Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μπορώ να μείνω λίγο ακόμη;

Σύνοψη έργου θεατρικού
Έκτακτου
Και
Εκτενούς,
Που διεσώθη
Μονάχα μερικώς

Ένας άνδρας με επίσημη περιβολή, κάπως φθαρμένη φωνάζει γαντζωμένος πίσω από την πόρτα ενός σφραγισμένου δωματίου. Και τι δεν υπάρχει σε εκείνον εκεί τον κόσμο. Πλούσιες διακοσμήσεις, ερωτιδείς στο μέγεθος του ανθρώπινου χεριού, Αφροδίτες, άλλες σαν την Ολυμπία και άλλες πικρές και μεγαλειώδεις, όπως η Μαγδαληνή. Μικρές κόρες από λαζουρίτη με μάτια οπάλινα, χρυσοί κηροστάτες, ταπισερί από σκηνές του κυνηγιού στολίζουν την γωνιά που ονομάζουν στόφα. Ταφταδένιες κουρτίνες που τις συγκρατούν μορφές αγγελικές, γλυπτές στο ξύλο με επίχρυσες πανοπλίες, δουλεμένες για χρόνια από το θαυματουργό υλικό που γεννά ο λόφος Αμιάτα και τα τρομερά του καμίνια. Εκείνες οι μορφές πνίγουν με ένα όχι τον ήλιο που σκύβει νικημένος στο βάθος του στενού.  Το φως γδέρνει τους τοίχους, οι μορφές προσπαθούν.


Ο άνδρας ανήκει στην υψηλή τάξη, το βαμμένο το πρόσωπο, τα ολόλευκα χέρια, πολλά μαρτυρούν. Και οι ζωηρές σκηνογραφίες που ελάχιστα θα προσέθεταν στην ατμόσφαιρά αυτού του δωματίου θα πρέπει με όλες τους τις ιδιοτροπίες να εξετασθούν. Φαντάζει κάπως φοβισμένος, τον χαρακτηρίζει η ευδιάκριτη ακαμψία του πανικού, η νωχέλεια της μοναξιάς όταν γίνεται δέρμα δεύτερο, βαθύ. Απ΄έξω ακούγονται βήματα και αρμαθιές κλειδιά, φωνές χαμηλωμένες που συζητούν κάτι σπουδαίο. Όλη την ημέρα αυτοί οι άγνωστοι οργώνουν τους διαδρόμους του παλάτσο και επιβάλλουν μια παράξενη και τρομακτική αγρύπνια. Στο ένα του χέρι κρατά μια φθαρμένη σύνοψη. Βασανισμένος, σέρνεται στην σκηνή κάνοντας πάταγο με την τόση του μοναξιά. Ο άνδρας αυτός ζει κάπου στην Νάπολη, τον στοιχειώνουν δροσεροί δρόμοι, μεσημεριάτικοι, ολότελα αφανισμένοι κάτω από τις σημαίες και τα παντελόνια και τα λευκά πουκαμισάκια των κοριτσιών που ονειρεύονται την Ρώμη, όπως και τότε.

Άνδρας (το όνομά του είναι γραμμένο σε ένα τέμπλο μαρμάρινο, χιλιάδες φορές στην Σινώπη, στην Όλβια, την Αθήνα,  το Αμβούργο, την Θεσσαλονίκη. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί και ετούτο δεν συνιστά οδηγία σκηνική, παρά μόνον μια κοινή παραδοχή)

Να, κοίτα θα ξαναπεράσουν! Ναι, είμαι βέβαιος, μετρώ τα βήματά τους και ξέρω! Μα δεν πρέπει να είναι οι ίδιοι, τόσο καιρό, αποκλείεται! Θα έχουν ανάγκη για ξεκούραση, μπορεί να θέλουν να δουν τα παιδιά τους, να κάνουν έρωτα στην γυναίκα τους, να μην επιστρέψουν ποτέ σε αυτήν την κόλαση. Τους φαντάζομαι πόσο κοπιαστικά θα περνούν έξω από τα διαμερίσματα του παλάτσο. Ένα, δύο, κίτρινο ζωηρό, τέσσερα, τώρα επιστρέφουν. Το ξέρουν πως στέκω πίσω από την πόρτα. Καμιά φορά σταματούν αναπάντεχα, τινάζουν όλη την τελετή στον αέρα! Κάθε τόσο μου φέρνουν δώρα. Τα αφήνουν κάτω από την πόρτα για να τους αγαπώ λέει. Και να τους ανέχομαι, όλο αυτόν τον καιρό κλεισμένος εδώ, δίχως άνθρωπο!

