Από τις εκδόσεις Bibliothéque
Η μόνη φωνή που ακούς
Είναι η φωνή που δεν αποκρίνεται
*
Να σε ακούσω
δεν είναι παρά ένας άλλος δρόμος να ανέχομαι το αδύνατο
αδιάκοπα μιας κίνησης
που καθρεφτίζει το μέλλον
σε εκείνη την επιφάνεια του νερού
την φτασμένη ως το μυστήριο της συλλαβής των ονομάτων
όλων όσων είπαν τα τελευταία τους λόγια
κι εγώ τα άκουσα
*
Όπως σε αγαπάω με αποστρέφεσαι
με τα χαμένα σε αγαπάω
ένα κερί είναι τα μάτια
κι αυτό με διέσχισε
*
Αυτά που μας έφερναν κοντά
η οικειότητα στο φως
η εμπιστοσύνη στο σκοτάδι
το ή απόψε ή ποτέ
το κοντό σου φόρεμα που το ανασήκωνες κι άλλο
-έτσι θα ’πρεπε να ’ναι-
μιλούσαμε τότε δίχως ελπίδα
για σένα για μένα
κι η μνήμη άσβεστη
καθαρή απάτη
μια ζεστασιά στο αντίο για πάντα
-δεν έπαιζε καν αυτό το κομμάτι-
και με τα λουλούδια στο βάζο να μαραίνονται σου ’λεγα έλα
έλα αύριο έλα αύριο
απόψε μου είναι σχεδόν αδύνατο να σε δω
απόψε η σιωπή είναι βαθιά
απόψε είμαι ένα κτήνος γεμάτο έξαψη κι έρωτα
*
Κι είδαμε πως το καλύτερο
Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο
*
Ο ήλιος κρέμεται επικίνδυνα
ένα παιδί στη κούνια
παράδερνε μια θάλασσα
δίχως την παραμικρή προσπάθεια
όλο το καλοκαίρι
από καλοσύνη οι άνθρωποι χρειάζονται κι επιθυμούν
τη θάλασσα τη θάλασσα
τα δάκρυα στα μάτια σου
την ηλικία
όχι τη ζωή σου
η ζωή μου
ο λαιμός σου
είναι σημάδια
δίπλα στο στόμα της
η ώρα είναι ήσυχη
είμαι κρυμμένος
ο πόνος είναι μόνο δικός μου
χάιδεψέ με στο μάγουλο να ξεχαστώ
η επανάληψη του ονόματός σου
έφτανε σε σημείο όπου μπορούσα να σε δω
όμως συνέχεια ήταν σκοτεινά
πάντα με κόσμο
γίνονταν ήσυχα τα πράγματα
σαν άψυχο σώμα στο καναβάτσο
σαν κάτι που μας επιτρέπεται να εγκαταλείπουμε
δεν θα σε δω δεν θα σε δω δεν θα σε δω
κι αυτό είναι ένας θάνατος με ελάσσονα τρόπο
ένας ήλιος που αποζημίωνε
για την παγωνιά που δυνάμωνε
σαν να λες πόσο ωραία είναι εδώ
ζητώντας συγνώμη από το σκοτάδι που άφησες
από τον παιδικό της ύπνο που άφηνε
όλα έμοιαζαν με κουβέντες με μελωδίες που ακούγονταν
πίσω από κλειστά παράθυρα
όλα έμοιαζαν με κατάπτωση
πριν τη θεία γαλήνη
με μακάρια στοργή και με κάθε προφύλαξη
αισθανόταν το πρόσωπό της τη λάμψη του ήλιου
παίζοντας κορώνα γράμματα τη ζωή μου
ο ήλιος ο ήλιος και κόντρα το φως περιμένοντας
περιμένοντας
χτενισμένη βαμμένη ωραία με τύψεις
με προσποιητή άνεση
τίναξε το τσιγάρο της
τίναξε τα δάχτυλά της
τότε με είδε
*
Μιλάμε πια
Όχι σε ’κείνους που μας καλούν
Μα σ’ αυτούς που δεν μπορούν να απαντήσουν
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.