Γνωριμία με γαλλόφωνους βέλγους ποιητές [3] —Παρουσίαση-μετάφραση: Κωνστάνς Δημά

Caroline Lamarche – André Schmitz – Carino Bucciarelli

Τα προηγούμενα μέρη: [1] + [2]

CAROLINE LAMARCHE

H Βελγίδα ποιήτρια και πεζογράφος Caroline Lamarche γεννήθηκε το 1955 στη Λιέγη. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη βόρια Ισπανία και στη συνέχεια, μέχρι το απολυτήριο Λυκείου, στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές της πάνω στη Ρωμανική Φιλολογία, παντρεύεται και φεύγει για την Αφρική όπου διδάσκει γαλλικά στα παιδιά της Νιγηρίας. Σήμερα ζει και εργάζεται ως δίγλωσση γραμματέας (αγγλικά και ισπανικά) στις Βρυξέλλες. Η Caroline Lamarche άρχισε να γράφει τη δεκαετία του ’90. Έχει εκδώσει νουβέλες, ποιήματα και μυθιστορήματα, από τα οποία Η σκυλίσια μέρα (Le jour du chien, Editions de Minuit, Paris, 1996) κέρδισε το βελγικό Βραβείο Rossel (αντίστοιχο με το γαλλικό Βραβείο Goncourt).Το παρακάτω ποίημα είναι από την ανθολογία «ICI ON PARLE FLAMAND & FRANCAIS«

Chaque soir

Chaque soir depuis que j’ai décidé de ne plus t’écrire
et de brûler tes lettres dans l’évier
– la flamme était si haute que j’ai dû renoncer-
chaque soir depuis que je suis sortie dans la nuit
pour m’asseoir dans la nuit au bord de la rivière
chaque soir depuis que j’ai jeté tes lettres dans l’eau noire
couru le long de la berge pour les voir s’en aller
sauté sur le pont pour les voir reparaître
chaque soir depuis que le courant a emporté tes mots
qui ont jusqu’au dernier en cette noirceur paisible
perdu leur lumière
chaque soir depuis que j’ai regardé mes mains vides
et baigné mon visage
dans l’eau cendreuse de l’évier
chaque soir je t’écris

Chaque soir depuis que je t’écris chaque soir
chaque soir depuis que je déchire ma lettre du soir
chaque soir
je t’écris.

(μετάφραση)
Κάθε βράδυ

Κάθε βράδυ από τότε που είχα αποφασίσει να μη σου ξαναγράψω
και να κάψω τα γράμματά σου στο νεροχύτη
-η φλόγα ήταν τόσο δυνατή που αναγκάστηκα να εγκαταλείψω αυτή τη σκέψη-
κάθε βράδυ από τότε βγήκα μες στη νύχτα
για να καθίσω μες στη νύχτα στην άκρη του ποταμού
κάθε βράδυ από τότε που πέταξα τα γράμματά σου μες στα μαύρα νερά
που έτρεχα κατά μήκος της όχθης για να τα δω να χάνονται
που πήδηξα πάνω στη γέφυρα για να τα δω να εμφανίζονται ξανά
κάθε βράδυ από τότε που το ρεύμα παρέσυρε μέχρι και την τελευταία
τις λέξεις σου που μέσα στο σκοτάδι της γαλήνιας νύχτας
είχαν χάσει το φως τους
κάθε βράδυ από τότε που κοίταξα τα άδεια μου χέρια
και έβρεξα το πρόσωπό μου
μες στο αποτεφρωμένο νερό του νεροχύτη
κάθε βράδυ σου γράφω

Κάθε βράδυ από τότε που σου γράφω κάθε βράδυ
κάθε βράδυ από τότε που σκίζω το γράμμα που σου ‘γραψα το προηγούμενο βράδυ
κάθε βράδυ
σου γράφω.
*
Extrait de « La nuit l’après-midi », p. 91-92
Un jour, dit-il, tu me laisseras tomber. Je ne réponds pas. J’ouvre les yeux. Je regarde devant moi. Je fixe une dernière fois l’obscurité du jour, je mâche sa moiteur en avalant ma salive. Je me tourne sur le côté, je roule hors du lit et je file sous la douche. L’eau, je la fais couler glacée. Ma peau crépite d’une circulation avivée. Je suis ce qu’il y a de plus vivant et de plus froid dans l’univers. Que la ville entière se consume, peu m’importe. A quoi me servirait d’être battue, abreuvée d’injures et de sperme, livrée à une extase de martyre, si ce n’était pour me rendre cette présence à moi-même dans laquelle j’excelle, que j’adore et je hais : celle d’un corps froid et chaste, nourri d’une enfance sans histoire et du pas glissé des servantes ?