(σφίγγει την σύνοψη στον κόρφο του, σφιχτά, σαν να μην ξέρει τι στα αλήθεια θα ήθελε να κάνει μαζί της. Με τα μάτια κλειστά ο άνδρας μιλά.)

Οι υπηρεσίες σας ανταμείβουν με ένα δελτίο εξόδου. Επιδείξατε μια πρωτοφανή πειθαρχία και οι υπηρεσίες σας ανταμείβουν με την ύψιστη τιμή. Μπορείτε να διαλέξετε εσείς το απόγευμα, την ώρα, τον τόπο. Ένας συνοδός από απόσταση θα φροντίζει το φόντο της ωραίας σας περιπέτειας. Αν το θελήσετε μπορείτε να περάσετε λίγη ώρα ανάμεσα στο πλήθος που ακόμη κατέχει την ομορφιά και την σπανιότητα φλωρεντινών γλυπτών. Πιστέψτε με, τίποτε δεν άλλαξε. Και μια πλάκα σαπούνι και τους χαιρετισμούς ορισμένων φίλων σας επάνω στο χαρτί, μια ένδειξη αγάπης και σεβασμού στο πρόσωπό σας. Ελάτε κύριε, δεχτείτε αυτά τα δώρα, εμείς, όλη αυτή η προστασία κύριε, να, φανταστήκαμε πως θα γυρεύετε μερικές από τις ευχαριστήριες επιστολές, τόσων και τόσων προσωπικοτήτων που παραδειγματίζονται από την αυτοπειθαρχία σας. Πρόκειται για το καλό σας, θυμηθείτε κύριε. Εμείς θα φροντίσουμε για κάθε ζήτημα. Εμείς θα δουλεύουμε για σας, θα αποχαιρετούμε το καλό εμπόρευμα που φεύγει για την Βόρεια Θάλασσα και αποφέρει καλή και δίκαια πληρωμή. Για εσάς. Εμείς θα σας εκπροσωπούμε στις χαρές και τις μεγάλες λύπες, εμείς θα φροντίζουν να έρθουν βροχές όταν η ψυχή σας πικραίνεται και εμείς θα στήνουμε την χρυσή λύρα στα πατώματα του παλάτσο όταν σημάνει ο Αύγουστος. Εμείς, εμείς, εμείς!  Βάζω στοίχημα πως σε λίγο θα ραβδίσουν την πόρτα, στην αρχή διακριτικά και έπειτα αυστηρά, δίχως καμιά ικεσία, αφήνοντας υπαινιγμούς για πληγές. Μα εκεί έξω είναι περισσότερη η μοναξιά. Την μεταδίδουμε ο ένας στον άλλον μυστικά, δίχως να το γνωρίζουμε, η σκληρή ζωή μας χρειάζεται μια απόσταση, μια θάλασσα για να παραλογισθεί, μια πλάνη για να ομολογήσει, «είμαι ευτυχισμένη, ευτυχισμένη!» Τα αρχιτεκτονικά βλέφαρα εκείνου του νέου, κοιτάξτε, δείτε πως βαραίνουν από την αρρώστια. Και ο άλλος, σαν το αίνιγμα του χρόνου, με μια γοητεία χιμαιρική, φορτωμένη χιλιάδες φλέβες χρόνια. Δεν θέλω το κουπόνι σας, την αμοιβή σας! Πάρτε τα όλα και χαθείτε τώρα πια! Μόνον μια πλάκα σαπούνι και μια ιδέα γαλήνη, αυτό το μπορείτε; Αφήστε με, πάρτε τα ραβδιά σας, χαθείτε από τα μάτια μου!
(Ο άνδρας κοιτάζει γύρω του. Μοιάζει λυπημένος και όλη του η προηγούμενη ένταση είναι ένα κρεμασμένο τόξο, σχήμα μονάχα και τίποτε.)

