάλα.
©Χρύσα Φάντη -απόσπασμα από το βιβλίο «η ιστορία της Σ.» εκδ. Γαβριηλίδης, 2016
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.