Απόσπασμα από «Η νύχτα το απόγευμα»
Μια μέρα, είπε, θα με αφήσεις να πέσω. Δεν απαντάω. Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω μπροστά μου. Για μια τελευταία φορά καρφώνω το βλέμμα μου στο σκοτάδι της ημέρας, μασάω την υγρασία της και καταπίνω το σάλιο. Γυρίζω στο πλάι, γλιστράω απ’ το κρεβάτι και τρέχω στο μπάνιο για να κάνω ντους. Αφήνομαι στο παγωμένο νερό. Το δέρμα μου αρχίζει να κροταλίζει από την όλο και αυξανόμενη κυκλοφορία του αίματος. Αισθάνομαι να είμαι ό,τι πιο ζωντανό και ό,τι πιο κρύο υπάρχει στον κόσμο. Δεν με αγγίζει καν ότι ολόκληρη η πόλη αργοπεθαίνει. Και σε τι θα βοηθούσε να είμαι καταβεβλημένη και να αισθάνομαι παραδομένη σε μια έκσταση μαρτυρίου από τις βρισιές και το σπέρμα με τις οποίες με περιέλουσε; Άλλωστε του ανταποκρίθηκα, εκφράζοντας τη λατρεία και το μίσος που ένιωθα για κείνον, με τον πιο βιρτουόζο τρόπο που κατέχω άριστα: του πρόσφερα ένα κρύο και σεμνό κορμί το οποίο είχε μεγαλώσει χωρίς παραμύθια, με απαλά βήματα υπηρετριών.

ANDRĖ SCHMITZ  

Ο Βέλγος ποιητής André Schmitz γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1929 στις Βελγικές Αρδένες και ζει στη βελγική Λορένη από τη δεκαετία του ’60. Έζησε δυνατές εμπειρίες στην Αφρική, στο Québec και στην Πράγα, καθώς και σε απροσδιόριστους τόπους –πραγματικούς και φανταστικούς! Έχει εκδώσει περίπου δεκαπέντε συλλογές ποιημάτων. Με την ευκαιρία της έκδοσης της συλλογής Παραθέσεις χαράξεις (Incises incisions, éd. Phi, Paris 2000), η Ακαδημία Mallarmé βράβευσε τον ποιητή André Schmitz για το σύνολο του έργου του. Απεβίωσε στις 15 Ιανουαρίου 2016.

J’affirme sur l’honneur

que je n’ai rien à voir avec
moi-même.

Je ne suis pas propriétaire
du corps où je réside.

Ces yeux braqués jour et nuits
sur d’étranges oiseaux
et fascinés par la beauté du monde
ne sont pas les fenêtres de ma maison.

Là où je suis, ce que je suis
n’est pas ma patrie.

Je suis le fils d’un enfant qui n’est
pas encore né,
l’époux sauvage d’une femme que je traverse
et qui ne m’appartient pas.

Une jeune fille quelque part tente encore
d’être ma mère.

(μετάφραση)
Προσυπογράφω

Προσυπογράφω
ότι δεν έχω καμιά σχέση με
τον εαυτό μου.

Δεν είμαι ο ιδιοκτήτης
του κορμιού μου.

Αυτά τα μάτια καρφωμένα μέρα και νύχτα
πάνω σε παράξενα πουλιά
και μαγεμένα από την ομορφιά του κόσμου
δεν είναι τα παράθυρα του σπιτιού μου.

Εδώ που είμαι, αυτό που είμαι
δεν είναι η πατρίδα μου.

Είμαι ο γιος ενός παιδιού που δεν
γεννήθηκε ακόμη,
ο άγριος σύζυγος μιας γυναίκας
που σχίζω το κορμί της
αλλά δεν μου ανήκει

Κάπου μια κοπέλα πασχίζει ακόμη
νάναι η μάνα μου.

*
Elle allait

à sa droite un ange gardien
à sa gauche un garde du corps
Prenez l’âme
dit l’ange à l’homme
moi cette nuit
je garde le corps

(μετάφραση)

Το κορμί

Εκείνη περπατούσε
δεξιά της ένας φύλακας άγγελος
αριστερά της ένας σωματοφύλακας.
Πάρτε την ψυχή
είπε ο άγγελος στο σωματοφύλακα
εγώ τούτο το βράδυ
θα κρατήσω το κορμί

ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «INCISE INCISIONS«

Plus bas

Parlez plus bas mes pensées
je vous prie
Les voisins dorment
le chien se fait vieux
et moi j’ai grande peine
à vous suivre

*

(μετάφραση)
Πιο σιγά

Σκέψεις μου, μιλήστε πιο σιγά
σας παρακαλώ
Οι γείτονες κοιμούνται
ο σκύλος γέρασε
κι εγώ δυσκολεύομαι πολύ
να σας παρακολουθήσω