Ακούστε με, σας παρακαλώ, έχω χρήματα μπορώ να σας πληρώσω, αδρά, για μια ζωή που λένε! Τι αστείο! Για μια ζωή! Τι ανόητη συμφωνία, τι αστάθμητοι παράγοντες, θα πρέπει κανείς να είναι αφελής για να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Που λέτε, μάρτυς μου ο θεός δεν χρειάζομαι τον κόσμο εκεί έξω. Εδώ μπορώ να αγαπώ τους φίλους μου, να κρατώ το σώμα μου για μένα, τα ρούχα μου, τον κόσμο μου, ελάτε να δείτε πόσα σύμπαντα με υπηρετούν! Για αυτό σας λέω, μια πλάκα σαπούνι και δρόμο από εδώ! Τώρα πια έχω περάσει στην άβυσσο, το βήμα μου φαντάζει ελαφρύτερο! Δεν την χρειάζομαι την πόλη. Σας ικετεύω, τρέμω τόσο αυτήν την ζωή, κάθε βράδυ νιώθω τυχερός καθώς έτσι που τα έφερε ο καιρός, μπορεί κανείς να ξεγλιστρήσει από την δοκιμασία του βίου. Σας ικετεύω!
(Θυμωμένος σαν παιδί που χάλασε το αγαπημένο του παιχνίδι, με σκοτωμένα μάτια ο άνδρας γελά. Έπειτα τινάζεται, σαν κάτι να αντίκρισε, παλιό και έκπληκτο.)

Το ήξερα! Είδα και πρωτύτερα τον ίσκιο του. Και το αναγνώρισα, γεννημένο μέσα από το βιβλίο του αφάνταστου. Μέχρι να το συλλάβουν τα μάτια μου χάνεται κάτω από το σκαλιστό ανάκλιντρο με τα ελισσόμενα φίδια. Άλλοτε ισορροπεί σε ένα γύψινο αέτωμα με θέμα του ένα δαίμονα κακότροπα μεταμφιεσμένο. Το ήξερα πως δεν υπήρξα μόνος ποτέ. Το ακούτε! Εσείς εκεί έξω! Μες στα διαλείμματα του ανέμου, η ζωή μου ανακτά το μέγεθος ενός όγκου. Καμιά λεπτομέρεια, μονάχα αυτός ο κόσμος στο κλειστό παλάτσο. Στο διάβολο! Η πρόζα ανέλαβε τις διεκπεραιώσεις της ζωής. Όμως η ποίηση, η διεκδίκηση ενός ονείρου παρέμεινε υπόθεση καλά βαλμένη μες σε τούτο το πλούσιο δώμα. Αρκεί, με ακούτε; Αρκεί!

(Ο άνδρας γελά με την καρδιά του, ολότελα ικανοποιημένος για τον χειρισμό της πιο ραφινάτης του σκηνής. Κάποιος άλλος κάνει την εμφάνισή του στην σκηνή. Προτρέπει το κοινό προς την έξοδο.)

Τεχνικός Ελάτε κύριοι, κυρίες παρακαλώ στα σκαλιά και έπειτα ως το τέλος του διαδρόμου. Ελάτε, έχουμε δουλειές να κάνουμε, βιαστείτε κάπως παρακαλώ. Ωραία, έτσι με ρυθμό. Μα γιατί δεν υπακούτε; Σας περιμένει ο κόσμος σας εκεί έξω, ελάτε! Για τον θεό! Ετούτη η  πρόβα τέλειωσε για πάντα.

(Όμως το κοινό δεν υπακούει.)

Πάει καιρός, λέει ο τεχνικός, που οι άνθρωποι δυσκολεύονται να περιπλανηθούν στην πόλη τους. Περπατούν βιαστικά και δεν δίνουν σημασία μήτε στις αφίσες για τις προγραμματισμένες χοροεσπερίδες, μήτε στον χρόνο που κυλά. Έτσι και το κοινό, λένε πως κάθε φορά που τελειώνει το παραμύθι τρέμει να βγει εκεί έξω και να ζήσει. Ζητά επίμονα την επανάληψη μιας μέτριας παράστασης.

(σκοτάδι στην σκηνή και στην προβολή ένα βίντεο από τους δρόμους της πόλης. Με μια μοτοσικλέτα και δίχως ήχος ανθρώπινης φωνής. Μόνο ο κινητήρας που επιταχύνει, ήχος παλιού παλάτσο που συγκρούεται με την λήθη άγρια, βιαστικά. Ο ήχος συνεχίζει ώσπου να γίνει αφόρητος και έτσι ελεύθερα το κοινό να επιστρέψει στην αληθινή ζωή, την αληθινή του πόλη.)

Τέλος

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→