Αρχείο 05/05/2017
Η Εντελέχεια, φόρεσε τα σπορτέξ παπούτσια της, πέρασε στον ώμο το σακίδιο, όπου είχε ρίξει βιαστικά λίγο ψωμάκι με τυρί και ένα πλαστικό μπουκάλι νερό και ξεκίνησε προς αναζήτηση βαθιάς γνώσης και σοφίας. Ένιωθε πολύ πιεσμένη, έπρεπε να πετύχει τον σκοπό της, να φτάσει στο τέλος, στην τελειότητα. Δυστυχώς κάπου είχε κολλήσει, την έζωνε ανησυχία μήπως δεν τα κατάφερνε. Ανησυχία που όταν φούντωνε γινόταν πανικός κι απειλούσε να την καταπιεί.
Βγήκε λοιπόν στο δρόμο ανήσυχη, πολύ ανήσυχη αλλά αποφασισμένη. Πέρασε πολιτείες και χωριά, λόφους και βουνά, λαγκάδια και λιβάδια οδηγώντας το 4Χ4 της. Κάποτε αποκαμωμένη αφού έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα έφτασε σε ένα ξέφωτο. Κατέβηκε από το αμάξι και άρχισε να περπατά δίπλα σε ένα ρυάκι. Και εκεί, ώ του θαύματος βρήκε την κυρά Σοφία καθισμένη στην ρίζα ενός γέρου πλάτανου να ρεμβάζει κάτω από την πυκνή σκιά του απολαμβάνοντας το τοπίο. Την καλημέρισε λοιπόν και μη χάνοντας χρόνο μπήκε κατευθείαν στο θέμα ρωτώντας την.
«Αγαπητή μου κυρά Σοφία έχω υψηλούς στόχους και πρέπει να τους φτάσω, να φτάσω στο τέλος, στο τέλειο, θα μπορούσες να με βοηθήσεις;» ρώτησε ανυπόμονα.
«Σιγά παιδί μου διατάραξες την ηρεμία μου…έχασα τον ειρμό μου…πάρε πρώτα μια ανάσα…! Να κάθισε εδώ άνετα και χαλαρά. Άνοιξε τα μάτια, τ’ αυτιά, νιώσε την επαφή με το γρασίδι και το χώμα, απόλαυσε… και συλλογίσου» της είπε η κυρά Σοφία και της έκανε νεύμα να καθίσει δίπλα της.
Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Η Εντελέχεια την ένιωσε σαν μια αιωνιότητα. Κάποια στιγμή άρχισε η κυρά Σοφία να τις λέει αργά με ενδιάμεσες παύσεις βυθισμένη στους στοχασμούς της.
«Αυτό λοιπόν που με ρωτάς αγαπητή μου θέλει πολύ σκέψη… εσύ τι λες;… ποια είναι η άποψή σου για την αναζήτηση του τέλους και της τελειότητας;… πως θα φτάναμε εκεί; … θα μπορούσαμε άραγε; … και μένα θα μ’ ενδιέφερε να το γνωρίζω».
Αποκαρδιωμένη η Εντελέχεια κεραυνοβόλησε την κυρά Σοφία μ’ έκπληκτο βλέμμα προσπαθώντας με δυσκολία να κρύψει την δυσαρέσκειά της.
«Μα τέλος πάντων στη Σοφία απευθύνομαι και ρωτά εμένα, για κάτι που θα έπρεπε να μπορούσε να απαντήσει η ίδια; Πως δηλαδή, τι στο καλό Σοφία θα ήταν, αν δεν είχε απαντήσεις σε ερωτήματα που θα δεχόταν ανά πάσα στιγμή από τον οποιονδήποτε; Πόσο μάλλον από εμένα την Εντελέχεια που τέλος πάντων…» σιγοψιθύρισε, στην προσπάθειά της να ξεθυμάνει, χωρίς να την ακούσει η κυρά Σοφία.
Η κακόμοιρη η Εντελέχεια βρισκόταν στα πρόθυρα απογοήτευσης και συντριβής. Δεν το χώραγε ο νους της. Ένιωθε ότι είχε κάνει τόσο δρόμο, τόσο μεγάλη προσπάθεια χωρίς κανένα μα κανένα αποτέλεσμα. Το μόνο λοιπόν που της απόμενε, καθώς δεν είχε άλλη επιλογή μια και η κυρά Σοφία αφέθηκε και πάλι στη ρέμβη και παρέμενε σιωπηλή, ήταν να προσπαθήσει να σκεφτεί η ίδια. Να σκεφτεί βαθιά και να δώσει μόνη κάποια απάντηση στο ερώτημα, ευελπιστώντας παράλληλα με την ζήτηση να προκαλέσει την αυτού υψηλότητα την κυρά Σοφία να εκφράσει επιτέλους και αυτή την άποψή της.