Condoléances

Des mots viennent se suicider
dans ma bouche
Ma langue
touche leur sommeil
J’assure leur famille
de ma très vive sympathie

(μετάφραση)

Συλλυπητήρια</strong

Οι λέξεις αυτοκτονούν
στο στόμα μου
Η γλώσσα μου
αγγίζει τον ύπνο τους
Εφησυχάζω τις οικογένειές τους
με τη συμπόνια μου

CARINO BUCCIARELLI

Ο Carino Bucciarelli γεννήθηκε το 1958 στο Charleroi, όπου έζησε για πολλά χρόνια. Σήμερα ζει στο Châtelineau και διδάσκει σε σχολείο τεχνικής εκπαίδευσης στη Namur. Αν και γόνος ιταλών μεταναστών, ο Bucciarelli δεν αισθάνεται να έχει επηρεαστεί από τη μεσογειακή πολιτισμική παράδοση. Έχοντας ακολουθήσει τεχνική εκπαίδευση κατά τα σχολικά του χρόνια στο Βέλγιο δεν διδάχτηκε ποίηση. Όπως αναφέρει και ο ίδιος, ανακάλυψε «τυχαία» το «σύμπαν της λογοτεχνίας». Έτσι, η πολιτισμική του ταυτότητα, παρθένα από πολλές απόψεις, είναι έτοιμη να ανοιχτεί στον κόσμο. Διαβάζει φύρδην μίγδην: Σάμιουελ Μπέκετ, Henri Michaux, Γκαρθία Λόρκα, Γιάννη Ρίτσο, Κωνσταντίνο Καβάφη, καθώς και πολλούς άλλους. Νιώθει να ανακαλύπτει μια οικογένεια δημιουργών.

Ο Carino Bucciarelli έχει εκδώσει νουβέλες, ποιήματα και μυθιστορήματα. Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι από την ανθολογία «ICI ON PARLE FLAMAND & FRANCAIS«.

Loin de la ville

Sous l’eau je ne possède rien. Tout se tient dans ma petite maison au bord du lac. De temps à autre, je jette un objet dans l’eau en me disant : c’est cela en moins pour m’encombrer. Parfois une tuile, parfois une brique que j’ai pu détacher de ma façade. Cheque fois le plouf dans l’eau me ravit. Aujourd’hui une chaise, demain une latte du plafond. Jamais deux fois sur la même journée ; je hais la précipitation. Habiter loin de la ville n’est facile pour personne. Comme j’ai bien fait de me trouver un dérivatif ! Un jour, je plongerai dans le lac. Le regard tourné vers la côte, je penserai : sur terre, je ne possède rien ; tout se tient au fond de l’eau.

(μετάφραση)

Μακριά από την πόλη

Κάτω απ’ το νερό δεν έχω τίποτα. Όλα βρίσκονται μες στο μικρό μου σπίτι στην άκρη της λίμνης. Κατά καιρούς, πετάω ένα αντικείμενο μες στη λίμνη λέγοντας στον εαυτό μου: τουλάχιστον το ξεφορτώθηκες. Τη μια ένα κεραμίδι, την άλλη ένα τούβλο που μπόρεσα να ξεκολλήσω από την πρόσοψη. Κάθε φορά το πλουφ μες στο νερό με μαγεύει. Σήμερα μια καρέκλα, αύριο μια σανίδα της οροφής. Ποτέ δυο αντικείμενα την ίδια μέρα· απεχθάνομαι τη βιασύνη. Για κανέναν δεν είναι εύκολο να ζει μακριά από την πόλη. Ευτυχώς που βρήκα διέξοδο! Κάποια μέρα θα βουτήξω μες στη λίμνη. Και με το βλέμμα στραμμένο στην ακτή θα σκέφτομαι: πάνω στη γη δεν έχω τίποτα· όλα βρίσκονται κάτω απ’ το νερό.

Une pensée me poursuit

Une pensée me poursuit
depuis le jour où tu es venue me demander si l’obscurité
était une forme du savoir

je n’ai pu répondre
car nos semelles sur le parquet
produisaient un claquement désagréable

il faisait clair dehors
par la porte laissée ouverte un air frais est entré

(μετάφραση)
Μια σκέψη με κατατρέχει

Μια σκέψη με κατατρέχει
από την ημέρα που ήρθες να με ρωτήσεις αν το σκοτάδι
ήταν μια έκφανση της γνώσης

δεν μπόρεσα να απαντήσω
οι σόλες των παπουτσιών μας
δημιουργούσαν έναν δυσάρεστο ήχο
πάνω στο παρκέ

έξω ξημέρωνε
καθαρός αέρας μπήκε από την πόρτα που έμενε ανοιχτή

Συνέχεια του 4ου και τελευταίου μέρος την προσεχή Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου >>>