Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Plaudite, amici, comedia finita est!

Mὲ τὸ πρῶτο φῶς δακρύσαμε ἀντικρίζοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔκρυβε, μέχρι τότε, τὸ σκοτάδι. Μὰ ὅσο ὡρίμαζε ἡ μέρα τὸ φῶςτῆς χαρᾶς σκέπαζε τὰ δάκρυα ἐνῷ ἐμεῖς, μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη, δινόμασταν μόνο σὲ ἀπολαύσεις καὶ γιορτές. Καὶ κάθε τόσο ἔσταζε τῆς ζωῆς τὸ φιλὶ στὰ σωθικά (καὶ κάθε τόσο φάνταζε ὁ θάνατος σκέψη μακρινή).

Ἔτσι φτάσαμε στὸ μεσημέρι. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ὁ ἥλιος ἔλαμπε ζεστὸς στὸ πρόσωπο, ὁ μικρότερος ἀπὸ ἐμᾶς ἔχασε τὸ φῶς του καὶ σὲ λίγο τὰ μάτια του στριφογύριζαν σβησμένα μέσα στὸ σκοτάδι. Μὲ ἄκρα θλίψη καὶ ὀδύνη τὸν κατευοδώσαμε σπάζοντας ἀρίφνητους κρατῆρες, νερὸ γεμάτους, πότε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, πότε στὸν δρόμο, πότε στὸ μνῆμα. Καὶ φύγαμε ἀπ’ τὸ μνῆμα μένοντας ἥσυχοι, πιά, πὼς ὁ δαίμων τοῦ θανάτου σκιάχτηκε μιὰ γιὰ πάντα. Στὸ μεταξὺ ξορίσαμε ὅλη τὴ μαυρίλα πού ’χε ὁ λογισμός.

Ἔτσι φτάσαμε στὸ βράδυ. Κι ἦταν νύχτα, μεσάνυχτα καὶ μιὰ θεοσκοτεινιὰ φοβερὴ ὅταν ἀκούστηκε ἀπ’ τὴν αὐλὴ ἀχὸς περίεργος καὶ δυνατὸς νὰ πλησιάζῃ ἀργὰ τὴν πόρτα. Κι ὅπως ἤμασταν μέσα στὸν ὕπνο, στὸ πόδι σηκωθήκαμε κι ἀλαφιασμένοι ἀναρωτηθήκαμε μὴν ἦταν ὁ ἀγέρας ἢ ἡ βροχὴ πού ’δερνε τὸ σπίτι. Οὔτε ὁ ἀγέρας ἤτανε, ὅμως, οὔτε ἡ βροχή· ὁ δαίμων τοῦ θανάτου ἤτανε πού ’σερνε τὰ βήματά του περνῶντας τὴν αὐλόπορτα.

Μὲ τὸ πρῶτο φῶς δὲ βρέθηκε οὔτ’ ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ σπάσῃ τούς, γεμάτους νερό, κρατῆρες.

*

©Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης

φωτο: Στράτος Φουντούλης