Εκείνη την στιγμή πετούσε φουριόζος από μπροστά τους ο Πήγασος. Η κυρά Σοφία τον χαιρέτησε με ένα νεύμα και ξαναβυθίστηκε σε σκέψη, ενώ η Εντελέχεια δεν έχασε την ευκαιρία να ρωτήσει: «Πολύ βιαστικός καλέ μου για πού τό ‘βαλες; Τι σου συμβαίνει;» « Εχ, αξιότιμη και αγαπητή μου Εντελέχεια, να τώρα με ξεσήκωσαν με κάτι θέματα εκπαίδευσης για κοινωνική συνείδηση και κοινωνική αλλαγή κλπ κλπ σε κάποιους εξεγερμένους που απειλούν να χαλάσουν τον κόσμο κι έτσι διατάραξαν τη γαλήνη και τη δημιουργική μου ενασχόληση». Είπε ο Πήγασος και συνέχισε «Τι τα θες αγαπητή μου; Σισύφειες προσπάθειες… Άλλο είναι το ζητούμενο. Αν στρέψεις την προσοχή σου στη φύση, την αφουγκραστείς και συμφιλιωθείς μαζί της…Αν γύρεις δίπλα σ’ ένα ρυάκι ν’ αφουγκραστείς το κελάρυσμα του δροσερού νερού που αναβλύζει απ’ τα βάθη της πηγής, όπως εδώ καλή ώρα…Αν αφεθείς στην δημιουργική δραστηριότητα και στην ποίηση μέσα σου και γύρω σου…Έ, τότε θα έχεις όλα τα ερωτήματα και ότι άλλο χρειάζεσαι… Μπορεί ακόμη και κάποιες απαντήσεις. Αυτό είναι όλο αγαπητή μου και αυτό βιάζομαι να συζητήσω μ’ αυτούς που έχασαν πολύ από την ομορφιά και την σοφία της ζωής και ζουν -το ζουν τρόπος του λέγειν δηλαδή – στις παρυφές κάποιας μεγαλούπολης, του Παρισιού, πακεταρισμένοι σε κάτι άθλια προάστια αυτής της ονομαζόμενης κατά τα άλλα πόλης του φωτός. Έχει σχεδόν καταντήσει ευφημισμός, αναρωτιέμαι σε ποιους τέλος πάντων χαρίζει αυτή η πόλη την όποια λάμψη της».
Αυτά είπε ο Πήγασος και χάθηκε, βάζοντας σε σκέψη την Εντελέχεια. Αχ… Μήπως στοχεύοντας στο τέλος, στο σκοπό μου, μου διαφεύγει κάτι βαθύτερο και σημαντικότερο; συλλογίστηκε ξύνοντας αμήχανη το κεφάλι και στη συνέχεια τρίβοντας τους κροτάφους, όπου ένιωθε ότι της είχαν σφηνωθεί τα λόγια του Πήγασου «Αν στρέψεις την προσοχή σου στην φύση, την αφουγκραστείς και συμφιλιωθείς μαζί της… Αν αφεθείς στη δημιουργική δραστηριότητα και στην ποίηση γύρω σου και μέσα σου…»
Ααα … μήπως στοχεύοντας στο τέλος, στην τελειότητα είναι σαν να προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο; της ήρθε σαν αστραπή μια σκέψη που την κατακεραύνωσε, την άφησε αποσβολωμένη για λίγη ώρα με την κάτω σιαγόνα της να κρέμεται, αφήνοντας το στόμα ορθάνοιχτο.
Εντωμεταξύ ο Αλέξης ο ήσυχος, ένας εραστής της Εντελέχειας, βρισκόταν σε ανησυχία κι αναστάτωση εξ αιτίας της αγαπημένης του. Δυστυχώς από τότε που είχε ερωτευτεί την Εντελέχεια και προσπαθούσε να συνάψει δεσμό μαζί της ένιωθε συχνά αναστατωμένος. Αφενός γιατί αγάπησε τα κάλλη της αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με την εμμονή της για το τέλος και την τελειότητα και αφετέρου γιατί αυτή ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στα ερωτικά του κελεύσματα, καθώς ήταν αφοσιωμένη στο σκοπό της. Οι προσπάθειες του Αλέξη δεν έπεφταν καν στην αντίληψή της. Βέβαια, αν και ενδόμυχα έκρυβαν βαθύ πάθος, εκδηλώνονταν πολύ διακριτικά και αμυδρά. Αυτός ήταν ο Αλέξης ο ήσυχος και δεν μπορούσε να ταράζει ήρεμα νερά, να ξεσηκώνει τον κόσμο, ορμώμενος από το πάθος του για την Εντελέχεια.
Ο δύστυχος ο Αλέξης ο ήσυχος είχε μέρες να δει την αγαπημένη του. Πέρα απ’ την ανησυχία άρχισε η θλίψη να του συνθλίβει την καρδιά. Μια μέρα λοιπόν βαθιάς θλίψης ήρθαν και τον βρήκαν οι τρεις χάριτες, η Αγλαΐα, η Ευφροσύνη και η Θάλεια. Δεν άντεχαν να τον βλέπουν παλικάρι δροσερό σαν τα κρύα τα νερά να μαραζώνει και να λιώνει απ’ αγάπη. Αφού ζήτησαν βοήθεια από τον πατέρα τους τον Δία, η Αγλαΐα τόνωσε την γοητεία και την ομορφιά του, η Ευφροσύνη την φύση και την ρώμη του, η Θάλεια την δημιουργικότητα και την γονιμότητά του. Στην συνέχεια έστειλαν μήνυμα στον φίλο τους τον Πήγασο προσπαθώντας να τον πείσουν, πως δύσκολα θα έβγαζε άκρη με την εκπαίδευση για κοινωνική αλλαγή στους εξεγερμένους των άθλιων προαστίων του Παρισιού. Κοντολογίς του ζήτησαν πρώτα να βάλει ένα χεράκι στην δική τους προσπάθεια και μετά να έβλεπε τι θα έκανε με τους εξεγερμένους. «Ασ’ τους αυτούς – του είχαν μηνύσει, κουβάρι η υπόθεση – και έλα πρώτα να βοηθήσουμε την Εντελέχεια και τον φίλο μας τον Αλέξη», που από ήσυχο τον είχαν μεταμορφώσει σε Λέοντα από πόθο μαινόμενο.
Ο φτερωτός Πήγασος συμφώνησε μαζί τους και αμέσως άλλαξε πορεία πετώντας προς τις τρεις χάριτες και τον Αλέξη. Μόλις λοιπόν προσγειώθηκε μπροστά τους πήδηξαν και οι τέσσερις στην ράχη του και ώσπου να πεις κύμινο έφτασαν στο ξέφωτο κάτω από τον πλάτανο, όπου η κυρά Σοφία και η Εντελέχεια, ρέμβαζαν ακούγοντας τα νερά του ρυακιού να κελαρύζουν, προσπαθώντας να απαντήσουν στο ερώτημα του τέλους και της τελειότητας.
Η κυρά Σοφία βυθισμένη ακόμη σε περισυλλογή μόλις που τους έριξε μια ματιά. Δεν ήταν από αγένεια, στο νου της στριφογύριζε η λέξη «ΤΕΛΟΣ» και δεν την άφηνε περιθώρια για τίποτε. Η Εντελέχεια αντίθετα μόλις τους είδε είπε με απορία «Πολύ γρήγορα μας ξανάρθες και μάλιστα με συντροφιά αγαπητέ μου Πήγασε. Όλα εν τάξη με τους εξεγερμένους της πόλης του φωτός;»
Ο Πήγασος άρχισε λέγοντας «Άστα να πάνε καλή μου, κουβάρι η υπόθεση μ’ αυτούς… αποφάσισα ωστόσο να δώσω προτεραιότητα στον έναν, γιατί ο ένας είναι όλοι…» μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Τον διέκοψε ο Αλέξης, που δεν ήταν πια καθόλου ήσυχος. Με την βοήθεια των τριών χαρίτων είχε μεταμορφωθεί σε Λέοντα μαινόμενο από το πάθος του για την Εντελέχεια. Όρμησε «ως ταύρος εν υαλοπωλείο» και αφού άρπαξε την Εντελέχεια και την έσφιξε με δύναμη στην αγκαλιά του, την φίλησε παθιασμένα στο στόμα.
Και τότε ήταν πράγματι που τετραγωνίστηκε ο κύκλος και τότε πια ήταν η σειρά της κυρά Σοφίας να μείνει με το στόμα ανοιχτό, αλλά και με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη που αγκάλιαζε όλους και όλα στον τετραγωνισμένο κύκλο του ξέφωτου και του σύμπαντος.
*
©Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων «Σφιχταγκαλιάσματα και φτερουγίσματα»
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.